Το σπίτι, στα περίχωρα του
Γουίντσεστερ, ήταν κάτι σαν ιερός Ναός για τον Τζο Κάρρικ. Μετακόμισε στη μικρή
πόλη, με τα γοτθικά κτίρια και τα αρχαία δάση, όταν η τράπεζα στην οποία
εργαζόταν, η LCB, κατέρρευσε
υπό την άθλια καθοδήγηση του προέδρου Μπάννινγκ. Από το παλιό του σπίτι, στο Μάντσεστερ,
δεν κράτησε τίποτα, παρά μόνο έναν διθέσιο, καρό καναπέ.
Το πλούσιο βιογραφικό του, δεν
πέρασε απαρατήρητο. Η θέση στο ταχυδρομείο ήταν δική του εξαρχής. Ήρεμη ζωή, σε
μια ήρεμη πόλη ήταν αυτό που χρειαζόταν ο Τζο. Οι κάτοικοι του Γουίντσεστερ,
φιλικοί και ευγενικοί, τον αποδέχθηκαν αμέσως. Οι πλούσιοι θρύλοι και μύθοι,
έκαναν την πόλη μια εύκολη επιλογή, για τον επόμενο σταθμό της ζωής του.
Ανέκαθεν ελκόταν από το παραφυσικό και τα μυστήρια. Σαν δημοσιογράφος,
επισκεπτόταν τους μεγάλους, σε ηλικία, κατοίκους, οι οποίοι ευχάριστα
μοιράζονταν μαζί του τις αρχαίες ιστορίες για τα ξωτικά, που κατοικούν στις
βελανιδιές.
Οι ιστορίες ξεκίνησαν από τους
Ρωμαίους, όταν έχτισαν τον οικισμό Venta
Belgarum. Αργότερα
μετονομάστηκε σε Γουίντσεστερ, με την έλευση του Σερ Όραμ, ενός ευγενούς από
την αυλή του Έσσεξ. Οι Ρωμαίοι είχαν διαταράξει τα πνεύματα του αρχαίου δάσους
με αποτέλεσμα, μια ολόκληρη λεγεώνα, να χαθεί χωρίς ίχνος. Έκτοτε οι θρύλοι
πολλαπλασιάστηκαν. Άλλοι ανέφεραν μικρά, ξωτικά που προστάτευαν την περιοχή και
όποιον συμμεριζόταν τον σκοπό τους. Άλλοι πάλι, έκαναν λόγο για αδηφάγα
πλάσματα που κλέβουν και κατακρεουργούν τους εισβολείς.
Ο Τζο ξεκινούσε την μέρα του,
από νωρίς το πρωί, με μια ζεστή κούπα καφέ. Πήγαινε στο ταχυδρομείο και
επέστρεφε αργά το μεσημέρι. Καθόταν ώρες στον καναπέ και διάβαζε τα αμέτρητα
βιβλία που είχαν μετατρέψει την εξοχική κατοικία, σε μια μικρή βιβλιοθήκη. Στις
7 ακριβώς, ήταν η ώρα για το τσάι. Ένα διάλειμμα από το διάβασμα, το οποίο συνοδευόταν
με μια επίσκεψη σε κάποιον γείτονά του. Το βράδυ, καθόταν πάλι στον καναπέ και
συγκέντρωνε τα στοιχεία, που είχε περισυλλέξει, με την μορφή ενός ημερολογίου.
Ήταν μια Τρίτη του Νοέμβρη, με
το ψιλόβροχο να αναδύει την μυρωδιά του χώματος, όταν ο Τζο επέστρεψε στο
σπίτι, μετά από ακόμη μια μέρα στο ταχυδρομείο. Καθώς κρεμούσε το παλτό του,
μια δυσάρεστη αίσθηση τον πλημμύρισε. Κάτι έλειπε από το σπίτι, και αυτό δεν
ήταν άλλο, από τον αγαπημένο του καναπέ. Ζούσε αρκετά στην πόλη ώστε να
γνωρίζει ότι δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος να τον κλέψει. Άλλωστε το σπίτι δεν
έδειχνε σημάδια παραβίασης. Τα πάντα ήταν στην θέση τους, τακτοποιημένα.
Οι λιγοστοί αστυνομικοί της
πόλης, τριγυρνούσαν στο σπίτι και την αυλή ξύνοντας το κεφάλι τους. Καθώς ο Τζο
συνομιλούσε μαζί τους, το βλέμμα του έπεσε στο παράθυρο του γερο-Τέρενς, τον
γείτονα από την απέναντι κατοικία. Καληνύχτισε τους αστυνομικούς, οι οποίοι τον
διαβεβαίωσαν διστακτικά ότι θα κάνουν ότι μπορούν για να τον βοηθήσουν, και
έτρεξε αμέσως στην πόρτα του συμπαθητικού γεράκου.
Ο Τζο εκνευριζόταν όλο και πιο
πολύ, όσο άκουγε τις ασυναρτησίες του γερό-Τέρενς. Του μίλησε αρκετές φορές
άσχημα, πριν ηρεμήσει και αποφασίσει να ακολουθήσει τον τρελό γεράκο στο δάσος.
Προχωρούσαν ανάμεσα στις
παλιές βελανιδιές και ο Τζο από ντροπή δεν μπορούσε να κοιτάξει τον Τέρενς. Πως
μπόρεσε και τα έβαλε με αυτόν τον άνθρωπο; Τι φταίει ένας γεράκος με μαγκούρα
και ζωηρή φαντασία για την χαμένη βολή[i] του;
Όταν κατάφερε να τον κοιτάξει,
εκείνος χαμογελώντας του έδειξε με το δάχτυλό του, την πιο παχιά βελανιδιά. Σε
δύο χοντρά κλαδιά στηριζόταν ο διθέσιος, καρό, αγαπημένος καναπές του Τζο.
Φαντάστηκε ότι κάποιος του έκανε πλάκα, κάποιος συνάδελφος ίσως ή ένας
γείτονας. Ο Τζον Πέρσι θα μπορούσε κάλλιστα να έχει βάλει το χέρι του, ο
γνωστός πλακατζής, που καταστρέφει στο διάβα του την ηρεμία της πόλης. Ο
γερό-Τέρενς όμως ψέλλισε μονάχα μία λέξη, «ξωτικά». «Αυτά τα μικρά, άτακτα
πλασματάκια σε συμπαθούν φίλτατε Τζο.»
Ο Τζο κάθισε τον γεράκο σε μια
μεγάλη ρίζα του δέντρου, που εξείχε από το έδαφος, και τον παρακάλεσε να μείνει
εκεί μέχρι να φέρει κάποιους να τον βοηθήσουν με την μεταφορά του καναπέ. Ο
Τέρενς ήταν κάθετος! Δεν θα έπρεπε κανείς να φέρει αντίρρηση στα ξωτικά. Αφού
ήθελαν τον καναπέ εκεί, πάνω στην βελανιδιά, εκεί θα έπρεπε να μείνει. Όμως ο
Τζο δεν ήταν διατεθειμένος να τον ακούσει. Δεν πίστευε άλλωστε σε μύθους, απλά
του άρεσε να τους ακούει και να ψάχνει ένα νόημα για την ύπαρξή τους.
Μόλις μετά από μισή ώρα,
τέσσερις άντρες έφτασαν στο σημείο του δάσους, ανάμεσά τους και ο Τζο.
Σκαρφάλωσαν και κατέβασαν τον καναπέ από το δέντρο, τον φόρτωσαν σε ένα
φορτηγάκι και τον μετέφεραν και πάλι στην θέση του.
Ο Τέρενς δεν έχανε ευκαιρία να
υπενθυμίζει στον Τζο το κακό που έχει προκαλέσει. Οι μέρες περνούσαν αλλά
τίποτα δεν φαινόταν να συμβαίνει. «Γερό-Τέρενς φαντασιόπληκτε, δεν υπάρχουν
ξωτικά, μονάχα σκανταλιάρηδες άνθρωποι», σκεφτόταν κάθε φορά που καθόταν στον
καναπέ για να διαβάσει. Ωστόσο το μυστήριο δεν είχε ακόμα διαλευκανθεί. Κανένας
από τους κατοίκους της μικρής πόλης του Γουίντσεστερ δεν είδε ή άκουσε κάτι, ή
δεν ήθελε να παραδεχτεί.
Ένα πρωί ο Τζο δεν εμφανίστηκε
στο ταχυδρομείο. Ένας από τους συναδέλφους του και στενός φίλος, ο Γουέιν τον
έψαξε στο σπίτι του, όμως δεν ήταν κανείς εκεί. Έσπασε την πόρτα και μπήκε αλλά
το σπίτι ήταν άδειο. Κόκκινοι λεκέδες στον καναπέ του απέσπασαν την προσοχή. Με
μια πιο κοντινή ματιά συνειδητοποίησε ότι ήταν αίματα. Ο γερό –Τέρενς που τον
είδε να μπαίνει στο σπίτι τον ακολούθησε και με τρεμάμενη φωνή φώναξε «ξωτικά»
πριν σωριαστεί στο πάτωμα.
‘Όταν συνήρθε οδήγησε τον
Γουέιν και άλλους που είχαν μαζευτεί στο σπίτι, θορυβημένοι από την
εξαφάνιση του Τζο, πίσω στο δάσος.
Παγωμένοι, ανήμποροι να μιλήσουν κοιτούσαν τα μέλη του Τζο διάσπαρτα να
κρέμονται πάνω στο δέντρο. Κανένας δεν τόλμησε να σκαρφαλώσει και να τα
κατεβάσει, ούτε καν οι αστυνομικοί που μόλις είχαν φτάσει.
Μια ψαλμωδία, σε μια παλιά
σαξονική διάλεκτο, βγήκε από τα στόματα όλων, καθώς έστρεψαν την πλάτη τους και
βημάτιζαν αργά πίσω στην πόλη. Κανένας δεν ξαναμίλησε για το συμβάν και η ζωή
στην πόλη συνεχίστηκε από εκεί ακριβώς που σταμάτησε. Όπως γινόταν πάντα.
Κανένας δεν φέρνει αντίρρηση στα ξωτικά.
[i] Βολεψιά,
άνεση
Συγγραφέας: Βασίλης Μυλωνάς - Σπουδαστής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου