Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

"Η μηχανή του χρόνου" της Ελευθερίας Παγιάτη



Έφτασαν στην είσοδο και στάθηκαν μπροστά στην πόρτα του μπαρ, ο πορτιέρης άνοιξε να περάσουν αμέσως μέσα σαν να μην έπρεπε να περιμένουν στιγμή έξω. Ύστερα από μια διαβολοβδομάδα στο γραφείο ήθελε μόνο να πιει και να καπνίσει, να σταματήσει επιτέλους το μυαλό της να δουλεύει, να βρει ένα καταφύγιο σε εκείνο το μπαρ που περνούσαν όλοι μαζί τα βραδιά της νιότης τους. Η μια βότκα έφερνε την άλλη και η μουσική ήταν όπως πάντα ιδανική, σουίνγκ, τζαζ και ροκ μουσικές, τόσο δυνατά όσο πρέπει για να μην χρειάζεται να μιλάει, δεν ήθελε να μιλάει, ήθελε μόνο να νιώσει, και όσο δεν ένιωθε τόσο δυνάμωνε η φουρτούνα που είχε μέσα της.

Η μεταλλική μηχανή του χρόνου στον τοίχο πίσω από τον dj την έκανε πάντα να αναρωτιέται τι θα άλλαζε αν μπορούσε να γυρίσει πίσω στο χρόνο. Τι θα άφηνε ίδιο και τι θα ξαναζούσε ως το τέλος, ξανά και ξανά από την αρχή.
Σκεφτόταν πως αν μπορεί να ακούει το ίδιο μουσικό κομμάτι από την αρχή γιατί να μην μπορεί να ζει ξανά τις στιγμές που αγάπησε. Γνώριζε καλά όμως, πως αυτό δεν γινόταν παρά μόνο με τη σκέψη.
Δυο δίσκοι με σφηνάκια τεκίλα πορτοκαλί έφτασαν για όλη την παρέα, όλοι πήραν από ένα, σήκωσαν το ποτήρι, τσούγκρισαν, ήπιαν. Τα σώματα τους ήταν νεανικά και όμορφα, είχαν τη δύναμη της νιότης που μπορεί να κατακτήσει τα πάντα, και εκείνοι μέσα σε ένα μπαρ έπιναν όσο περισσότερο οινόπνευμα μπορούσαν, σαν να ήθελα να αρνηθούν για λίγο αυτή τη δύναμη που τους έκανε ανίκητους. Ημίθεοι που απαρνήθηκαν τη θεϊκή καταγωγή τους και ήθελαν μόνο να νιώσουν άνθρωποι, θνητοί, ελεύθεροι.
Εκείνο το βράδυ ήταν ξεχωριστό από όλα τα άλλα, ήταν το βράδυ που θα άλλαζε την ζωή της για πάντα.
Ήταν 11:11μμ. όταν μπήκε μέσα εκείνος, ήταν όμορφος, αμέσως τράβηξε την προσοχή της. Ερχόταν προς το μέρος τους. Δεν άργησε να καταλάβει πως τον είχε καλέσει μια κοπέλα από την παρέα. Δεν ήξερε τίποτα για εκείνον. Της ήταν άγνωστος, αν είχε κάτι με την κοπέλα που τον κάλεσε; Έπρεπε να μάθει.
Αισθανόταν μια περίεργη έλξη, ένα μυστηριώδης σύμπλεγμα ενέργειας αναπτύχθηκε μεταξύ τους από το πρώτο δευτερόλεπτο, κάτι σαν ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Ένα ισχυρός μαγνήτης σαν αυτόν και μια πηγή ηλεκτρικής ενέργειας όπως εκείνη. Κάθε φορά που διασταυρώνονταν οι ματιές τους λαμπίριζαν σπινθήρες που φώτιζαν τα πρόσωπά τους ώστε να βλέπουν καλύτερα ο ένας τον άλλον. Ένιωθε ότι ήθελε να τον ανακαλύψει, να τον κατακτήσει, να του δείξει τον κόσμο της.
Την πλησίασε, στο λιγοστό κενό αέρα που υπήρχε ανάμεσά τους ένιωσε να μπλέκονται οι ενέργειες τους και να στροβιλίζονται με μεγάλη ταχύτητα γύρω τους. Της προκαλούσε πολύ μεγάλη ένταση η παρουσία του, μετά από πολύ καιρό επιτέλους ένιωθε κάτι, επιτέλους τάιζε  τους δαίμονες της.
Δεν την ένοιαζε καθόλου η άλλη κοπέλα πια, άλλωστε δεν την ήξερε και τόσο καλά, στην τελική εκείνος ήταν που την πλησίασε και ήταν υπέροχος πως θα μπορούσε να του πει όχι και γιατί να κάνει τέτοια τρέλα;
Κοίταξε γύρω της, εκείνος ήταν σταθερά δίπλα της, από τη στάση που είχε το σώμα του κατάλαβε ότι ήθελε να την πλησιάσει, έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα της και έκανε μηχανικά να πιάσει τον αναπτήρα πάνω από το πάσο του μπαρ, γύρισε το κεφάλι της και τότε είδε τον αναμμένο αναπτήρα του ακριβώς  μπροστά της. Άγγιξε τα χέρια του για να ανάψει το τσιγάρο της, το δέρμα του ήταν μαλακό, τα χέρια του
ζεστά.
Τον πλησίασε, η μυρωδιά του της προκάλεσε ανατριχίλα, κατάφερε να ψελλίσει στο αυτί του
«καπνίζεις;»
Εκείνος χαμογέλασε, ξαφνικά δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή γύρω τους, ούτε παρέα, ούτε κόσμος. Είχαν εξαφανιστεί όλα, δεν υπήρχαν καν τοίχοι, μόνο η μηχανή του χρόνου να τους ταξιδεύει στο άπειρο σύμπαν, σε άγνωστες διαστάσεις, εκεί που μόνο όσοι ερωτεύονται πηγαίνουν, έτσι απλά, χωρίς τίποτε άλλο να χρειάζονται για να επιβιώσουν.
Εκείνος με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού του προς το μέρος της την φίλησε ανάμεσα από το στόμα και το μάγουλο. Είχαν έρθει πολύ κοντά πια. Δεν ήθελε να τραβήξει τα χέρια της από τα δικά του, ήθελε τόσο πολύ να τον αγγίζει. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, τα πόδια της έτρεμαν, ερωτευόντουσαν, ήταν αμοιβαίο, αυτή το όνειρο και εκείνος το κορίτσι.

Συγγραφέας: Ελευθερία Παγιάτη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου