Τι μου
συμβαίνει; Δεν πιστεύω στα μάτια μου. Γύρω μου ατέλειωτο γκρι, σκληρό, βαρύ
γκρίζο. Νιώθω το μυαλό μου θολό, δυσκολεύομαι να σκεφτώ, σαν μια σκιά να έχει
απλώσει τα πλοκάμια της πάνω μου και να με εμποδίζει να δω καθαρά. Προσπαθώ να
συνειδητοποιήσω τι έχει γίνει από την ώρα που έπεσα για ύπνο. Πού είμαι; Πώς
βρέθηκα εδώ; Δίπλα μου τεράστιοι γκρίζοι τοίχοι γέρνουν πάνω μου απειλητικοί .
Ανάμεσά τους μικρά μαύρα ανοίγματα…
Λαβύρινθος. Είμαι μέσα σε έναν λαβύρινθο;
Και τι γράφει εκεί; Το διαβάζω ξανά, αργά, για να σιγουρευτώ. «Έχετε μία ώρα
για να βγείτε. Μην αγγίξετε τους τοίχους». Γιατί άραγε; Τι θα συμβεί μετά; Κι
αν πιάσω τον τοίχο; Στο μυαλό μου σχηματίζονται εικόνες φρίκης, με παρανοϊκούς
δολοφόνους που ηδονίζονται να βλέπουν πανικόβλητο το θύμα τους να παλεύει μάταια
για την σωτηρία του. Ή με πεινασμένα τέρατα που ψάχνουν και βρίσκουν εύκολα την
αβοήθητη λεία τους. Μα τι σκέφτομαι; Υπάρχουν τέρατα; Έχω χάσει κάθε αίσθηση
της πραγματικότητας, δεν ξέρω πια τι είναι αληθινό και τι όχι.
Με πιάνει
κρίση πανικού. Τα μέλη μου μουδιάζουν απότομα, η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει
δυνατά και ακανόνιστα. Ένα ζεστό κύμα απλώνεται από το στήθος στα χέρια μου. Η
αδρεναλίνη κυλάει ανεξέλεγκτη μέσα μου. Νιώθω να ζαλίζομαι. Κάθομαι στο χώμα
και αρχίζω να παίρνω βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Μια ξαφνική αδυναμία
παγιδεύει το κορμί μου και εμποδίζει την κάθε μου κίνηση. Με δυσκολία σκουπίζω
το ιδρωμένο μέτωπό μου. Πρέπει να συνέρθω γρήγορα, να βρω τρόπο να βγω έξω από
εδώ. Σηκώνομαι αργά και προχωράω προς το άνοιγμα. Κοιτάζω ανάμεσα στον τοίχο. Θολά
όλα, δεν βλέπω καλά τι έχει πίσω. Απελπίζομαι. Πώς θα μπω εκεί μέσα αν δεν
βλέπω τι υπάρχει; Κι αν από λάθος ακουμπήσω τον τοίχο; Αρχίζω να αναπνέω πιο
γρήγορα. Νομίζω ότι θα τρελαθώ. Δε θέλω να πεθάνω…
Το
ένστικτο της επιβίωσης με χαστουκίζει δυνατά. «Πάλεψε» ουρλιάζει στο κεφάλι
μου. Προσπαθώ να καταστρώσω ένα σχέδιο διαφυγής. Ξέρω ότι με το παραμικρό λάθος
θα περιπλανιέμαι άσκοπα και θα γυρίζω γύρω γύρω χωρίς ελπίδα. Αφουγκράζομαι το
χώρο γύρω μου. Δεν ακούω τίποτα. Χτυπάω τα χέρια μου. Πάλι δεν ακούω τίποτα.
Δεν υπάρχει ίχνος ήχου εδώ μέσα. Η σιωπή είναι τόσο σκληρή που μου τρυπάει το τύμπανο.
Ξαφνικά νιώθω πόνο. Ρουφάω αέρα από τη μύτη και ψάχνω ίχνη από μυρωδιές που θα
με βοηθήσουν ίσως να καταλάβω πού βρίσκομαι ή
πού θα μπορούσα να πάω. Δεν μυρίζει τίποτα. Δύο αισθήσεις εντελώς
νεκρές. Οι υπόλοιπες περιορισμένες. Μισός άνθρωπος χωρίς αισθήσεις
εγκλωβισμένος σε ένα λαβύρινθο - κελί.
Ξαφνικά
μου έρχεται μια ιδέα. Πρέπει να ανακαλύψω από τι υλικό είναι φτιαγμένος ο
τοίχος. Γιατί η πινακίδα απαγορεύει να ακουμπήσει κανείς τον τοίχο; Κι αν δεν
είναι τσιμέντο; Αν ακουμπώντας τον πέφτει; Πλησιάζω το χέρι μου και το τραβάω
απότομα πίσω. Κι αν έχει ηλεκτρικό ρεύμα; Ένας τρόπος υπάρχει να μάθω. Βγάζω το
παπούτσι μου και στρέφομαι προς τον τοίχο. Το εκτοξεύω με όση δύναμη έχω πάνω
του βγάζοντας μια απελπισμένη κραυγή. Ο τοίχος σωριάζεται. Φως βγαίνει από τα
χαλάσματα. Βάζω το χέρι στα μάτια μου να προστατευτώ.
Το
εκτυφλωτικό φως πλημμυρίζει το χώρο. Ο τρομακτικός θόρυβος του λαβύρινθου που
διαλύεται σαν ντόμινο μου παίρνει τα αυτιά. Ο ένας τοίχος πέφτει πάνω στον
άλλον και γίνεται θρύψαλα, μικρά κρυστάλλινα κομματάκια που πέφτουν στο χώμα
και εξατμίζονται σαν καπνός. Η μυρωδιά
του φρέσκου αέρα μου χαϊδεύει τα ρουθούνια. Η σκόνη και ο καπνός αραιώνουν και
διαπιστώνω ότι βρίσκομαι στο κέντρο μιας αρένας. Γύρω μου κόσμος να
ζητωκραυγάζει, να επευφημεί, να χειροκροτεί όρθιος. Εμένα;
Νιώθω
χαμένος. Κοιτάζω την τεράστια γιγαντοθόνη στην μία πλευρά του σταδίου και βλέπω
το όνομά μου δίπλα στον τίτλο «Νικητής». Νίκησα; Τι νίκησα; Μια δυνατή φωνή
ακούγεται από το μεγάφωνο. «Κυρίες και κύριοι ο νικητής του παιχνιδιού είναι ο
Νίκολας Τ.» Οι φωνές και τα χειροκροτήματα έγιναν πιο έντονα. Νιώθω χαμένος. Εκτός
από το όνομά μου δεν αναγνωρίζω τίποτα άλλο…
Κοιτάζω γύρω μου ξαφνιασμένος και βλέπω έναν ψηλό κουστουμαρισμένο άνδρα
να με πλησιάζει χαμογελαστός. «Μπράβο σου αγόρι μου» μου λέει. «Ήσουν ο μόνος
που αψήφησε το σύστημα και δεν ακολούθησε τις οδηγίες. Έριξες τον τοίχο». Τον
κοιτάζω άφωνος, συνεχίζοντας να μην συνειδητοποιώ τι συμβαίνει, τόσο μπερδεμένος
που δεν μπορώ να μιλήσω… Το καταλαβαίνει και συνεχίζει. «Δουλεύω για το
υπουργείο Ευφυίας. Επιλέξαμε 100 αγόρια στην ηλικία σου για να συμμετέχουν στο
πείραμα Μπραντ. Εδώ και χρόνια διαπιστώναμε ότι η νέα γενιά είναι εθισμένη στην
παθητική υπακοή μηνυμάτων. Ψάχνουμε νέους ανθρώπους με πρωτότυπη σκέψη και
αντοχή στις δύσκολες συνθήκες, να εκπαιδευτούν για να χρησιμοποιηθούν σε
διάφορους τομείς της κρατικής μηχανής, στο στρατό, στην έρευνα, στη διοίκηση. Η
οικογένειά σου συμφώνησε, σε υπνωτίσαμε χωρίς να το γνωρίζεις και έτσι βρέθηκες
στο λαβύρινθο. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζεις». «Κι αυτοί δίπλα μου τι είναι;» τον
ρώτησα απορημένος. «Όλοι αυτοί που βλέπεις γύρω σου είναι άνθρωποι που έχουν
κερδίσει ανάλογα παιχνίδια ή καλύτερα πειράματα. Οι περισσότεροι είναι νέοι στη
φάση της εκπαίδευσης. Είναι οι εκλεκτοί που θα κυβερνήσουν τον κόσμο. Σε αυτούς
θα ανήκεις και εσύ. Έλα μαζί μου σε
περιμένει ξεκούραση και ένα γερό χρηματικό βραβείο, πριν την εκπαίδευση».
Τον
κοιτάζω όσην ώρα προσπαθώ να βάλω τα γεγονότα σε μια τάξη στο μυαλό μου. Ένα
παιχνίδι σε βάρος του μυαλού μου, χωρίς τη δικιά μου συναίνεση από τη μια, και
ένα «λαμπρό» μέλλον από την άλλη. «Κι αν δε θέλω να συμμετέχω σε όλο αυτό;» τον
ρωτάω. «Είσαι ελεύθερος να φύγεις» μου απαντά, «αλλά ποιος θα πετούσε έτσι την
ευκαιρία της ζωής του;»
«Αυτός
που δεν ακολούθησε τις οδηγίες» του λέω χαμογελώντας και απομακρύνομαι
ψάχνοντας την έξοδο.
Συγγραφέας: Σταυρούλα Τσούτσα - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου