Κάποτε, σε μια
πολιτεία όχι πολύ μακριά από εδώ ξέσπασε ένας μεγάλος καβγάς. Όχι από τα
αφεντικά του σπιτιού μα από τα κατσαρολικά.
«Φύγε από ‘δω
χοντρή! Μας πιάνεις το χώρο» φώναξε το μπρίκι στην κατσαρόλα.
«Τι μας λες; Δε
βλέπεις πως είσαι εσύ;»
«Ένα κομψό,
μικρόσωμο και χαριτωμένο μπρικάκι είμαι» απάντησε εκείνο όλο νάζι και γοητεία.
«Είσαι τόσο μικρό
που σε σένα τίποτα δε χωρά να βράσει»
«Ε! Σταματήστε
επιτέλους» μπήκε το τηγάνι στην κουβέντα. Δεν άντεχε να τους ακούσει να τσακώνονται
έτσι.
«Μμμ, μίλησε και ο
κεφάλας!» είπε το μπρίκι.
«Μα κοιτάξτε τι
κορμί έχω! Είμαι αδύνατος, κομψός και με δυο μέτρα μπόι»
«Κορμί λεπτό και
από πάνω μια κεφάλα να!»
«Κουράστηκα να σας
ακούω! Πότε θα μάθετε πια πως εγώ είμαι το πιο όμορφο, το πιο χρήσιμο και το
πιο αγαπητό σκεύος;» φώναξε τα ταψί όλο σιγουριά.
«Από πού κι ως
που, παρακαλώ;» ρώτησαν με μια φωνή τα υπόλοιπα.
«Είμαι το πιο
άνετο. Τα πάντα χωράνε σε εμένα. Πέννες, πατάτες, κοτόπουλο, ψάρια, λαχανικά,
όλα! Χωράνε και χωρίς να στριμώχνονται. Άσε που με προτιμούν όλοι γιατί ψήνω
ελαφριά και υγιεινά».
«Μα πιάνεις χώρο
στο ντουλάπι. Είσαι και εσύ χοντρό σα την κατσαρόλα».
«Μη μιλάτε έτσι
για τη μαμά μου» παραπονέθηκε το μικρό κατσαρολάκι.
Και από τις φωνές
τις πολλές, βγαίνανε φωτιές μέσα στο ντουλάπι. Φωτιές από θυμό. Όλοι είχαν
θυμώσει με το μπρίκι και τις κουβέντες
που έλεγε. Τόσες πολλές φωτιές που παραλίγο να καεί το ντουλάπι.
«Μα τι φωνές είναι
αυτές;» αναρωτήθηκε η νοικοκυρά σα μπήκε στην κουζίνα. Άνοιξε τα παράθυρα και
τη πόρτα. Βγήκε στο μπαλκόνι, κοίταξε κάτω στο δρόμο μα κανείς δε φώναζε.
Μπαίνει ξανά μέσα και συνειδητοποιεί πως οι φωνές δυνάμωναν όλο και περισσότερο.
«Μα τι συμβαίνει; Μόνη
μου είμαι στο σπίτι. Ποιος φωνάζει;»
«Ε ψιτ κυρία!» της
μίλησε η κουτάλα.
«Τι έγινε;»
«Οι φωνές έρχονται
από αυτό το ντουλάπι»
«Ε;»
«Άνοιξε καλέ κυρία
και θα δεις!»
Και σαν έκανε η
νοικοκυρά να ανοίξει το ντουλάπι, το έκλεισε αμέσως. Δε πίστευε στα μάτια μα
ούτε και στα αυτιά της. Έπρεπε να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη μα δεν ήξερε
από πού να αρχίσει. Ξανάνοιξε λοιπόν αποφασισμένη αυτή τη φορά να βάλει ένα
τέλος σε αυτό τον καβγά. Το μπρίκι χοροπηδούσε επιδεικτικά πέρα δώθε και κορόιδευε
τα υπόλοιπα. Εκείνα θύμωναν όλο και πιο πολύ. Προσπαθούσαν να βρουν το δίκιο
τους. Ναι ίσως το μπρίκι να ήταν πιο μικρό, πιο αδύνατο μα πως θα γίνει; Δε
γίνεται όλα να είναι σαν εκείνο.
«Σταματήστε εδώ
και τώρα! Τι πράγματα είναι αυτά;» φώναξε η νοικοκυρά.
«Μμμππππρρρρρρ»
μιλούσαν όλοι μαζί μα η νοικοκυρά δεν μπορούσε να ακούσει καθαρά τι της έλεγαν.
«Μη μιλάτε όλοι
μαζί. Δε μπορώ να σας καταλάβω. Ακούστε με όμως τώρα. Μη τσακώνεστε για αυτόν
τον λόγο! Όλους σας χρειάζομαι. Ο καθένας σας είναι μοναδικός και φτιαγμένος
για έναν ιδιαίτερο σκοπό. Σε εσένα μπρίκι
βράζω το αυγό μου. Σε εσένα κατσαρόλα βράζω τα μακαρόνια μου. Σε εσένα ταψί μου
ψήνω το κοτόπουλο. Σε εσένα μικρό μου κατσαρολάκι βράζω το ρυζάκι μου». Τα σκεύη
σαν άκουσα αυτά τα λόγια είχαν μείνει όλα άφωνα. Πόσο πολύ τους αγαπούσε η
κυρία τους και εκείνα τσακώνονταν χωρίς λόγο, για να βρουν ποιο είναι πιο
αγαπητό σε εκείνη.
Όλοι πείστηκαν από
τα λόγια της νοικοκυράς εκτός από αυτό το πεισματάρικο και ξεροκέφαλο μπρίκι.
Ήταν σίγουρο πως μόνο εκείνο αγαπούσε η κυρία του. Τότε γεμάτο αυτοπεποίθηση
της είπε:
«Έλα παραδέξου το.
Εμένα αγαπάς πιο πολύ από όλα. Το έχεις αποδείξει άλλωστε με τις πράξεις σου»
«Εγώ; Ποτέ!»
«Κάθε φορά που έρχονται
οι φίλες σου εδώ για φαγητό τρέχεις να πλύνεις και να κρύψεις τους υπόλοιπους
μέσα στο ντουλάπι. Και τις κατσαρόλες και το ταψί και το τηγάνι. Δε θέλεις να
τους δείχνεις. Ενώ μόλις έρθουν οι φίλες σου και ψήνεις τον καφέ, δε τρέχεις να
με φυλάξεις γρήγορα στο ντουλάπι. Με αφήνεις πάνω στο πάγκο και με βλέπουν όλες
οι φίλες σου. Σωστά; »
«Τα πράγματα δεν είναι
όπως τα λες. Τους φίλους σου τους κρύβω γιατί μαγειρεύω από το πρωί και προλαβαίνω
να τους τακτοποιήσω μέχρι να έρθουν οι δικές μου οι φίλες ενώ τον καφέ τον ψήνω
εκείνη την ώρα που έρχονται. Και δεν είναι καθόλου ευγενικό να έχει έρθει η
φίλη μου, να μου μιλά και εγώ να πλένω εσένα.»
«Καλέ εσύ μας
αγαπάς στα αλήθεια» είπε συγκινημένο το μικρό μπρικάκι.
«Εμπρός λοιπόν!
Αγκαλιαστείτε! Και δώστε υπόσχεση. Να μη μαλώσετε ποτέ ξανά». Αφού δεν είχαν
χέρια να αγκαλιαστούν, σκέφτηκαν το εξής: Μέσα στο ταψί μπήκε το τηγάνι. Μέσα
στο τηγάνι, η κατσαρόλα. Μέσα στην κατσαρόλα, το κατσαρολάκι και μέσα στο
κατσαρολάκι, το μπρίκι. Και με τις
αγκαλιές και τα γέλια το έριξαν στο τραγούδι και δε μάλωσαν ποτέ ξανά.
μα
είμαστε σαν ένα
εμάς
δε θα μας χωρίσει
εμπόδιο
κανένα
Αγαπημένοι
θα ‘μαστε
φίλοι
εμείς για πάντα
κι
αν έρθει γκρίνια ξαφνικά
την
βγάζουμε στη μπάντα»
Συγγραφέας: Βασιλική Βεντουρή - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου