Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

"Η συννεφοχώρα" του Αργύρη Γιαμάλογλου



Στην χώρα των σύννεφων έμενε ένας χωρικός μαζί με τη γυναίκα του και τη μία τους κόρη. Η οικογένεια ήταν πολύ φτωχιά και ο χωρικός δούλευε όλη μέρα για να τα βγάλει πέρα. Κάθε μέρα τους έλεγε πως θα κάνει τα πάντα για να αποκτήσουν πλούτη για να ζήσουν όσο πιο καλά γίνεται. Τη χώρα αυτή καθώς και τους ανθρώπους της εξουσίαζε ένας μεγάλος δράκος που ζούσε σε μια μεγάλη σπηλιά στην άκρη της χώρας. Ο δράκος αυτός έβαζε όλους τους ανθρώπους να δουλεύουν για χάρη του και έπαιρνε τα μισά τους κέρδη. Ήταν ο βασιλιάς της χώρας και κανείς δεν τολμούσε να του αντιμιλήσει. Τα παιδιά των φοβούνταν καθώς και οι γυναίκες ενώ οι άντρες των εχθρεύονταν αλλά κανείς δεν τολμούσε να του επιτεθεί γιατί τότε έβγαζε φωτιά από το στόμα του και έκαιγε στο λεπτό τον κάθε εχθρό του. 


Ο δράκος αυτός είχε πει σε όλους ψέματα ότι αν δεν τον υπακούν και δε δουλεύουν για χάρη του θα διαλυθεί το συννεφένιο σπιτάκι τους και θα πέσουν στη γη και θα γίνουν σκλάβοι και τα κακά πλάσματα που κατοικούσαν τη γη θα πάρουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους για δικά τους. Έτσι κανείς δεν τολμούσε να του αντιταχθεί. Ο δράκος είχε μαζί του κι ένα συνεργάτη, έναν ωραιοπαθή βάτραχο που με τα ψέματα που του έλεγε τον είχε πείσει ότι είναι πρίγκιπας και τον είχε ορίσει βοηθό του. Φυσικά κανείς δεν το γνώριζε αυτό και όλοι λυπούνταν τον κακόμοιρο βάτραχο που νόμιζε ότι ήταν πρίγκιπας. Κανείς όμως δεν του έλεγε τίποτα γιατί δεν ήξεραν ότι ο δράκος τον είχε μαγέψει να νομίζει ότι είναι πρίγκιπας. Ο δράκος λοιπόν έστελνε το βάτραχο έξω από τα σπίτια των χωρικών και άκουγε τι έλεγαν για εκείνον. Όποιος τον κακολογούσε και τον εχθρεύονταν την άλλη μέρα τον σκότωνε και το έκανε να φανεί σαν ατύχημα, ότι δήθεν σκοτώθηκε στο χωράφι ή παραπάτησε κι έπεσε στο γκρεμό. Όλοι όμως είχαν ένα κακό λόγο για το δράκο κι έτσι ο βάτραχος, που μόνο όταν ήταν κοντά στο δράκο έπαιρνε ανθρώπινη λαλιά και μπορούσε να μιλήσει, πήγαινε και του έλεγε τι είπαν οι άνθρωποι κι επειδή ήταν πολυλογάς και του άρεσε που μπορούσε να μιλήσει του έλεγε όλο και περισσότερα και περισσότερα, καμιά φορά κιόλας τα φούσκωνε λίγο παραπάνω τα πράγματα προκαλώντας την οργή του δράκου κι έτσι μέσα σε λίγες μέρες σχεδόν όλοι οι χωρικοί πέθαναν. 

Έτσι έφτασε η ώρα που ο βάτραχος πήγε στο σπίτι του δικού μας φτωχού χωρικού. Ο δράκος ήταν πολύ περίεργος να μάθει τι έγινε και περίμενε εναγωνίως το βάτραχο γιατί ήταν ερωτευμένος με την κόρη του χωρικού. Έτσι αν ο χωρικός έλεγε κακή κουβέντα για το δράκο θα τον έβγαζε από τη μέση και θα παντρευόταν την κόρη του ακόμα και με το ζόρι. Ο χωρικός όμως ήταν μουγγός κι έτσι ο βάτραχος περίμενε με τις ώρες αλλά απογοητευμένος γύρισε πίσω χωρίς να έχει κάτι να πει στο δράκο. Αντιθέτως η κόρη του που ήταν πολύ αγαθή πίστευε ότι ο δράκος είναι ο καλύτερος αφέντης που θα μπορούσαν να έχουν. Ο δράκος μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του ότι ο χωρικός δεν είχε πει κάτι κακό για εκείνον ξαναρώτησε το βάτραχο για άλλη μια φορά υποσχόμενος ότι θα τον αφήσει να του μιλάει όλο το βράδυ, ξέροντας πόσο πολύ άρεσε στο βάτραχο να μιλά και να μιλά και να μιλά. Έτσι ο βάτραχος δελεάστηκε κι άρχισε να του λέει πόσο απαίσια μίλαγε ο χωρικός για εκείνον όλη μέρα στη γυναίκα του και την κόρη του και ότι ετοίμαζε επανάσταση σε όλη τη συννεφοχώρα. Ο δράκος τότε θύμωσε τόσο πολύ κι ας ήξερε ότι όλα αυτά ήταν ψέματα και ορκίστηκε εκδίκηση και κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρα του προετοιμάζοντας το σχέδιο του. Ο βάτραχος πήγε απ’ έξω από την πόρτα και συνέχισε να του μιλάει μέχρι που αποκοιμήθηκε. 

Ξυπνώντας μετά από λίγες ώρες κι ενώ ο δράκος ήταν ακόμα κλεισμένος μέσα σχεδιάζοντας το θάνατο του χωρικού, ο βάτραχος τον άκουσε να λέει τον τρόπο που θα σκότωνε το χωρικό και μετά θα ξεφορτωνόταν το βάτραχο να ζήσει μόνος του μες την κόρη του χωρικού και τα πολλά λεφτά τους. Επίσης τον άκουσε να λέει πόσο χαζός ήταν ο βάτραχος που είχε πιστέψει ότι ήταν πρίγκιπας και πόσο πολύ του άρεσαν τα βατραχοπόδαρα του. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί περίμενε τη μέρα που θα ξαναφάει βατραχοπόδαρα. Είχε να φάει πολλά χρόνια. Από τότε που σκότωσε τους γονείς και τα 16 αδέρφια του βάτραχου λέγοντας ψέματα ότι έφυγαν και τον άφησαν μόνο του. Ο βάτραχος μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του πήγε σ’ ένα καθρέφτη να κοιταχτεί κι ενώ κάθε μέρα έβλεπε ένα ψηλό, ξανθό πρίγκιπα για πρώτη φορά είδε έναν αδύνατο γερασμένο πράσινο βάτραχο απέναντι του. Θύμωσε τόσο πολύ με το δράκο και έκλαψε για το χαμό της οικογένειας του και όταν πια βρήκε το κουράγιο έτρεξε στο σπίτι του χωρικού να του πει τι πρόκειται να συμβεί. Ο χωρικός μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του στην αρχή τρόμαξε αλλά μετά θεώρησε καλή ευκαιρία να μπορέσει η κόρη του και η γυναίκα του να γίνουν πλούσιες και να ζήσουν επιτέλους ευτυχισμένες. Αποφάσισε λοιπόν να θυσιαστεί και επειδή ήταν σίγουρος ότι ο βάτραχος θα ανέτρεπε τα σχέδια του πήρε ένα μεγάλο σπαθί και τον κάρφωσε στην καρδιά. Δεν ήθελε να το κάνει αυτό αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να μιλήσει και να του εξηγήσει το σχέδιο του. Ήθελε το καλύτερο για την οικογένεια του και δε θα άφηνε κανέναν να σταθεί εμπόδιο στην ευτυχία τους και στο λαμπρό και πλούσιο μέλλον που θα τους προσέφερε με τη θυσία του. Για κακή του τύχη όμως τον άκουσε η κόρη του κι έτρεξε στη μητέρα της να της πει τα νέα. 

Η μητέρα σίγουρη ότι ο πατέρας τους είχε θαμπωθεί από τα πλούτη και ξέροντας ότι τόσα χρόνια ήθελε να τους προσφέρει πολύ περισσότερα αλλά δεν μπορούσε πίστεψε αμέσως την κόρη της και της είπε ότι πρέπει να σκοτώσουν εκείνες το δράκο πριν αυτός σκοτώσει τον πατέρα. Είπε στην κόρη της να χρησιμοποιήσει τη μαγική της δύναμη, το τραγούδι που μπορούσε να μαγέψει τις γυναίκες της συννεφοχώρας και να τους δώσει κουράγιο και θάρρος ώστε όλες μαζί να πάνε να σκοτώσουν το δράκο την ώρα που κοιμόταν. Έτσι κι έγινε. Η κόρη τραγούδησε και μάγεψε τις γυναίκες που πήραν μαζί τους τους λίγους άντρες που είχαν απομείνει. Τη νύχτα όταν όλοι έφυγαν κι άρχισαν να πηγαίνουν προς το δράκο η μητέρα έμεινε λίγο πίσω και πήγε στο σπίτι της. Είδε τον άντρα της να κοιμάται και έψαξε να βρει τον πεθαμένο βάτραχο. Τον βρήκε στην αποθήκη του σπιτιού τυλιγμένο σαν κουβάρι με το σπαθί στην καρδιά του. Αποφάσισε τότε να χρησιμοποιήσει την καλή της δύναμη που είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά της ώστε να σώσει τον βάτραχο για να προστατεύει την κόρη της στα επόμενα χρόνια. Η μητέρα είχε μία μαγική δύναμη. Μπορούσε να φέρει πίσω στη ζωή κάποιον πεθαμένο και να έπαιρνε εκείνη τη θέση του αρκεί να μην είχαν περάσει 24 ώρες. Έτσι κι έγινε. Ο βάτραχος ξαναζωντάνεψε και είδε τη νεκρή γυναίκα με το ξίφος στην καρδιά και κατάλαβε τι είχε γίνει. Ορκίστηκε τότε στο πτώμα της μητέρας να αγαπάει και να προστατεύει την κόρη της για πάντα κι έτρεξε να τη βρει. 

Βρήκε το πλήθος στο βουνό να ανεβαίνει και έτρεξε να τους προλάβει. Τους άνοιξε και μπήκαν όλοι μαζί με τους αναμμένους πυρσούς τους μέσα στο κάστρο. Τότε ο βάτραχος βρήκε τη μιλιά του καθώς ήταν κοντά στο δράκο και τους είπε τι ακριβώς είχε συμβεί όλα αυτά τα χρόνια και ζήτησε συγνώμη. Οι χωρικοί δεν του κράτησαν κακία καθώς ήξεραν ότι ήταν υπό την επιρροή του δράκου.  Η κόρη του ορκίστηκε παντοτινή αγάπη και θρήνησε τη μητέρα της. Οι γυναίκες και οι λίγοι χωρικοί έβαλαν φωτιά σε όλο το κάστρο και με τις φωνές τους που αντηχούσαν σε όλο το βουνό κατάφεραν να ξυπνήσουν τον πατέρα που έντρομος παρακολουθούσε το κάστρο να φλέγεται και τα όνειρα του για μια πολυτελή ζωή να καταστρέφονται. 

Το πλήθος επέστρεψε από το κάστρο και εισέβαλαν στο σπίτι του χωρικού όπου βρήκαν τη γυναίκα του μαχαιρωμένη στο υπόγειο. Εξόρισαν το χωρικό κατηγορώντας τον για απληστία και φόνο αν και εκείνος ήθελε μόνο η οικογένεια του να είναι καλά και να ζήσει πλούσια. Η κόρη αποφάσισε να ζήσει με το βάτραχο για πάντα ξεχνώντας τον πατέρα της  και λέγοντας του ότι αν ήταν πιο προσεκτικός θα καταλάβαινε ότι δεν ήταν τα χρήματα που τους στερούσαν την ευτυχία τόσα χρόνια αλλά το ότι δεν τον έβλεπαν γιατί δούλευε όλη μέρα προσπαθώντας να βγάλει όλο και πιο πολλά. Κι όταν του το έλεγαν εκείνος δεν τους έδινε σημασία. 

Έτσι ο βάτραχος και η κόρη αποφάσισαν να ζήσουν μαζί και η κόρη για τον ευχαριστήσει του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και τότε τα πόδια του βάτραχου έγιναν πόδια ανθρώπινα. Η κόρη τρόμαξε αλλά αμέσως κατάλαβε ότι ο βάτραχος ήταν μαγεμένος και δεν ήταν στ’ αλήθεια βάτραχος κι έτσι αποφάσισε να τον φιλήσει στο στόμα, πράγμα που κανείς δεν είχε επιχειρήσει ποτέ και γιατί ήταν βάτραχος και γιατί βρωμούσε από τις μύγες που έτρωγε. Η κόρη έκλεισε τα μάτια της και τον φίλησε κι όταν τα ξανάνοιξε είχε μπροστά της έναν ψηλό, ξανθό πρίγκιπα που της χαμογελούσε πλατιά. Τότε εκείνος τα θυμήθηκε όλα. Για τη μάγισσα που είχε μετατρέψει εκείνον και την οικογένεια του σε βατράχους για να υπηρετούν το δράκο. Την επόμενη μέρα κιόλας παντρεύτηκαν και μοίρασαν όλα τα πλούτη που είχε μαζέψει τόσα χρόνια ο δράκος σε όλους τους κατοίκους της χώρας ώστε να μη χρειαστεί να ξαναδουλέψει ποτέ κανείς. Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - Σπουδαστής Tabula Rasa 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου