

Με πιάνει
κρίση πανικού. Τα μέλη μου μουδιάζουν απότομα, η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει
δυνατά και ακανόνιστα. Ένα ζεστό κύμα απλώνεται από το στήθος στα χέρια μου. Η
αδρεναλίνη κυλάει ανεξέλεγκτη μέσα μου. Νιώθω να ζαλίζομαι. Κάθομαι στο χώμα
και αρχίζω να παίρνω βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Μια ξαφνική αδυναμία
παγιδεύει το κορμί μου και εμποδίζει την κάθε μου κίνηση. Με δυσκολία σκουπίζω
το ιδρωμένο μέτωπό μου. Πρέπει να συνέρθω γρήγορα, να βρω τρόπο να βγω έξω από
εδώ. Σηκώνομαι αργά και προχωράω προς το άνοιγμα. Κοιτάζω ανάμεσα στον τοίχο. Θολά
όλα, δεν βλέπω καλά τι έχει πίσω. Απελπίζομαι. Πώς θα μπω εκεί μέσα αν δεν
βλέπω τι υπάρχει; Κι αν από λάθος ακουμπήσω τον τοίχο; Αρχίζω να αναπνέω πιο
γρήγορα. Νομίζω ότι θα τρελαθώ. Δε θέλω να πεθάνω…
Το
ένστικτο της επιβίωσης με χαστουκίζει δυνατά. «Πάλεψε» ουρλιάζει στο κεφάλι
μου. Προσπαθώ να καταστρώσω ένα σχέδιο διαφυγής. Ξέρω ότι με το παραμικρό λάθος
θα περιπλανιέμαι άσκοπα και θα γυρίζω γύρω γύρω χωρίς ελπίδα. Αφουγκράζομαι το
χώρο γύρω μου. Δεν ακούω τίποτα. Χτυπάω τα χέρια μου. Πάλι δεν ακούω τίποτα.
Δεν υπάρχει ίχνος ήχου εδώ μέσα. Η σιωπή είναι τόσο σκληρή που μου τρυπάει το τύμπανο.
Ξαφνικά νιώθω πόνο. Ρουφάω αέρα από τη μύτη και ψάχνω ίχνη από μυρωδιές που θα
με βοηθήσουν ίσως να καταλάβω πού βρίσκομαι ή
πού θα μπορούσα να πάω. Δεν μυρίζει τίποτα. Δύο αισθήσεις εντελώς
νεκρές. Οι υπόλοιπες περιορισμένες. Μισός άνθρωπος χωρίς αισθήσεις
εγκλωβισμένος σε ένα λαβύρινθο - κελί.

Το
εκτυφλωτικό φως πλημμυρίζει το χώρο. Ο τρομακτικός θόρυβος του λαβύρινθου που
διαλύεται σαν ντόμινο μου παίρνει τα αυτιά. Ο ένας τοίχος πέφτει πάνω στον
άλλον και γίνεται θρύψαλα, μικρά κρυστάλλινα κομματάκια που πέφτουν στο χώμα
και εξατμίζονται σαν καπνός. Η μυρωδιά
του φρέσκου αέρα μου χαϊδεύει τα ρουθούνια. Η σκόνη και ο καπνός αραιώνουν και
διαπιστώνω ότι βρίσκομαι στο κέντρο μιας αρένας. Γύρω μου κόσμος να
ζητωκραυγάζει, να επευφημεί, να χειροκροτεί όρθιος. Εμένα;
Νιώθω
χαμένος. Κοιτάζω την τεράστια γιγαντοθόνη στην μία πλευρά του σταδίου και βλέπω
το όνομά μου δίπλα στον τίτλο «Νικητής». Νίκησα; Τι νίκησα; Μια δυνατή φωνή
ακούγεται από το μεγάφωνο. «Κυρίες και κύριοι ο νικητής του παιχνιδιού είναι ο
Νίκολας Τ.» Οι φωνές και τα χειροκροτήματα έγιναν πιο έντονα. Νιώθω χαμένος. Εκτός
από το όνομά μου δεν αναγνωρίζω τίποτα άλλο…

Τον
κοιτάζω όσην ώρα προσπαθώ να βάλω τα γεγονότα σε μια τάξη στο μυαλό μου. Ένα
παιχνίδι σε βάρος του μυαλού μου, χωρίς τη δικιά μου συναίνεση από τη μια, και
ένα «λαμπρό» μέλλον από την άλλη. «Κι αν δε θέλω να συμμετέχω σε όλο αυτό;» τον
ρωτάω. «Είσαι ελεύθερος να φύγεις» μου απαντά, «αλλά ποιος θα πετούσε έτσι την
ευκαιρία της ζωής του;»
«Αυτός
που δεν ακολούθησε τις οδηγίες» του λέω χαμογελώντας και απομακρύνομαι
ψάχνοντας την έξοδο.
Συγγραφέας: Σταυρούλα Τσούτσα - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου