Όταν ήμουν μικρή
αρνιόμουν να πάω για ύπνο. Η αλήθεια είναι πως δε μου άρεσε να κοιμάμαι. Ένιωθα
πως έχανα πολύτιμο χρόνο από τη δράση. Η γιαγιά μου για να με πάρει ο ύπνος,
συνήθιζε να μου αφηγείται ιστορίες με ήρωες γενναίους πρίγκιπες που νικούσαν
άγριους δράκους και με ένα φιλί χάριζαν τη ζωή σε όμορφες πριγκίπισσες. Ένα
βράδυ, όταν το παραμύθι τελείωσε, ρώτησα τη γιαγιά εάν είδε ποτέ της κανένα από
αυτά τα τέρατα.
«Άγγελε μου, οι
δράκοι ζουν μόνο στα παραμύθια», αποκρίθηκε.
Τα χρόνια πέρασαν
και κάπου στο τέλος της εφηβείας μου, η γιαγιά ταξίδεψε στα σύννεφα για να
γίνει όπως μου υποσχέθηκε, ο φύλακας άγγελός μου, Έφυγε αλλά άφησε στη ψυχή μου
όλο τον πολύχρωμό κόσμο της. Ακούμπησα δειλά το πόδι μου στο πρώτο σκαλί ενός
άλλου κόσμου, εκείνου των ενηλίκων και τα παραμύθια έγιναν μια τρυφερή ανάμνηση.
Χωρίς ακόμα καλά –
καλά να κατανοήσω την έννοια του έρωτα βρέθηκα μπλεγμένη στο αόρατο δίχτυ του
και βάδιζα με τα μάτια κλειστά και γεμάτη προσδοκίες για ένα μέλλον που πίστευα
ότι μου χρωστούσε τα πάντα. Ερωτεύτηκα και με ερωτεύτηκαν. Πολύ. Αποφοίτησα με
άριστα από τη νομική και βρήκα αμέσως δουλειά. Σημείωνα συνεχή άνοδο, σε σημείο που υπήρχαν
φορές που δεν προλάβαινα να καταλάβω πότε με αντάμωνε μια καινούρια επιτυχία.
Κάθε φορά που έβαζα
κάποιο στόχο, είτε επαγγελματικό είτε προσωπικό, τον ακολουθούσα με προσήλωση
μέχρι που τον κατακτούσα. Βέβαια οφείλω να ομολογήσω πως πολλές φορές η τύχη
μου χαμογελούσε και άνοιγε για μένα μια εγκάρδια αγκαλιά.
Παρόλη την ασχήμια
όμως που συναντούσα στη δουλεία μου, η ματιά μου παρέμενε καθαρή. Πίσω από κάτι θαμπό έψαχνα να βρω την
χαμένη του λάμψη για να την αναδείξω. Όσο λοιπόν πρόβαλε σκληρός ο κόσμος γύρω
μου, εξακολουθούσα να φυλάω στην τσέπη μου μια χούφτα χρυσόσκονη και να
πασπαλίζω κάθε τι στο οποίο η συνείδησή μου επαναστατούσε να συμφιλιωθεί. Προχωρούσα
τη ζωή μου έτσι, με την πεποίθηση πως οι άνθρωποι κατά βάση είναι καλοί. Οι
φίλες μου υποστήριζαν ότι αυτή είναι μια ουτοπική αντίληψη και περίμεναν πως θα
έφτανε μοιραία κάποτε η στιγμή για να την αναιρέσω.
Γι’ αυτό και όταν
κάποτε διάβασα την ουμανιστική θεωρία του Rogers, ενθουσιάστηκα τόσο πολύ που
την έτριψα θριαμβευτικά στην μούρη τους. Βέβαιη πια πως οι δικές μου αντιλήψεις
ήταν οι σωστές και έχοντας τη διαβεβαίωση ενός σπουδαίου επιστήμονα που μέσω
των συγγραμμάτων του τις κατοχύρωνε ως αληθινές, συνέχισα να υπερασπίζομαι τις
απόψεις μου. Έτσι φρόντιζα να διαχωρίζω την ουσία από την επιφάνεια και τις
προθέσεις από την τελική κατάληξη των γεγονότων. Χρέωνα τις κακές πράξεις των πελατών
μου στη λάθος στιγμή και στην αδυναμία τους να κουμαντάρουν τα κατώτερα
ένστικτα που τους χειραγωγούσαν, επιβάλλοντας τις επιθυμίες τους. Τις
περισσότερες φορές, έβρισκα συμμάχους σε αυτή μου την προσπάθεια τους δικαστές,
χαρίζοντάς μου έτσι μια επιπλέον νίκη που προσμετρούσε στην άνοδό μου στην
ιεραρχική σκάλα της ανέλιξης.
Ο διευθυντής μου
συχνά με επευφημούσε και έλεγε ακόμα και μπροστά σε τρίτους πως είμαι το αστέρι
του δικηγορικού του γραφείου. Μέχρι που έφτασε η μέρα της αναίρεσης.
Ήταν μια απλή
Δευτέρα αρχές Φεβρουαρίου, όταν ένας γεροδεμένος μεσήλικας, με ακριβό κοστούμι,
καλογυαλισμένα παπούτσια και πούρο, στάθηκε μπροστά στην πόρτα μου και
χαιρέτησε με μια σφικτή χειραψία το αφεντικό μου.
«Αμαλία, θέλω να
προσέξεις ιδιαίτερα τον κύριο», μου είπε, «Είναι φίλος και διακεκριμένος
γιατρός», συμπλήρωσε κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Ο κύριος άπλωσε
στην πολυθρόνα απέναντί μου, τόνισε πόσο πολύ εφησυχασμένος ένιωσε μόλις
κατάλαβε ότι θα είμαι η δικηγόρος του αφού, καθώς είπε, άκουσε τα καλύτερα για
μένα.
Η αφήγησή του ήταν
σύντομη δίνοντάς μου την εντύπωση ότι δυσανασχετούσε που έπρεπε να ασχοληθεί με
αυτήν. Χωρίς κομπασμό και με υπεροπτικό ύφος, αναφέρθηκε στα γεγονότα που
οδήγησαν την «δούλα» του, όπως την αποκάλεσε, να τον μηνύσει και να απαιτεί από
αυτόν ακόμα και χρηματική αποζημίωση! Εξιστορώντας μου τα γεγονότα, ανέφερε πως
αναγκάστηκε έπειτα από πιέσεις της συζύγου του να προσλάβει μια κοπέλα από τη
Μαλαισία για τις βαριές δουλειές του σπιτιού. Του έφεραν λοιπόν από την
Υπηρεσία Αλλοδαπών ένα «ζώoν» που δεν ήξερε
γρι ελληνικά και ήταν αδύνατον να συνεννοηθεί μαζί της με αποτέλεσμα να κάνει
συνεχώς λάθη. Θεωρούσε απόλυτα φυσιολογικό να την προσβάλει δημόσια εφόσον
εκείνη δεν καταλάβαινε και ήταν κάτι που πρόσφερε γέλιο στους φίλους του.
Πολύ σύντομα, ανακάλυψε
εντελώς τυχαία όπως είπε, ότι κάθε φορά που την χαστούκιζε ή την άρπαζε από το
λαιμό, εκείνη συμμορφωνόταν και έκανε σωστά τη δουλειά της. Εφόσον λοιπόν αυτή
η «μέθοδος» λειτουργούσε, την εφάρμοζε
σχεδόν καθημερινά.
Κοίταξα τις
φωτογραφίες από το αστυνομικό τμήμα. Τα μελανιασμένα χέρια, τις πληγές στα
γόνατα και τα πρησμένα μάτια της κοπέλας με αιχμαλώτισαν σε ένα
επαναλαμβανόμενο μοτίβο. «Βρες του μια δικαιολογία», ούρλιαζε ο εγκέφαλός μου.
Φτάνοντας στο
τελευταίο και τελικό περιστατικό, ισχυρίστηκε πως εξαιτίας μιας πιεστικής μέρας
στη δουλειά, της γκρίνιας της κόρης του και ενός καυγά με τη σύζυγο, έχασε το
μέτρο και την κτύπησε λίγο περισσότερο απ’ ότι συνήθως.
Έσβησε το πούρο
του. Συνέχισε να μιλά. Είπε πως η «ηλίθια» τον εκνεύρισε σε τέτοιο βαθμό, ώστε
τον ανάγκασε να την αφήσει όλο το βράδυ να κοιμηθεί έξω στη βεράντα γιατί το
κρύο θα την σκληραγωγούσε και την επόμενη φορά που θα την ξυπνούσε στις
τέσσερεις τα χαράματα για να πλύνει το αμάξι του, θα το έκανε με ευχαρίστηση
και δε θα έφερνε καμία αντίρρηση.
«Βρες του αμέσως
μια δικαιολογία. Τώρα», συνέχισε ο εαυτός μου στο ίδιο μοτίβο. Στρίμωξα σε μια
γωνιά τις ευαισθησίες μου, τη γυναικεία αλληλεγγύη, τη συμπάθειά μου προς τις
μειονότητες και του βρήκα δικαιολογία. Είπα πως ήταν ένας άνθρωπος που η οργή
τον κυριαρχούσε. Δικαιολόγησα τη συμπεριφορά του θεωρώντας ότι ήταν πιεσμένος,
αδύναμος …
«Φαίνεται πολύ νέα.
Πόσο χρονών είναι;», σχολίασα αυθόρμητα.
«Είκοσι».
«Έχει οικογένεια;»
«Από την Υπηρεσία
Αλλοδαπών είπαν ότι έχει οκτώ αδέρφια. Τα μεγαλύτερα σκορπίστηκαν και
δουλεύουν. Στην Ελλάδα όμως δεν είναι κανένας άλλος».
Μου πέταξε μια
επιταγή με πενταψήφιο νούμερο και ζήτησε να κανονίσω να μην παρουσιαστεί στη
δίκη επειδή οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις δεν του έδιναν το περιθώριο να
σπαταλήσει περισσότερο χρόνο σε ασήμαντες λεπτομέρειες. Κοίταξε το ρολόι του
και πετάχτηκε από την καρέκλα.
«Ορίστε!
Καθυστέρησα. Τακτοποιείστε το ζήτημα. Να απελαθεί».
Γκρίνιαξε επειδή
ανάμεσα στα τόσα τρεχάματά που έχει χρειαζόταν εξαιτίας της να ψάχνει καινούρια
υπηρέτρια.
«Επιπλέον, τρέχω να
σβήσω και το πρόστιμο της κόρης μου».
«Για ποιό λόγο;»
«Μπα, τίποτα
σπουδαίο. Πάρκαρε σε στάση αναπήρων. Βλακείες!»
«Πόσο χρονών είναι
η κόρη σας;»
«Είκοσι, μικρό
κορίτσι, πού μυαλό»
Έκλεισε πίσω του
την πόρτα και έφυγε. Έμεινα μετέωρη να αναρωτιέμαι κατά πόσο εγώ και ο Rogers
έχουμε δίκαιο. Ναι. Βρήκα δικαιολογίες για τις πράξεις του. Πόσο όμως αυτές
αρκούν; Και η καλοσύνη; Η εναισθησία; Που να έχουν άραγε κρυφτεί; Σε ποιό
ξερονήσι να θάφτηκαν;
Στο μυαλό μου
ζωντάνεψαν οι ήρωες της γιαγιάς μου. Η ηχώ των παιδικών μου αναμνήσεων έφερε
στα αυτιά μου και πάλι τη φωνή της.
«Άγγελε μου, μη
φοβάσαι, οι δράκοι ζουν μόνο στα παραμύθια».
Έριξα μια ματιά
στις φωτογραφίες. Ασυναίσθητα σχηματίστηκε στο πρόσωπο μου ένα πικρό χαμόγελο
που το έσβησε κι αυτό ένας βαθύς αναστεναγμός.
Έκανες λάθος
αγαπημένη μου, συλλογίστηκα. Κι όμως υπάρχουν δράκοι πέραν απ’ τα παραμύθια.
Γύρω μας. Ζουν ανάμεσά μας. Πήραν ανθρώπινη μορφή, αλλά άνθρωποι δεν έγιναν
ποτέ.
Συγγραφέας: Μαρία Πηδιά - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου