Μια
φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό και κακότροπο κοριτσάκι που το έλεγαν
Χιονάτη. Όλη μέρα έκλαιγε και γκρίνιαζε με μια διαπεραστική και τσιριχτή φωνή
που αντηχούσε σε ολόκληρο το δάσος. Η Βασίλισσα μαμά της δεν ήξερε τι να κάνει.
Δεν ήξερε τι φταίει με το κοριτσάκι της. Το προσωπάκι της ήταν χλωμό σα νεκρής
και τα χείλη της γδαρμένα
και κατακόκκινα απ’ το αίμα. Ο πατέρας προσπαθούσε μάταια να καθησυχάσει τη
γυναίκα του, που απ’ τη στεναχώρια της ούτε έτρωγε, ούτε κοιμόταν.
Οι μήνες
περνούσαν, το κοριτσάκι μεγάλωνε και η κατάσταση χειροτέρευε. Η μητέρα μην
αντέχοντας άλλο αυτό το βασανιστήριο αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στη ζωή της.
Γυρνώντας μια μέρα απ’ το δάσος, πατέρας και κόρη, βρήκαν τη γυναίκα ξαπλωμένη
στο κρεβάτι και δίπλα της ένα μπουκάλι με δηλητήριο. Γρήγορα κατάλαβαν ότι ήταν
νεκρή. Κι ενώ ο πατέρας άρχισε να θρηνεί, το κοριτσάκι σταμάτησε να γκρινιάζει
και να είναι μουτρωμένο και για πρώτη φορά στη ζωή του ήταν χαρούμενο. Με τον
καιρό ομόρφυνε και άρχισε να χαμογελάει ακόμα περισσότερο.
Ο πατέρας αποφάσισε
να ξαναφτιάξει τη ζωή του και πήρε μία καινούργια κοπέλα για γυναίκα του,
αρκετά νεότερη του. Η Χιονάτη άρχισε και πάλι να παίρνει την παλιά γεμάτη
γκριμάτσες όψη της. Ζήλευε τον μπαμπά της και δεν ήθελε την καινούργια μαμά.
Ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει για να την εξοντώσει. Η καινούργια γυναίκα,
μία λεπτεπίλεπτη και ευγενική φιγούρα, κατανοώντας το πρόβλημα, προσπαθούσε να
δείξει υπομονή και κυρίως αγάπη στη Χιονάτη. Κι όσο εκείνη προσπαθούσε τόσο η
Χιονάτη εξαγριωνόταν μαζί της. Η γυναίκα ήταν πολύ υπομονετική και πίστευε ότι
κάποια μέρα η Χιονάτη θα την αγαπούσε. Μάταια όμως. Η Χιονάτη άρχισε να λέει
ψέματα στο μπαμπά της πως όταν εκείνος έλειπε η μητριά της τη βαρούσε και της
φώναζε. Ο πατέρας απογοητευμένος και μην ξέροντας τι να πιστέψει αποφάσισε να
διώξει τη Χιονάτη απ’ το σπίτι κι ας ήταν κόρη του, μπας και συμμορφωθεί.

Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - Σπουδαστής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου