Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

"Μουράτ και Οδυσσέας" της Ευτυχίας Χαλκιά



Μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά, στην οδό Γιασμίν στην Ηλιούπολη. Η φιλία μας ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Εγώ πήγαινα στο Γαλλικό νηπιαγωγείο κι εσύ με παρηγορούσες στην πόρτα του σχολικού με τον πατέρα σου Αχμέτ, τον «μπουάπη» της πολυκατοικίας μας. Δεν μου άρεσε καθόλου να πηγαίνω στο νηπιαγωγείο, σε ζήλευα που έπαιζες στο δρόμο τα πρωινά μαζί με τα πέντε αδέλφια σου ή έκανες θελήματα για τους ενοίκους της πολυκατοικίας.

Πόσο μου άρεσε όταν έλεγες «σούκραν» τη στιγμή που έπαιρνες το χαρτζιλίκι για κάποια δουλίτσα που έκανες για την μάνα μου Σοφία. Το πρόσωπο σου έλαμπε κι έτρεχες στον Έλληνα μπακάλη – τον χουάγκα Νικόλα – να αγοράσεις γλειφιτζούρι. Το μεσημέρι πάλι περίμενες στην πόρτα το σχολικό μου. Μόλις κατέβαινα μ’ έπαιρνες από το χέρι κι ανυπόμονα περίμενες ν’ ακούσεις  τα νέα του Σχολείου, τι είπε η δασκάλα, τι έγραψε στον πίνακα, τι ζωγράφισα και αν έμαθα να γράφω καμμιά λέξη. Ωχ, σου έλεγα, άστα αυτά, πάμε τώρα να παίξουμε κρυφτό με τα αδέλφια σου.
Η μάνα μου σας αγαπούσε πολύ. Ήταν μόνη της, ο πατέρας μου είχε πεθάνει ξαφνικά. Πόσο μας είχατε συμπαρασταθεί εκείνες τις δύσκολες ώρες εσύ, τα αδέλφια σου ο πατέρας σου Αχμέτ κι η μάνα σου Λάιλα. «Τώρα θα έχεις εμένα σαν πατέρα» έλεγε και  ξανάλεγε ο Αχμέτ. Σας ζήλευα να κάθεστε γύρω από τη γαβάθα με την μολοχία και τις αχνιστές πίττες που βουτάγατε με ευλάβεια στη σούπα. Σκεφτόμουν τη μάνα μου που φώναζε όταν δεν έπιανα σωστά το πιρούνι ή γέμιζα ψίχουλα το πάτωμα, κι έψαχνα ευκαιρίες να τρέξω στην ταράτσα να βρεθώ μαζί σας την ώρα του φαγητού. «ιτφάνταλ, ιτφάνταλ, αναφωνούσατε όλοι μαζί με βλέπατε κι εγώ, γεμάτος χαρά καθόμουν σταυροπόδι κι απολάμβανα το φαγητό, μα περισσότερο τη συντροφιά σας.
Πολλές Κυριακές ερχόσουν μαζί μας στον Αη Γιώργη. Καθόμασταν σιωπηλοί στο ξύλινο παγκάκι απέναντι από τον τάφο του πατέρα μου και παρακολουθούσαμε τη μάνα μου να τον γυαλίζει, βουρκωμένη, πολλή ώρα. Μετά ήταν τα καλύτερα! Παίρναμε το τραίνο για το Μαάντι, νοικιάζαμε ποδήλατα κι απολαμβάναμε αξέχαστες ποδηλασίες γύρω από τα υπέροχα πάρκα. Στη μέση η Ευτυχία, εσύ πάντα από την μεριά του δρόμου και εγώ από την άλλη.
Ο κινηματογράφος ήταν η αγαπημένη μας διασκέδαση. Το «Κριστάλ» ήταν το στέκι μας. Πολλά έργα που μας άρεσαν τα βλέπαμε τρεις και τέσσερις φορές, όπως το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ.
Όταν αγοράσαμε την ασπρόμαυρη τηλεόραση, άρχισε η γκρίνια στο σπίτι. Καθόμασταν στον άσπρο καναπέ και περιμέναμε ανυπόμονα να τελειώσει το σίριαλ με τον Όμαρ Σαφίφ και Φάτεν Χαμάμα - που παρακολουθούσαν η μάνα μου με την Ευτυχία - για να δούμε το φιλμ με τους καουμπόηδες.
Μια άλλη αδυναμία μας ήταν τα παγωμένα φραγκόσυκα που αγοράζαμε κρυφά, με το χαρτζιλίκι μας, από το καρότσι δίπλα στο σταθμό του τραμ. Η μάνα μου δεν ήθελε να τα τρώω αλλά εγώ τα λάτρευα.
Η δίψα σου για μάθηση ώθησε τη μάνα μου Σοφία αλλά και τη μαντάμ Ματίλντα που έμενε στο ισόγειο - να πιέζουν συνεχώς τον Αχμέτ να σε στείλει σχολείο! «Είναι ξεχωριστός, έχει δίψα για γνώση, στειλ’ τον να μάθει γράμματα» επέμενε η μάνα μου. Τελικά ο πατέρας σου πείστηκε  και ξεκίνησες το σχολείο. «Είμαι πολύ ευτυχισμένος έλεγες και ξανάλεγες στα αδέλφια σου, θα μάθω να γράφω, να μετράω σαν τον Οδυσσέα».
Η πρώτη σου σάκα με τα τετράδια και τα χρωματιστά μολύβια ήταν δώρο της μάνας μου για το μεγάλο γεγονός, πόσο καμαρώναμε για τις προόδους σου στο σχολείο! Ήσουν πολύ επιμελής και πάντα αρίστευες.
Η θερμή φιλία μας και η καθημερινή επικοινωνία μας κράτησε όλα τα μαθητικά μας χρόνια. Ύστερα χωρίσαμε. Εγώ έφυγα για την Αυστραλία κι έγινα δάσκαλος σε Ελληνικό σχολείο της Μελβούρνης. Εσύ πέρασες με άριστα στην Ιατρική Σχολή στο Πανεπιστήμιο του Καϊρου. Όμως η απόσταση δεν μας απομάκρυνε. Επικοινωνούσαμε συχνά με γράμματα και τηλεφωνήματα κι ανυπομονούσαμε να ξαναβρεθούμε.
Ξανασμίξαμε μετά τριάντα χρόνια στο Παρίσι. Εγώ βρέθηκα εκεί για ένα διεθνές συνέδριο εκπαιδευτικών. Εσύ ήσουν ήδη εκεί. Είχες πάρει υποτροφία για μεταπτυχιακά και παρέμεινες στο Παρίσι.  Είχες προσληφτεί στο Ερευνητικό Κέντρο Saint Sulpice και λάτρευες τη δουλειά σου...
Πίνουμε τον καφέ μας σε ένα μικρό μπιστρό στα Ηλύσια Πεδία κι ο νους μου τρέχει στο καφεδάκι «αλρίχα» που πίναμε από τα χέρια της μάνας σου στην ταράτσα, το σούρουπο, ανάμεσα στις γλάστρες με τις γαζίες και τα γιασεμιά. Τι γλυκός άνθρωπος η Λάιλα! Είναι κι αυτή ψηλά… μαζί με τη μάνα μου Σοφία.
Ύστερα η κουβέντα μας έρχεται στην Ευτυχία και τότε μου εξομολογείσαι τον κρυφό έρωτά σου για εκείνην από τότε με τα ποδήλατα στο πάρκο του Μαάντι. Ήμασταν γύρω στα 15 και χαιρόμασταν το χρόνο που περνούσαμε μαζί. Αχ Οδυσσέα μου πόσο όμορφα και άβολα ένιωσα εκείνη τη φορά όταν έπεσε από το ποδήλατο κι έτρεξα να τη σηκώσω. Ήρθαμε πολύ Κοντά, ένοιωσα την ανάσα της και το γλυκό βλέμμα της που μου έλεγε ευχαριστώ. Τραβήχτηκα απότομα αλλά ήμουν πολύ ταραγμένος, μετά, δύο φορές κόντεψα να πέσω από το ποδήλατο κι εκείνη φώναξε «Πρόσεχε Μουράτ, πρόσεχε»…
Σε ευχαριστώ αδελφέ Μουράτ για το «ταξίδι» στα παιδικά μας χρόνια. Φιλιά στην Άνυ και στις κόρες σου. Κι εσύ, στην Ελένη και στους γιους σου, καλέ μου φίλε Οδυσσέα. Καλή αντάμωση σύντομα στην Ηλιούπολη, να περπατήσουμε μαζί στην οδό Γιασμίν. Το «σπίτι» μας είναι ακόμα εκεί, μας περιμένει, Ινσαλλάχ.

Συγγραφέας: Ευτυχία Χαλκιά - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου