Η
Μαρία σηκώθηκε εκείνη τη μέρα με μια ηρεμία, που ούτε η ίδια δεν καταλάβαινε. Είχε
αποκοιμηθεί πάνω στο σπασμένο ξύλινο τραπέζι στο οποίο γράφανε προκηρύξεις με
τον πατέρα της, τον Αβραάμ. Δεν ήξερε πως είχε γίνει αυτό. Είχε κατέβει χθες
κρυφά για να συνεχίσει το έργο του πατέρα της, μα τα μάτια της είχαν βαρύνει.
Το χέρι της έτρεμε. Όχι από φόβο μην τους πιάσουν. Για φόβο μην χάσει τον
πατέρα της. Όσο κι αν της υποσχόταν πως δε θα έφευγε ποτέ από δίπλα της, εκείνη
μόνο και στην ιδέα τρομοκρατούταν. Και το προηγούμενο βράδυ πριν την καληνυχτίσει
το ίδιο της είχε υποσχεθεί. Δεν ήταν σίγουρη. Για πρώτη φορά το χαμόγελο της δε
μπορούσε να ξεπροβάλει. Δεν ήταν ανώριμη και αθώα, όπως τα άλλα κορίτσια. Ήξερε
τι συνέβαινε γύρω της. Ίσως να τους έπαιρναν και κείνους μια μέρα και να τους
στοιβάζανε σε αυτά τα τρένα, που κάποτε λάτρευε να ακούει τον ήχο τους. Ήταν
Εβραία. Κάποτε αυτό φάνταζε στα αυτιά της πολύ θετικό, αλλά τώρα την είχαν
κάνει να πιστέψει πως ήταν κατάρα. Σε τι υστερούσε από τους άλλους; Γιατί να
αξίζει να πεθάνει;
Με
βιαστικές κινήσεις ανέβηκε στην κουζίνα. Τα πόδια της δεν την βαστούσαν. Έπρεπε
να φάει κάτι. Το μάτι της κουζίνας ήταν ανοιχτό και η ρεβυθόσουπα έβραζε. Το
παράθυρο ήταν ανοιχτό και η κουρτίνα άτσαλα ήταν παραδομένη στις διαθέσεις του
ανέμου. Μια απόλυτη ησυχία πλανιόταν έξω και αυτό την τρόμαξε. Ούτε το κλάμα
του μικρού της αδερφού άκουγε. Φόρεσε το πανωφόρι που της είχε ράψει η γιαγιά
της, πριν τους αφήσει μια και καλή και ετοιμάστηκε να βγει έξω. Μα ένας δυνατός
κρότος την έκανε να πισωπατήσει και να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι. Το κορμί
της παλλόταν και στα αυτιά της ηχούσε ο κρότος. Με προσοχή ξεπρόβαλε και
κοίταξε πέρα την πλατεία. Εκεί που μόνο η κορυφή του πλατάνου φαινόταν από το
παραθύρι της. Καπνοί κάλυπταν την ατμόσφαιρα και δε μπορούσε να διακρίνει
τίποτα. Άλλος ένα κρότος έκανε τη Μαρία να πεταχτεί έξω από το σπίτι. Τα
παραθυρόφυλλα των σπιτιών ήταν ερμητικά κλειστά και κανείς δε κυκλοφορούσε. Το
βλέμμα της πήγαινε δεξιά και αριστερά ψάχνοντας απαντήσεις.
Μόλις
έφτασε στη γωνία στο μπακάλικο του κυρ Αντρέα, που καμιά φορά τον βοηθούσε με
τις ελάχιστες ιατρικές της γνώσεις, αντιμετώπισε το χειρότερό της εφιάλτη. Ο
πλάτανος του χωριού, που είχε περάσει τόσα πολλά, βρισκόταν παραδομένος στις
φλόγες. Πίσω του στέκονταν εκεί σε μια γραμμή όρθιοι όσοι Εβραίοι του χωριού
είχαν απομείνει έκλαιγαν σα μικρά παιδιά. Ακόμη και ο πατέρας της. Τρεις
Γερμανοί στρατιώτες τους σημάδευαν με όπλα. Έκανε να προχωρήσει, να πεταχτεί
μπροστά τους και να τους εμποδίσει, μα τα πόδια της είχαν κολλήσει στο έδαφος.
Ούτε να φωνάξει μπορούσε. Άκουγε το κλάμα του αδερφού της και η καρδιά της
κόντευε να σπάσει. Ήθελε να κλείσει τα μάτια μπροστά στο θέαμα. Δε μπορούσε.
«Να προσέχεις» ακούστηκε σπαρακτική η φωνή του πατέρα της και σα να την
κοίταξε. Για τελευταία φορά. Μέχρι να ακουστούν συνεχόμενοι ήχοι. Ήχοι
πυροβολισμών. Είδε την οικογένειά της να πέφτει χάμω μαζί με τους πιο
αγαπημένους της φίλους. Είδε το αίμα να κυλά στις πλάκες της πλατείας και
σπίθες από τον πλάτανο να πετάγονται στα άψυχα κορμιά. Εικόνες φρίκης που δε
μπόρεσε να εμποδίσει. Οι Γερμανοί τους πλησίασαν και τους έφτυσαν. Ύστερα
γέλασαν με την ψυχή τους και η ήταν η πρώτη φορά που η Μαρία ένιωσε το μίσος
μέσα της. Δάκρυα έπεφταν δίχως να τα ελέγχει. Δίχως θόρυβο.
Μόλις
εκείνοι οι απαίσιοι έφυγαν πήγε κοντά στους δικούς της. Και τότε ακούστηκε.
Θρήνησε με όλη της τη δύναμη. Το σώμα της σπάραζε πάνω στα νεκρά κορμιά τους
μέχρι που άκουσε τον αδερφό της να κλαίει. Ήταν ζωντανός. Τον πήρε στην αγκαλιά
της και τον έσφιξε με μια δύναμη που ούτε η ίδια θυμόταν μετά από χρόνια που
την είχε βρει.
Συγγραφέας: Αθανασία Αλεξανδρίδη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου