Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

"Η γέφυρα" της Εύας Κουλιαρίδου


Τα εξωτικά είχαν πληροφορήσει  τον Ερρίκο ότι δεν θα μπορέσουν  να φύγουν από την βασιλική οδό, ήταν γεμάτη από στρατιώτες και φρουρούς που τον έψαχναν. Ο Ερρίκος δεν ήθελε όμως να περιμένει άλλο, ο γάμος έπρεπε να γίνει στην νέα σελήνη που ήταν σε πέντε μέρες. Ο Ερρίκος πέρα από αυτήν την δυσκολία είχε και την προφητεία της γριάς τσιγγάνας που είχε συναντήσει στην βασιλική οδό πριν επτά μέρες. "Το μεγάλο φεγγάρι θα δείξει τον δρόμο, δρόμος δίχως γυρισμό, φεγγάρι κόκκινο. Το τραγούδι των γρύλων θα σε συντροφέψει". "Προειδοποίηση ή τα λόγια μιας τρελαμένης γριάς", σκεφτόταν ο Ερρίκος. Δε τον ένοιαζε, το μόνο που τον ενδιέφερε πλέον ήταν η καλή του. Με γοργά βήματα είχε κατευθυνθεί στη τεράστια σεκόγια δύο χιλιάδων ετών, ήταν η μεγαλύτερη ανάμεσα στις άλλες και μέσα στις σεκόγιες ζούσαν τα εξωτικά.

"Βασιλιά Άβα, πρέπει να αποχωρήσουμε. Αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο που σας βάζω αλλά...",είχε πει ο Ερρίκος στον Άβα.


"Άρχοντα Ερρίκο, μη συνεχίζεις, καταλαβαίνω. Θα μας πάρει τεσσεράμισι μέρες. Την νύχτα της πέμπτης μέρας θα είμαστε στο μεγάλο ξέφωτο, θα έχεις  ευλογία μου, ως ο γηραιότερος όλων των πλασμάτων. Οι νεράιδες θα μας περιμένουν στο ξέφωτο. Λοιπόν, αύριο πρωί θα φύγουμε, θα διασχίσουμε τα βουνά των ξωτικών και να φτάσουμε στα βουνά των νάνων. Οι άνθρωποι δεν έχουν δικαιοδοσία πλέον στον κόσμο των πλασμάτων. Πλάσματα, χα, έτσι μας ονόμασαν. Το ξέρεις Ερρίκο ότι και εσύ είσαι πλάσμα και όχι άνθρωπος βάση του καινούργιου νόμου;"

"Ναι... Δε με νοιάζει αν είμαι πλάσμα, τέρας, άνθρωπος ή οτιδήποτε άλλο τίτλο θέλουν να μου δώσουν. Τέλειωσα με αυτούς, εμένα με περιμένει μια ζωή στον βάλτο μαζί με την μέλλουσα σύζυγο μου.", ανταποκρίθηκε στον Βασιλιά Άβα, με αδιαφορία.

"Χμμ.. Που ξέρεις Ερρίκο μπορεί να είσαι και κάτι παραπάνω." Ο Βασιλιά Άβας έφυγε από το δωμάτιο, αφήνοντας τον Ερρίκο με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.

Την επόμενη μέρα σέλωσαν τα άλογα. Ο Ερρίκος με  τον επιβλητικό μαύρο επιβήτορα του. Δέκα άνδρες από τα εξωτικά και ο Βασιλιάς Άβας με το λευκό του μονόκερο. Έκανε τον Ερρίκο να απορεί.

"Βασιλιά μου γιατί δεν πετάξαμε μαζί με αυτό να πάμε πιο γρήγορα;"

"Μπορεί ο μονόκερος να πετάει αλλά η δύναμή τους δεν είναι ανεξάντλητη. Οι μονόκεροι αγαπητέ μου φίλε δε μπορούν να πετάξουν σε μεγάλο ύψος, οπότε δεν μπορούν να διασχίσουν τα βουνά και από την βασιλική οδό μάλλον θα μας πετάξουν βέλη". Κοίταξε τον Ερρίκο και ένα μικρό χαμόγελο χαράκτηκε στο πρόσωπό του, τίναξε τα λευκό ασημένιά του μαλλιά και προχώρησε μπροστά."

Βγαίνοντας από το δάσος με τις σεκόγιες, είχε αρχίσει ο δρόμος να ανηφορίζει. Το μονοπάτι ήταν πέτρινο, είχε χτιστεί από τα εξωτικά. Τα άλογα δε μπορούσαν να καλπάσουν, οπότε ακολουθούσε βηματισμός. Βαδίζανε σύριζα από το γκρεμό. Βηματισμός και ανηφόρα. Για κάποια στιγμή το άλογο του Ερρίκου είχε αντιδράσει, το συγκράτησε και μια βροχή από πέτρες κατέβηκε από το βουνό". "Αυτό ήταν πολύ κοντά" σκέφτηκε ο Ερρίκος. Ο ήλιος είχε φτάσει ψηλά και αυτοί ακόμα ανεβαίνανε, τα άλογα είχαν αρχίσει να κουράζονται .

Καταλήξανε σε μια ισιάδα. Μαύρες λεύκες και πεύκα σκορπισμένα και ένα μικρό ρυάκι με μαύρα βράχια και πράσινα από τα βρύα. Ο Βασιλιά είπε ότι έπρεπε να περάσουν μέσα από το ρυάκι. Έκαναν μια στάση εκεί, δροσίστηκαν κάτω από τις σκιές των δένδρων και  πότισαν τα άλογα. Όταν ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει συνέχισαν.

"Κάπου θα πρέπει να σταματήσουμε για την νύχτα, Βασιλιά μου" .

"Ναι, αλλά όχι εδώ... στην είσοδο της σπηλιάς και το πρωί θα μπούμε μέσα" .Έτσι και είχε γίνει.

"Ερρίκο, αυτά είναι τα σύνορά μας. Μπαίνουμε στην χώρα των νάνων". Εξήγησε ο Άβας στον Ερρίκο και ετοιμάστηκαν να στρατοπεδεύσουν για την νύχτα.

Την επομένη, ανάψαν δαυλούς, γιατί η σπηλιά ήταν θεοσκότεινη. Τα άλογα, αρκετά ήταν τρομαγμένα. Υπήρχαν τοιχογραφίες παντού από μικροσκοπικά πλάσματα, όλα κρατούσαν όπλα. Ο Ερρίκος σταματούσε κάθε λίγο και λιγάκι να δει αυτές τις περίεργες τοιχογραφίες.

"Οι νάνοι, Ερρίκο. Ήταν οι πολεμιστές, πριν τετρακόσια χρόνια" είπε στον Ερρίκο ο Άβας.

"Και αυτή εδώ; Αυτός δεν είναι νάνος... Και αυτό στο χέρι του μοιάζει με δακτυλίδι, κόκκινο..." Κοίταξε το χέρι , το δακτυλίδι του, το κόκκινο ρουμπίνι, που λαμπύριζε και μέσα στο σκοτάδι.

"Ε... Αυτός θα πρέπει να είναι ο Βασιλιά, ο Μεγάλος Βασιλιάς ή απλά κάτι που ονειρεύτηκαν... Άντε φτάνει με τις βλακείες των νάνων, απλά μεγαλοπιάνονται και ζωγράφιζαν βλακείες..." Έτσι ο Άβας απομακρύνθηκε από τον Ερρίκο και επιτάχυνε το βήμα του, ζορίζοντας το φτερωτό του άτι.

Χρειάστηκε μια ολόκληρη μέρα για να βγούνε από την σπηλιά. Το φως που έβγαινε από το βάθος ήταν εκτυφλωτικό και πρώτος είχε βγει ο Ερρίκος. Το φως τον είχε τυφλώσει τα μάτια αλλά αμέσως διαπίστωσε ότι ήταν πάνω σε μια μικρή πέτρινη γέφυρα. Απέναντι του άλλη μία σπηλιά.

"Βασιλιά θα διασχίσουμε και άλλη σπηλιά;"

"Ακριβώς, οπότε πάρε ανάσα και όσο φως θέλεις γιατί έχουμε άλλη μέρα μέσα σε σπηλιά, μη με κοιτάς έτσι, εσύ ήθελες γάμο και μάλιστα στο μεγάλο ξέφωτο. Πάνω στο ύψωμα στα σύνορα. Όποτε γαμπρέ, περπάτα".

Ο Ερρίκος άρχισε να θυμώνει και να εκνευρίζεται, έτσι άρχισαν να πυκνώνουν τα σύννεφα και καθώς είχε πάει να τραβήξει τα γκέμια του αλόγου, με την δύναμη των χεριών κατέβασε μερικούς κεραυνούς. Τα ξωτικά, η συνοδεία του Βασιλιά, τρομαγμένοι ξανά μπήκαν στην σπηλιά.

"Μάλιστα, αυτό είναι το ήρεμο πλέον για σένα; Είπες ότι μπορείς να ελέγχεις τον εαυτό σου πλέον"

Χωρίς άλλη κουβέντα, μπήκανε στην επόμενη σπηλιά αλλά μετά από μερικά μέτρα πέσαν πάνω σε μία περίεργη ομάδα από δαυλούς. Κατάλαβαν ότι υπήρχαν πλάσματα που τους κρατούσαν. Ήταν οι νάνοι. Μπροστά ήταν ο Στόουν. Ένα τετραγωνισμένο πλάσμα. Με γκριζαρισμένα μούσια και καστανά μαλλιά με γκρίζους κροτάφους. Πριν προλάβει να μιλήσει ο Ερρίκος, ο Άβας είχε πεταχτεί μπροστά και πλησίασε τον αρχηγό. Τον είχε απομακρύνει και πήγανε να μιλήσουνε. Ο Βασιλιάς όταν επέστρεψε πληροφόρησε τους δικούς του, ότι τώρα θα κατηφόριζαν για να βγούνε στην  μπλε κοιλάδα των νάνων.

Τα χαλινάρια στα χέρια και τα άλογα κατέβαιναν μέσα στο μισοσκόταδο από τεράστια πέτρινα σκαλιά. Από τα δεξιά έτρεχε νερό μέσα από τα τοιχώματα και στα αριστερά είχε φυτρώσει κισσός, τόσο πυκνός που πλέον δεν φαινόταν ο βράχος. Ο Βασιλιάς κρατούσε μακριά από τον Ερρίκο τους νάνους. Όταν εν τέλει βγήκαν στην μπλε κοιλάδα ο Βασιλιάς βιαστικά προσπάθησε να ευχαριστήσει και να διώξει τους νάνους. Ο Ερρίκος είχε δει το βλέμμα των νάνων καθώς κατηφόριζαν.

"Μισό, όχι τόσο βιαστικά, Βασιλιά μου... γιατί με κοιτούσατε περίεργα; "

Οι νάνοι κοίταξαν τον Βασιλιά Άβα και ο Στόουν κοιτώντας επίμονα τον Βασιλιά, απάντησε στον Ερρίκο. Ο Άβας προσπάθησε να γνέψει ένα όχι με το κεφάλι του.

"Απλά, έχουμε πολύ καιρό να δούμε κοινό θνητό σε αυτά τα μέρη ή έστω εσένα. Τίποτα άλλο άρχοντα μου. Καλή τύχη  να έχεις και αυτό θα ήθελα να είναι το δώρο μου για τον γάμο σου". Βγάζει από το λαιμό του μια χρυσή σφυρίχτρα. "Ίσως κάποια μέρα, μας ξανά χρειαστείς, δε ξέρω τι σε έχουν πει αλλά εμείς να βοηθήσουμε θέλουμε". Ο Στόουν ακουμπάει το δώρο στο χέρι του Ερρίκου και κολλάει για λίγο το βλέμμα του στο δακτυλίδι, σκύβει το κεφάλι, αποχωρεί, γυρνάει το βλέμμα στον Βασιλιά, κοιτάχτηκαν για λίγο και χάθηκαν μέσα στην σπηλιά. Ένα μικρό ασημένιο δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο του Άβα, τινάχτηκε και ξανά πήρε το χαρούμενο ύφος του σοφού γέροντα.

Συγγραφέας: Εύα Κουλιαρίδου - Σπουδαστρια Tabula Rasa
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου