Η
Δανάη άνοιξε τα μάτια της και είδε φως, εκτυφλωτικό φως. Ανοιγόκλεισε κανά δυο
φορές τα βλέφαρα και μετά προσπάθησε να τα σταθεροποιήσει. Άρχισε να καθαρίζει
το τοπίο. Μα πού βρισκόταν; Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν η νταλίκα
μπροστά της. Και ο εκκωφαντικός θόρυβος. Ήταν σίγουρη όμως, τα θυμόταν όλα.
Ένιωσε τον πόνο της συντριβής. Λες και συνέβησαν σε αργό ρυθμό, σαν τις
ταινίες. Είχε χτυπήσει στα πλευρά, στο πόδι, στην πλάτη ίσως, στο κεφάλι
σίγουρα. Σαν από ένστικτο κουνήθηκε πρώτα, αλλά όλως περιέργως, καμία αίσθηση.
Άρχισε να κοιτάζει γύρω της. Δεν είναι δυνατόν! Βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρά
της και ήταν στο ταβάνι. Δεν γίνεται, δε συμβαίνει! Αιωρούνταν. Ήταν ψηλά, δεν
πατούσε στο έδαφος. Άρχισε να μουρμουρίζει πανικόβλητη “πέθανα τελικά, αυτό
είναι, πέθανα. Κι εδώ, τι θέλω εδώ;” και άρχισε να στριφογυρίζει γύρω από τον
εαυτό της. Ούρλιαξε και ξαφνικά σταμάτησε. Κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα, ούτε
αντίλαλο, ούτε ηχώ, ούτε τίποτα! Η φωνή της σαν κενό. Καταλάβαινε ότι ο χώρος
ήταν άλλη διάσταση του χρόνου. Κι εκείνη τί ήταν λοιπόν; Φάντασμα; Ψυχή; Άγγελος; Διάβολος; Τι στο καλό γινόταν
εδώ πέρα; Δεν ένιωθε τίποτα όμως. Ήθελε να ουρλιάξει πανικόβλητη αλλά δεν είχε
συναίσθημα, ήταν περίεργο. Το μόνο που αισθανόταν ήταν μια απέραντη γαλήνη κι
ένα ξάφνιασμα γι' αυτά που έβλεπε. Εστίασε τώρα το βλέμμα στο κρεβάτι της. Και
απίστευτο, τρελό αυτό που κοιτούσε.
Ο εαυτός της τέζα σχεδόν, ροχάλιζε στην
κλασική ανάσκελη στάση, με το αριστερό χέρι πάνω από το κεφάλι, λες κι ήταν
ξαπλωμένη στην άμμο. Η αλήθεια είναι, πάντα το είχε το θέμα του ύπνου. Δεν της
τον τάραζε κανένας. Και δίπλα της εκείνος! Μα πως είναι δυνατόν; Το γουρούνι!
Θράσος που το είχε! Εκείνος έφταιγε για όλα. Εκείνος, η ζήλεια κι η μουρμούρα
του. Μα δεν μπορεί, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι πρέπει να είχε γυρίσει πίσω,
μέρες, μήνες, ποιος να ξέρεις άραγε; Μα πως; “Τι συμβαίνει ρε γαμώτο”,
σιγομουρμούρισε και αναρωτήθηκε γιατί δεν ουρλιάζει, αφού ούτως η άλλως δεν την
ακούει κανείς. Κατέβασε τώρα τα μάτια της και ψαχούλεψε το σώμα της. Μόλις
εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιεί ότι ήταν ολόκληρη λευκοντυμένη και είχε γυμνά πόδια.
Άρχισε να τρελαίνεται, δεν μπορεί, σκέφτηκε. Ένιωθε μια ανεξήγητη ηρεμία και
γαλήνη όμως, πάλι καλά. Η αλήθεια, μια φωνή της ψιθύριζε καθαρά, την άκουγε να
της λέει :
“Ησύχασε,
όλα για καλό σου είναι.”
Άρχισε να κοιτάζει το σώμα του εαυτού της στο
κρεβάτι. Για μια στιγμή προσπάθησε να κουνηθεί. Μπα, σαν αδύνατο της φάνηκε.
Εκεί βιδωμένη! Λες να ήταν αυτό το πεπρωμένο της; Να βιδωθεί στο ταβάνι του
σπιτιού της και να παρακολουθεί τη μίζερη ζωή της; Κι εντάξει του υπόλοιπου
σπιτιού. Μην έμενε μόνο στην κρεβατοκάμαρα, θα έφριττε. Τέτοια ανοία, καλύτερα
πεθαμένη. Λες γι' αυτό να γίνανε όλα; Γιατί δεν γούσταρε άλλο την άθλια ζωή
της; Λες τελικά να ήταν αυτός ο λόγος που πήγε και καρφώθηκε πάνω στο φορτηγό;
Λες κατά βάθος ν' αυτοκτόνησε και δεν το κατάλαβε; Όχι, δε μπορεί! Όσο και να
ήθελε να ξεφύγει από αυτή την ασφυκτικά τελειωμένη και μίζερη κατάσταση του
γάμου της, όσο και να ήθελε να εξαφανιστεί από όλους και από όλα, ήθελε να
ζήσει. Της έλειπε η ζωή, ο έρωτας, η ενέργεια, η δράση. Ήταν σαράντα πέντε χρονών
και ήταν μόνο μια νοικοκυρά με πτυχίο οικονομικών.
Μια πεθαμένη ή ζωντανή
τελικά νοικοκυρά; Να κάνει κάτι για τον
εαυτό της. Είκοσι ολόκληρα χρόνια σ' ένα γάμο, σε τέσσερις τοίχους, με σύζυγο
και δύο παιδιά, μαντράχαλοι πια, δίδυμα τα βλαστάρια της, περάσαν φέτος
Πανεπιστήμιο. Πείσμωσε πάλι και
προσπάθησε να κουνηθεί. Η φωνή, της είπε
“είπαμε, μην προσπαθείς με το σώμα, μόνο με τη σκέψη θα τα καταφέρεις”.
Πότε το είπαμε ρε γαμώτο, άρχισε να φωνάζει και να κοιτάει γύρω – γύρω. Στο
δευτερόλεπτο συνέχισε τη μουρμούρα “ποια σκέψη καλέ μου, εδώ πετάω”! “Τέλος
πάντων, ας είναι, θα ηρεμήσω” και έκανε άλλη μια προσπάθεια. Έκλεισε λίγο τα
μάτια και φαντάστηκε τη λευκοντυμένη, αιωρούμενη, νέα μορφή της να πλησιάζει το
κρεβάτι. Άνοιξε τα μάτια και ω, ναι! Βρισκόταν δίπλα στο υλικό της σώμα,
επιτέλους. Το λέει υλικό γιατί το δικό της, ούτε γι' αστείο να το ακουμπήσει,
απλά δεν υπάρχει. Άσε που νιώθει και δύο τσιμπήματα στην πλάτη, κάτι τη
βαραίνει. Δεν έχει και καθρέφτες να δει τον εαυτό της, εάν φυτρώσανε φτερά. Εμ,
καλά να πάθει. Τους είχε σιχαθεί τα τελευταία δέκα χρόνια κι αυτούς μαζί με τη
φάτσα της. Πάει ν' αγγίξει το υλικό της σώμα που κοιμάται ήσυχο δίπλα στον...
αυτόν τέλος πάντων, τον ακατανόμαστο και νιώθει την ανάγκη να αρπάξει τη Δανάη
της και να φύγει τώρα από ‘κει. Πρέπει να την πάρει, να τη σώσει, να μην
τσακωθεί μαζί του τόσο άγρια, να μη φύγει τόσο βιαστική από το σπίτι, να μην
είναι ταραγμένη, να μην είναι το μυαλό της τόσο μπερδεμένο, να μην τρέχει να
φτάσει στο ραντεβού, πιστεύοντας ότι θα λυτρωθεί μόνο αν βρει μια δουλειά! Να
δει το φανάρι που άναψε κόκκινο, να φρενάρει έστω τελευταία στιγμή, να μη δει
όλη της την ζωή σε δευτερόλεπτα να περνάει μπροστά από τα μάτια της και να μη
γίνει ένα με το φορτηγό που περνάει το δρόμο, εκείνο το συγκεκριμένο λεπτό.
Ξαφνικά
το σώμα, η υλική της Δανάη, πετάγεται απότομα, τινάζεται σαν να είδε εφιάλτη
και κοιτάζει αλαφιασμένη δίπλα της. Κοιτάζει εκείνον που κοιμάται και σαν να
ηρεμεί κάπως. Η αιωρούμενη Δανάη έχει κοκαλώσει εκεί, δίπλα στο κρεβάτι. Δεν
ξέρει τι να κάνει. Φοβάται ότι την βλέπουν, για κάποιο λόγο. Αλλά δε μπορεί. Η
υλική Δανάη της, δεν την κοιτάει καν, ούτε βλέφαρο. Οπότε χαλαρώνει λίγο.
Η
υλική Δανάη σηκώνεται με αργές κινήσεις, να μην τον ξυπνήσει. Παίρνει ένα τζιν
και μια μπλούζα που είναι παρατημένα σ' ένα σκαμπό δίπλα στην ντουλάπα και πάει
να βγει από την πόρτα πατώντας στις μύτες. Ξαφνικά ανάβει το φως. Έχει
ανασηκωθεί στο κρεβάτι και το έχει ανάψει εκείνος.
“Πού
πας;” της λέει και την κοιτάζει ψυχρά στα μάτια.
“Πάω
να ετοιμάσω πρωινό για τα παιδιά, πού αλλού;”
“Τελικά
θα πας στο ραντεβού; Το αποφάσισες; Θα πιάσεις δουλειά;”
“Τα
είπαμε αυτά Δημήτρη, τα ίδια θα λέμε πάλι;”
“Δηλαδή
το πήρες απόφαση, θα το διαλύσεις το σπίτι σου;”
“Ειλικρινά
ρε Δημήτρη, δεν σε καταλαβαίνω, κάθε πρωί το ίδιο τροπάρι εδώ κι ένα μήνα. Αντί
να λέμε ευχαριστώ σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς, σ' αυτήν την ηλικία και την
κατάλληλη στιγμή που δεν με χρειάζονται τα παιδιά, να μας έρχεται δώρο μια δουλειά
κι εσύ το μιζεριάζεις πάλι”.
“Δανάη
τα είπαμε αυτά. Ξανά και ξανά. Δεν σας λείπει τίποτα. Δε θέλω γαμώτο μου να
πιάσεις δουλειά, πως θα το κάνουμε τώρα;”
Η
αιωρούμενη Δανάη, ταράχτηκε κι άρχισε να χάνει τελείως το φως της. Ήταν η μέρα,
εκείνη η δύσκολη μέρα. <<Η μέρα που πέθανα άραγε;>> μονολογούσε.
Ένιωθε σκοτάδι γύρω της. Ωχ, λες να εξαφανιζόταν; Από την ώρα που κατάλαβε την
παρουσία της στο ταβάνι και συνειδητοποίησε ότι βρέθηκε τη συγκεκριμένη μέρα
του θανάτου της, στο συγκεκριμένο σημείο είχε ένα εκτυφλωτικό φως σε όλη τη
διάρκεια. Το φως αυτό άρχισε να διαλύεται μόλις άνοιξε τα μάτια της η υλική
Δανάη. Τί θα κάνω Θεέ μου; άρχισε να μουρμουρίζει η αιωρούμενη. Λες να
σκοτεινιάσει τελείως; Λες να έχω ευκαιρία να σώσω τον εαυτό μου; Λες πραγματικά
να γύρισα πίσω στον χρόνο; Λες να προλαβαίνω; Όχι, σκοτεινιάζει... Κι εκείνη τη
στιγμή άκουσε το χτύπημα της πόρτας. Ωχ, Παναγίτσα μου, πως γίνανε όλα τόσο
γρήγορα;
Πότε έφτιαξε τα πρωινά, πότε βρήκε τον τρόπο και την όρεξη και έπιασε
χαλαρή κουβεντούλα στον κάτω όροφο με τα βλαστάρια της, που ξεκινούσαν τη σχολή
σήμερα; Πρώτη μέρα, μαζί με το ραντεβού της μανούλας για τη δουλειά. Σίγουρη
εργασία, πήγαινε συστημένη για την πρόσληψη. Μόνο τα καμάρια της είχαν χαρεί.
Μα πότε πρόλαβε να φάει, να τα ξεπροβοδίσει να ανέβει πάλι να ντυθεί, την ώρα
που ο ακατανόμαστος πλενόταν και να γίνει κι ο τρικούβερτος καυγάς μόλις βγει;
Τον έχασα γαμώτο, σκέφτηκε η αιωρούμενη. Τώρα; Τί θα κάνω τώρα;
Σκοτεινιάζει....
“Μόνο
με τη σκέψη μπορείς, μη ξεχνάς”, η φωνή εξακολουθούσε να υπενθυμίζει. Κι η
αιωρούμενη έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Εστίασε στην λευκοντυμένη νέα της
μορφή και φαντάστηκε να βρίσκεται δίπλα στο υλικό της σώμα. Δεν συνέβαινε
τίποτα όμως κι άρχισε το σκοτάδι να γίνεται πυκνό. “Μόνο με τη δυνατή σκέψη
μπορείς” συνέχιζε η φωνή. Κι εκείνη χανόταν στο σκοτάδι. Κάπου στο βάθος άκουγε
κορναρίσματα. Δυνατά κορναρίσματα! Όοοοοοχι! Στρίγγλισε και άνοιξε πάλι τα
μάτια της και είδε φως, πολύ φως. Το φως της μορφής της πάλι. Καθόταν συνοδηγός
στο αυτοκίνητό της. Είδε το δρόμο και συνειδητοποίησε ότι πλησιάζουν στο σημείο
του ατυχήματος. Είχε αρχίσει να τρελαίνεται αλλά είχε φως, πολύ φως. Φώναξε,
χωρίς να ακουστεί βεβαίως πουθενά, μέσα στο αυτί της υλικής της Δανάης.
Άρχισε
να ωρύεται σχεδόν “Σταμάτα το αυτοκίνητο τώρα, σταμάτα εάν θες να ζήσεις,
επιτέλους σταμάτα και γύρνα στο σπίτι σου, στη φωλιά σου. Αν θες να ζήσεις,
γύρνα πίσω και άσε τις δουλειές και την απελευθέρωση τώρα που το θυμήθηκες.
Πάμε πάλι πίσω. Τώρα!” και ένιωσε το σκοτάδι να την τυλίγει! Αυτό ήταν!
Εξαφανίστηκε!
“Όχι,
βούλωστο!!!! Θέλω να ζήσω όπως θέλω εγώ, όχι όπως θέλουν οι άλλοι!” Η Δανάη
ξαφνικά βλέπει μια νταλίκα μπροστά της συνειδητοποιώντας ότι έχει περάσει μόλις
με κατακόκκινο φανάρι. Μηχανικά πατάει απότομα το φρένο, κάνοντας το αυτοκίνητο
να φύγει από την πορεία του, αλλά κρατάει με αμείωτο θάρρος το τιμόνι, κουμαντάροντας
σε δευτερόλεπτα το αυτοκίνητο λες και κρέμεται όλο το σύμπαν από αυτό, μέχρι
που το κοκαλώνει μια τρίχα απόσταση από το φορτηγό που περνάει σχιστά μπροστά
της, κορνάροντας φρενιασμένα.
Η
Δανάη σφίγγει το τιμόνι, ξεφυσάει και με τρεμάμενα χέρια κάνει το σταυρό της,
μουρμουρίζοντας. “Είναι απλά μια πολύ δύσκολη μέρα, θα περάσει κι αυτή!”. Και
της ήρθε μια φράση από ένα βιβλίο απ' αυτά που διάβασε τελευταία “εσωτερικής
και πνευματικής αναζήτησης”, χωρίς να θυμάται τον τίτλο τώρα βέβαια, που έλεγε
“η αληθινή λύτρωση είναι να γνωρίσεις τον εαυτό σου, είναι μια κατάσταση
ελευθερίας από το φόβο, από τα βάσανα. Είναι ελευθερία από την ψυχαναγκαστική
σκέψη κι από την αρνητικότητα. Είσαι παρουσία στο εδώ και ΤΩΡΑ.” Ένιωσε ένα απαλό χάδι στο χέρι της, έβαλε
μπροστά και συνέχισε το δρόμο της. Ποιός να ξέρει άραγε;
Συγγραφέας: Χριστίνα Αλεξίου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου