

H Ιόλη, στο συγκινητικότερο μέρος του
έργου, άφησε τα μάτια της ελεύθερα, να γεμίσουν δάκρυα τα μάγουλά της. Κάθε
βράδυ, από εκείνη την τραγική μέρα τα ίδια. Ήταν μόνη πια. Άνοιξε τα μάτια και
κοίταξε θαρρετά τον εαυτό της στον καθρέφτη. Εκείνη υπέροχη μέσα στο κόκκινο
φόρεμά της. Με το αγαπημένο της βιολί που γένναγε τις μουσικές της ψυχής της.
Αλλά μόνη. Το πιάνο δίπλα της, άδειο. Με τη φωτογραφία του μόνο, να κυριαρχεί
στην καρδιά της. Και την εφημερίδα αφημένη στην πολυθρόνα δίπλα της. Κι εκείνη,
μόνη. Το τόνιζε το “μόνη” γιατί ήξερε. Το έβλεπε κάθε βράδυ αυτό που ερχόταν.
Της έτρωγε το κορμί, από μέσα προς τα έξω, έτσι το ένιωθε. Σαν σαράκι.
Προσπάθησε να ταξιδέψει στη μελωδία.
Έπαιζε για εκείνον. Και έφτασε στο φόρτε
της. Απογειώθηκε το δοξάρι με την ντελικάτη κίνηση της. Κι έκλεισε με φινέτσα.
Ακούστηκε ένα δυνατό χειροκρότημα. Όχι, όχι πάλι! Όχι ξανά, μονολόγησε.

Η Αρετή, η αγαπημένη της αδερφή, πιστή
φύλακας εκείνο το δύσκολο διάστημα, μπήκε στο σαλόνι, λαχανιασμένη. Έδωσε στην
Ιόλη το χάπι της, την πήρε αγκαλιά και περίμενε να ησυχάσει. «Έχασες το
χειροκρότημα σήμερα, Αρετή», της έλεγε μαλακά η Ιόλη. «Το έχασες».
«Με συγχωρείς καρδούλα μου, με συγχωρείς».
Ο τίτλος της παλιάς φθαρμένης εφημερίδας
δίπλα τους, έλεγε «τραγικό και άδικο τέλος για τον κορυφαίο πιανίστα που άφησε
την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο, μόλις στα 38 του χρόνια». Η Αρετή είχε
φροντίσει. Την επόμενη το πρωί, η Ιόλη θα έκανε εισαγωγή σ' ένα πολύ καλό
ίδρυμα αποκατάστασης ατόμων με ψυχικά νοσήματα. Εκεί ήταν κι ένας πολύ καλός
της φίλος, νευρολόγος - ψυχίατρος, οπότε θα ένιωθε ασφαλής.
Δέκα χρόνια μετά, ακριβώς την ίδια μέρα,
η Ιόλη στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του σαλονιού της. Ο καθρέφτης, ο ίδιος
αυτός καθρέφτης του παλιού σπιτιού της, ήταν εκεί και φανέρωνε το μαγευτικό
είδωλό της. Πρώτη φορά έβλεπε τον εαυτό της τόσο όμορφο και παράλληλα τόσο
μπερδεμένο. Κοιτούσε την Ιόλη απέναντί της και δεν ήξερε αν έπρεπε να
χαμογελάσει ή να κλάψει. Ντυμένη στα λευκά. Ένιωθε έναν ενθουσιασμό ανακατεμένο
με μια γλυκιά θλίψη. Μια γλυκιά ανάμνηση ίσως. Δεν ήξερε γιατί τον κρατούσε
ακόμα αυτόν τον καθρέφτη. Η αλήθεια είναι ότι ήταν το μοναδικό έπιπλο που είχε
πάρει από το παλιό της σπίτι. Το σπίτι που έζησε μ' εκείνον, τον αγαπημένο της
πιανίστα. Το σπίτι που προοριζόταν να σκεπάσει τον έρωτά τους. Τη μελωδική
αγάπη τους και τον συμφωνημένο ήδη γάμο τους, που δεν πρόλαβε ποτέ να πραγματοποιηθεί.
Τώρα τουλάχιστον, μπορούσε να το σκέφτεται και ν' αντέχει. Είχε προχωρήσει.
Είχε πάει, όχι ένα, αλλά εκατό βήματα παρακάτω, όπως έλεγαν οι ψυχολόγοι. Αλλά
η ίδια ήξερε. Είχε πάντα ένα κομμάτι της καρδιάς της κλειδωμένο. Της είχαν
μείνει και δυο μεγάλα σημάδια. Το ένα ήταν ότι δεν έπαιξε ποτέ ξανά βιολί και
το άλλο ο καθρέφτης, που για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να τον αποχωριστεί με
τίποτα. Σαν να είχε δική του υπόσταση και ψυχή. Δεν πίστευε σε τίποτα
μεταφυσικό η Ιόλη. Ίσως γι' αυτό να τρελάθηκε, να έχασε τα λογικά της τότε,
σκεφτόταν. Έτσι της έλεγε τουλάχιστον η Αρετούλα της. Η ευαίσθητη και γλυκιά
αδερφή της που έστεκε σαν βράχος την τελευταία δεκαετία. Η Ιόλη, δύο μήνες πριν
νοσηλευτεί, είχε κάνει αρκετά δύσκολη τη ζωή της αδερφής της και το γνώριζε
τώρα καλά. Τότε δεν το καταλάβαινε, ούτε θυμάται και πολλά. Τα περισσότερα της
τα έλεγε εκείνη. Όπως και τώρα, την παρακαλάει να διώξει αυτόν τον καθρέφτη. Η
Αρετή πιστεύει ότι δεν της κάνει καλό. Η Ιόλη τώρα στεκόταν ακίνητη απέναντι
του και ξαφνιάστηκε από ένα δροσερό αεράκι. Κοίταξε γύρω της. Όλα τα παράθυρα
κλειστά. Το δωμάτιο είχε αρκετό φως, ήταν νωρίς απογευματάκι κι εκείνη είχε
λίγο χρόνο μπροστά της. Είχε ετοιμαστεί μόνη της. Δεν ήθελε κανέναν σήμερα,
χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει απόλυτα. Ούτε την Αρετή, ούτε τις δυο καρδιακές
της φίλες. Κανέναν. Κι η ίδια αναρωτιόταν γιατί. Θα πήγαιναν απλά να την
παραλάβουν. Η αδερφή της και οι φίλες της πάντως, δεν επέμειναν. Είχανε μάθει
τελευταία τον κλειστό της χαρακτήρα και δεν της φέρνανε ιδιαίτερες αντιρρήσεις.
Εκείνη αγαπούσε τη μοναξιά της, μόνο που τώρα δεν είχε την μουσική της. Το είχε
ξεκαθαρίσει μέσα της, μετά από τόσες ώρες ψυχανάλυση. Ένιωθε ενοχές για χρόνια
που εκείνη υπήρχε, ενώ εκείνος όχι. Όσο κι αν θεραπευόταν, το κομμάτι της
μουσικής μέσα της δεν ήθελε να το ξεκλειδώσει και να το αφήσει ν' απλωθεί. Το
φοβόταν, το καταλάβαινε. Και το βιολί που της είχε χαρίσει η Αρετή μόλις
επέστρεψε, μετά από λίγους μήνες, από το ίδρυμα, το έθαψε σ' ένα πατάρι, ενός
από τα δωμάτια του επάνω ορόφου. Ήθελε να
πει ίσως το τελευταίο αντίο στον πιανίστα της; Ήθελε να πάρει την άδειά του;
Ίσως και να ένιωθε τύψεις. Γιατί εκείνη σήμερα παντρευόταν. Εκείνη προχωρούσε
στη ζωή της. Ίσως άργησε λίγο, αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Έτσι δε λένε; Τώρα
παρατηρούσε τον εαυτό της. Ήταν εκείνη κι ο καθρέφτης. Ένας ολόσωμος
επιδαπέδιος καθρέφτης, κατασκευασμένος από θαλασσόξυλα. Ένα πολύ ιδιαίτερο
έπιπλο, που έδινε ένα ξεχωριστό και μαγικό αέρα στο χώρο. Γύρισε στη μνήμη της,
η μέρα που της τον έκανε δώρο. Περπατούσαν ανέμελοι στα μαγαζιά, ξένοιαστοι,
γιατί είχαν σταματήσει για λίγους μήνες τις συναυλίες. Η Ιόλη, αντίκρισε τον
καθρέφτη και στάθηκε μπροστά στην γκαλερί. Έβγαλε μια κραυγή ενθουσιασμού.
Εκείνος κατάλαβε αμέσως. Πάντα καταλάβαινε. Ήταν ένα, οι δυο τους, μια ερωτική,
μαγική συμφωνία. Δεν είχε ζητήσει ποτέ δώρα, η Ιόλη. Μπήκανε μέσα και ο
πιανίστας της τον παρήγγειλε αμέσως. Ακόμα θυμόταν τα λόγια του ευγενικού
γκαλερίστα. «Το ξύλο και ειδικά το θαλασσόξυλο είναι διαχρονικό και ζωντανό
υλικό. Τα έπιπλα από θαλασσόξυλο έχουν το δικό τους χαρακτήρα και προσωπικότητα».
Τώρα κοιτούσε το είδωλο της, με πορτραίτο αυτό το μοναδικό θαλασσόξυλο. Είχε
διαλέξει ένα απλό λευκό φόρεμα σε ίσια γραμμή, μ' ένα διακριτικό μπούστο και
χρυσές τιράντες. Το ύφασμα, το αγαπημένο της μετάξι. Σε ένα μήνα θα έκλεινε τα σαράντα της χρόνια
και ο αγαπημένος της είχε κανονίσει να βρίσκονται ακόμα στο μήνα του μέλιτος,
πολύ μακριά. Η Ιόλη δεν ήξερε τον προορισμό. Γλυκός άνθρωπος ο Έκτορας.
Ευαίσθητος, ρομαντικός και υποστηρικτικός. Κι εκείνη τον είχε ερωτευτεί. Είχε
αφήσει να ξεκλειδώσει το κομμάτι της καρδιάς της, που ήταν χρόνια παγωμένο. Και
αφέθηκε. Περικυκλωμένη από τις τύψεις της, αλλά αφέθηκε. Η ζωή εξ' άλλου είναι
γλυκιά. Και είναι δώρο. Κανείς δεν μπορεί να της αντισταθεί και θα είναι προδοσία
εάν το κάνει.

«Δεν ακυρώνουμε, ούτε αμαυρώνουμε κανένα παρελθόν, επιλέγοντας να ζήσουμε», άρχισε να σκέφτεται τώρα τα λόγια της Αρετής, της αγαπημένης της αδερφής, που πίστευε σε θεούς κι αγγέλους. «Αντίθετα, όταν καταδικάζουμε τον εαυτό μας σ' ένα ψυχικό θάνατο, τότε ναι. Προδίδουμε αυτούς που μας αγάπησαν. Αυτούς που αιωρούνται ίσως δίπλα μας κι ας μην έχουν υλική ύπαρξη. Ζουν σε μια άλλη διάσταση, στη θεϊκή, σ' αυτήν που ημερεύει τις ψυχές και διώχνει φόβους και πληγές. Δώρο η ζωή και αμαρτία ν' αφήνεις τις στιγμές της αναπνοής να χάνονται χωρίς να τις βιώνεις», της έλεγε συνέχεια.

Συγγραφέας: Χριστίνα Αλεξίου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου