Το τηλέφωνο ήχησε μέσα
στη νύχτα. Η Νάσια ξύπνησε από λήθαργο
με ένα άσχημο προαίσθημα. Ίσως να έφταιγε και το όνειρο που έβλεπε λίγο πριν.
Προσπάθησε να το συγκρατήσει στη μνήμη της ενώ ταυτόχρονα πίεζε το σώμα της να
σηκωθεί. Βρισκόταν σε μια ήρεμη
θάλασσα. Ξαφνικά έπιασε ένα φοβερό
μπουρίνι και το νερό σχίστηκε στα δύο.
Κάτω από τα πόδια της ανοίχτηκε μια άβυσσος και στο βάθος της αβύσσου
είδε τον εαυτό της να την κοιτάει.
«Παρακαλώ», απάντησε
βαρύθυμα, με ένα σφίξιμο στην καρδιά.
«Πέθανε ο Γιώργος»,
άκουσε την αδελφή της να της λέει ξέπνοα.
«Τι λες χριστιανή μου; Τι
λες;», ούρλιαξε η Νάσια ενώ ένιωσε την καρδιά της να σπάει.
«Πάει ο αδελφός μας,
Νάσια. Ανακοπή. Στη δουλειά με τον μπαμπά ήταν και πέθανε
μπροστά στα μάτια του», είπε ανάμεσα στους λυγμούς της η Αντωνία.
Η Νάσια δεν άκουσε
άλλα. Άφησε το ακουστικό να πέσει από το
χέρι της και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο.
Κίνηση αγαπημένη κάθε φορά που πονούσε από μικρό παιδί. Το περίμενε ότι αυτό θα γινόταν. Μια δαιμονισμένη,
φρικτή διαίσθηση σαν κι αυτές που της έδειχναν από μικρή τι θα συμβεί σε
κομβικά σημεία της ζωής της την έπνιγε εδώ και καιρό. Όνειρα που της ανακοίνωναν ότι ο Γιώργος θα
φύγει ξαφνικά από τη ζωή την κατέκλυζαν τους τελευταίους έξι μήνες. Κι αυτή να μην μπορεί να κάνει τίποτα παρά να
λέει ξανά και ξανά στον αγαπημένο της αδελφό να προσέχει. Δεν το χωρούσε όμως με τίποτα ο νους της πως
η ιδιαίτερη σχέση που είχαν αυτοί οι δύο από μικροί, που μοιράζονταν πάντοτε τα
πάντα, τα καλά και τα κακά, θα έσβηνε πίσω από ένα τηλεφώνημα.
«Σταμάτα μικρή να
ανησυχείς. Δεν παθαίνω τίποτα εγώ. Είμαι σκληρό καρύδι. Πριν τα ενενήντα μου δεν θα σε αφήσω μόνη, να
το ξέρεις. Θα είμαι πάντα δίπλα σου να
σε προστατεύω», της έλεγε, με το αστραφτερό του χαμόγελο να γεμίζει τον
χώρο. Δεν είχε δώσει άλλωστε και ποτέ
σημασία στα προμηνύματα που ένιωθε η αδελφή του. Αλαφροΐσκιωτη την ανέβαζε, κοκορόμυαλη την
κατέβαζε. Η Νάσια όμως ήξερε ότι θα
φύγει νέος…
Στην κηδεία η Νάσια
κατέρρευσε. Στη θέα του ονόματος του Γιώργου
στο αγγελτήριο κηδειών στο νεκροταφείο τα μάτια της θόλωσαν και ο κόσμος
χάθηκε. Θυμόταν μόνο τον εαυτό της να
φωνάζει τη στιγμή της ταφής ένα σπαρακτικό «πάρε με μαζί σου». Κι όταν τελείωσε η ταφή, τα δάκρυα της να μουσκεύουν
το αγαπημένο χώμα ως το σούρουπο.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν
εφιαλτικά. Πήγαινε στη δουλειά της με
ένα παγωμένο πρόσωπο που έκρυβε σαν μαύρο πέπλο όλη της την ψυχή ενώ τα βράδια
ανακουφιζόταν από την παρέα ενός καλού κονιάκ και δύο χαπιών Xanax για
να βυθιστεί σε έναν ύπνο δίχως όνειρα. Το μόνο που προσευχόταν ήταν να έρθει ο Γιώργος στα όνειρα της. Κι επειδή ποτέ δεν ήρθε, η Νάσια σκοτείνιαζε
μέρα με τη μέρα. Μια τρελή σκέψη είχε
αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό της. Η
μόνη που φαινόταν να την ανακουφίζει.
Ήταν ήδη βράδυ όταν
ξεκίνησε. Πήρε μαζί της μόνο τα
απαραίτητα. Αμυδρά θυμόταν το δρόμο για
το βουνό που πήγαιναν οικογενειακώς όταν αυτή και τα αδέλφια της ήταν
μικροί. Το λάτρευε το βουνό αυτό. Όπως το λάτρευε κι Εκείνος. Είχε σκοπό να βρει το σημείο που έπαιζαν
κρυφτό, ένα σημείο αρκετά απομακρυσμένο που εξυπηρετούσε τα σχέδια της. Εκεί θα έβρισκε τη γαλήνη. Εκεί που όλα ξεκίνησαν, θα τελείωναν
κιόλας. Είχε ήδη τακτοποιήσει τις
υποθέσεις της. Έγραψε ένα γράμμα στην
Αντωνία και ένα στους γονείς της. Τους
εξηγούσε τα πάντα. Τη μοναξιά της, τον
ατέρμονο πόνο για το χαμό του Γιώργου, τη φρίκη που της προκαλούσε πλέον η
διαίσθηση της. Το μόνο που τους ζητούσε
πέρα από τη συγχώρεση τους, ήταν να της φροντίζουν τον Μέρλιν, τον αγαπημένο
της γάτο.
Έφτασε στο σημείο. Άρχισε να κλαίει. Άνοιξε το μπουκάλι με το κονιάκ και κατέβασε
μερικές γερές γουλιές. Κοίταξε γύρω
της. Τα άστρα είχαν χαθεί πίσω από τα
σύννεφα κι ένα χλωμό μισοφέγγαρο δέσποζε ψηλά στον ουρανό χωρίς να πείθει
κανέναν.
«Σε λίγο θα γίνω ένα με
τα άστρα», σκέφτηκε πικρά ενώ έβαζε στο στόμα της μερικά από τα
ηρεμιστικά. Σε λίγο άρχισαν τα βλέφαρα
της να βαραίνουν. Κι εκείνη τη στιγμή,
μεταξύ ύπνου και ξύπνου, μεταξύ ζωής και θανάτου, τον είδε. Μια λαμπερή παρουσία κατέκλυσε τον χώρο του
αυτοκινήτου, μια χρυσαφένια αύρα της άγγιξε το πρόσωπο.
«Σε αγαπώ. Μην το ξεχάσεις ποτέ. Δεν ήρθε όμως η ώρα σου. Πριν να ολοκληρώσεις τον χρόνο σου στη γη,
δεν θα με ξαναδείς παρά μόνο στα όνειρα σου. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να ζήσεις», της είπε και
χάθηκε. Ένας ισχυρός λυγμός συντάραξε το
στήθος της Νάσιας. Κι άρχισε να κλαίει
ασταμάτητα. Ο πάγος μέσα της
έσπασε. Ο πόνος μαλάκωσε. Η θολούρα που της γέμιζε το κεφάλι
εξαφανίστηκε και σαν να αφυπνίστηκε ολάκερη η ύπαρξη της. Βγήκε από το αμάξι και προκάλεσε εμετό για να
φύγει από μέσα της το δηλητήριο. Βρήκε λίγο νερό από ένα ξεχασμένο μπουκάλι στο
πορτ-μπαγκάζ κι έβρεξε το κεφάλι της για να συνέλθει πλήρως. Τα δάκρυα της λύτρωσης δεν σταμάτησαν στιγμή
να τρέχουν ακόμα κι όταν έφτασε στο σπίτι της τα ξημερώματα.
Έπεσε εξαντλημένη στο
κρεβάτι της και κοιμήθηκε για ώρες. Όταν
ξύπνησε αργά το μεσημέρι, αναλογίστηκε τι πήγε να κάνει. Πήρε τον Μέρλιν με λαχτάρα αγκαλιά, έσκισε τα
σημειώματα κι έφτιαξε μια κανάτα καφέ. Πριν βγει στη βεράντα για να τον απολαύσει, κοίταξε με ευγνωμοσύνη τη
φωτογραφία του χαμογελαστού Γιώργου στην κουζίνα. Και σαν να άκουσε μια μελωδία από μακριά…
Συγραφέας: Ευαγγελία Πέτρογλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου