Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

"Μια μαγική ιστορία" της Μαίρης Μαυρογιαννάκη, Μέρος δ


Συνέχεια από το προηγούμενο.

Η Φάνα, η αδερφή της, η μάγισσα Ρούρκα κι ο γιος της, μάγος Μέρνα, μάζεψαν όλες τις μάγισσες και τους μάγους και τους ενημέρωσαν για τις αποφάσεις που πήρε το Ανώτατο Συμβούλιο σχετικά με τη μάχη.
Επίσης βγήκε ανακοίνωση, η οποία ενημέρωνε τους μάγους και τις μάγισσες που είχαν χαλασμένα ραβδιά ή χαλασμένες σκούπες να τις επισκευάσουν στο εργαστήρι του Τελεπίνου. Δεκάδες μάγοι και μάγισσες μαζεύτηκαν έξω από το εργαστήρι του μάγου και περίμεναν υπομονετικά να επισκευάσουν τις σκούπες και τα ραβδιά τους. Ο γηραιός μάγος εργαζόταν πυρετωδώς για πολλές ώρες. Όταν τελείωσε, είχε νυχτώσει για τα καλά.
Σέρνοντας τα γέρικα πόδια του βγήκε απ’ το εργαστήρι και έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό. Ένα ολόγιομο φεγγάρι είχε αρχίσει ν’ ανατέλλει. Το κοίταξε κι έβγαλε ένα αναστεναγμό. Ήταν ξεθεωμένος, αλλά έπρεπε να πάει στην Έρημη Πόλη. Ανέβηκε στην πιο γρήγορη σκούπα και πέταξε δυτικά.
Όταν έφθασε, κατευθύνθηκε προς τη σπηλιά του Νιφ. Ήξερε ότι ο καλός του φίλος τον περίμενε με ανυπομονησία. Σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι τη σπηλιά του αρχιμάγου, τα φαντάσματα των μάγων και μαγισσών τον ακολουθούσαν κάνοντάς του επίμονα ερωτήσεις.
Εκείνος όμως παρέμενε σιωπηλός. Τα φαντάσματα εκνευρισμένα προσπαθούσαν να τον κάνουν να μιλήσει τραβώντας τον απ’ τη λευκή γενειάδα και τη μακριά του χαίτη.
-Σταματήστε να τον πειράζετε! φώναξε ο Νιφ, που περίμενε τον Τελεπίνου στην είσοδο της σπηλιάς. Θα μάθετε αργότερα τα νέα από μένα. Τώρα φύγετε, γιατί έχω να κάνω μια σοβαρή κουβέντα με το φίλο μου.
Οι μάγοι και οι μάγισσες υπάκουσαν αμέσως, γιατί φοβούνταν και σέβονταν τον αρχιμάγο.
-Πέρνα μέσα να ξαποστάσεις. Φαίνεσαι εξαντλημένος, του είπε ο Νιφ.
Ο Τελεπίνου πήρε μια βαθιά ανάσα και σωριάστηκε σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα από δέρμα αίγαλου.
-Είχα πολλή δουλειά. Έπρεπε να επισκευάσω όλες τις σκούπες και τα ραβδιά του Πλαϊνού Κόσμου. Αχ αυτές οι νεαρές μάγισσες! Είναι τόσο αμελείς! Όλες περίμεναν την τελευταία στιγμή, είπε ξεφυσώντας ο Τελεπίνου.
Ο Νιφ γέλασε χαϊδεύοντας τα μακριά λευκά γένια του.
-Η κόρη σου έχει φουρτούνες. Ο Όρεν μας πρόδωσε! πρόσθεσε ο Τελεπίνου.
-Χθες πέθανε η μάγισσα Λέλα και μόλις έφθασε εδώ μας είπε για την προδοσία του Όρεν και την εισβολή των Σαλτιμάνων.
-Ωωω λυπάμαι πολύ! Δεν το ήξερα!
-Είναι μια χαρά. Μην ανησυχείς, αποκρίθηκε ο Νιφ και συνέχισε:
- Ο Όρεν ήταν πάντα φιλόδοξος και αρχομανής. Όταν ήμουν πρόεδρος του Ανωτάτου Συμβουλίου, είχε προσπαθήσει πολλές φορές να με διαβάλει.
-Το θυμάμαι, απάντησε ο Τελεπίνου. Ελπίζω η Φάνα να του δώσει ένα γερό μάθημα.
-Είμαι σίγουρος ότι οι δικοί μας θα καταφέρουν να νικήσουν.
-Αυτός ο αχρείος ο Σαλίμα πάντα ήθελε να κατακτήσει τον Πλαϊνό Κόσμο, φώναξε θυμωμένα ο Τελεπίνου.
Έπειτα κοίταξε γύρω του και ρώτησε.
-Μα πού είναι η Σαρίφα;
-Στο εργαστήρι της. Προσπαθεί να φτιάξει το φίλτρο της ανάστασης! του απάντησε ο Νιφ.
Ο Τελεπίνου τον κοίταξε με απορία.
-Θέλει να μας αναστήσει! Δεν αντέχει να ζει μακριά από τη Φάνα και τη Ρούρκα. Κι έχει κι εκείνο τον ερωτοχτυπημένο τον Γκάσπαρ που την ενθαρρύνει...
-Τον θυμάμαι. Ήταν ερωτευμένος με την κόρη σου τη Ρούρκα.
-Θέλει ν’ αναστηθεί για να ξανασμίξουν, πρόσθεσε ο Νιφ ξεφυσώντας.
-Μα αυτό δεν γίνεται!
-Πες τους το εσύ!
-Ούτε η αρχαία μάγισσα Διοτίμα δεν κατάφερε να φτιάξει το φίλτρο της ανάστασης.
-Η Σαρίφα πιστεύει ότι μπορεί, του αποκρίθηκε ο Νιφ αφηρημένα. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας τρομερός κρότος.
Ο Τελεπίνου πετάχτηκε από την καρέκλα του τρομοκρατημένος.
-Τι ήταν αυτό; ρώτησε.
Πριν προλάβει να του απαντήσει ο Νιφ, είδε τη Σαρίφα να εμφανίζεται μπροστά τους με κουρελιασμένο τον πορφυρό της μανδύα και καψαλισμένα τα μακριά μαύρα της μαλλιά.
-Τελεπίνου! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, είπε βήχοντας.
-Τι έπαθες; τη ρώτησε ο γηραιός μάγος ανήσυχος.
-Ανατίναξε πάλι το εργαστήρι της, του απάντησε ο Νιφ.
Εν τω μεταξύ, η μάγισσα Φάνα ξαγρυπνούσε στη σπηλιά της μαζί με τη Ρούρκα και το Μέρνα. Πήγαινε πάνω-κάτω ανήσυχη και σκεφτική κρατώντας τον πομπό επικοινωνίας. Περίμενε νέα από το Ζίκο και το Μίκο.
-Μα γιατί καθυστερούν; αναρωτήθηκε.
Εκείνη τη στιγμή η από τη γαλάζια πέτρα, που κρατούσε στα χέρια της, βγήκε μια λάμψη, που φώτισε τη μισοσκότεινη σπηλιά. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα ακούστηκε η τσιριχτή φωνή του Ζίκο να λέει:
-Αποστολή εξετελέσθη!
-Τα καταφέρατε; ρώτησε ανυπόμονα η μάγισσα.
-Όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο. Αύριο μας περιμένει μια μεγάλη νίκη! απάντησε ο Ζίκο. Όμως χωρίς τον Οτάρ δεν θα είχαμε κατορθώσει να μπούμε στο εργαστήρι του Όρεν. Είχε τουλάχιστον πενήντα Ουρούκ να το φυλάνε.
-Ο Οτάρ είναι ασφαλής; ρώτησε η Φάνα.
-Μην ανησυχείς. Είναι σε καλά χέρια.
-Μπράβο σας, αγαπημένα μου ξωτικά! Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε, είπε η μάγισσα κι έκλεισε τον πομπό επικοινωνίας.
-Μητέρα, είσαι σίγουρη για το Ζίκο και το Μίκο; ρώτησε ανήσυχα ο Μέρνα.
-Τους έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Δεν μ’ έχουν απογοητεύσει ποτέ.
Την ίδια ώρα, ο Κρόκεν βημάτιζε ανήσυχος στο κάστρο του, στις πλαγιές του όρους Αρούκ. Είχε δώσει τις τελευταίες οδηγίες στους Κρότους του και περίμενε να ξημερώσει.
Πήγε κοντά στο παράθυρο της σπηλιάς του και κοίταξε το ολόγιομο φεγγάρι, που φώτιζε με το χρυσό του φως ολόκληρη την πλαγιά.
Η γυναίκα του η Κροτίδα τον πλησίασε και του χάιδεψε τρυφερά τα μακριά γκριζοπράσινα μαλλιά του. Εκείνος την κοίταξε με θαυμασμό.
Ο σμαραγδένιος μανδύας που φορούσε ταίριαζε πολύ με το χρώμα του δέρματός της. Οι μεγάλες πατούσες της ήταν στολισμένες με κόκκινες χάντρες και είχε διακοσμήσει τα γκριζοπράσινα μακριά μαλλιά της με κοχύλια από τη λίμνη Πάφα.
-Πρέπει να αναπαυθείς, του είπε.
-Πού είναι ο Κροτάν; τη ρώτησε εκείνος.
-Κοιμάται από νωρίς. Θέλει να είναι ξεκούραστος για την αυριανή μάχη.
-Πήγαινε να ξαπλώσεις και θα έρθω σε λίγο, της είπε ο Κρόκεν ...Είναι τόσο όμορφη, σκέφτηκε κοιτάζοντάς την καθώς απομακρυνόταν.
Έπειτα έστρεψε το βλέμμα του ξανά στο παράθυρο βγάζοντας έναν αναστεναγμό. Ανησυχία είχε καρφωθεί σαν μαχαίρι στην καρδιά του.
-Ας ελπίσουμε ότι θα πάνε όλα καλά, μονολόγησε.
Έπειτα κάθισε στο γραφείο του, που ήταν φτιαγμένο από πλευρίτη, και άνοιξε ένα τεράστιο βιβλίο. Στο χρυσοστόλιστο εξώφυλλό του ήταν σκαλισμένος με πράσινα πετράδια ο τίτλος «Κροτομαγικά και ξόρκια».
Ο Κουάκου Μανού είχε σύσκεψη στο αρχηγείο του στο Κουακάρι. Αντιλαμβανόταν ότι η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη και δεν ήταν σίγουρος για τις ικανότητες του ξιπασμένου ξωτικού, του Ζίκο. Είχε θυμώσει γιατί η Φάνα τον εμπιστεύτηκε αμέσως. Εξέθεσε τους προβληματισμούς του στο Συμβούλιο και τους ενημέρωσε ότι μέλημα των Κουάκου ήταν να κρατήσουν τους Ουρούκ μέσα στη χώρα τους με τη βοήθεια των δράκων.
Αφού τελείωσε η σύσκεψη, πήγε στο υπνοδωμάτιό του, το οποίο φωτιζόταν από πέντε αιωρούμενες ασημένιες φλόγες. Ξάπλωσε στο μεγάλο κρεβάτι που βρισκόταν στη μέση κι έκλεισε τα μάτια του. Αμέσως στο μυαλό του εμφανίστηκε η εικόνα της μητέρα του να του χαμογελά. Ένοιωσε ένα πόνο να διαπερνά το σώμα του. Μια σπίθα πετάχτηκε από τις μεμβράνες του και καψάλισε τον ασημένιο του μανδύα. Το δωμάτιο μύρισε θειάφι. Κοίταξε την τρύπα, που έβγαζε ακόμα μαύρο καπνό και ξέσπασε σε λυγμούς.
-Μου λείπει τόσο πολύ! μονολόγησε.
Είχε πάρει την απόφαση μόλις ξεμπέρδευε με τους Σαλτιμάνους να φύγει για να τη γυρέψει. Σκούπισε τα μάτια του και πήρε στα χέρια του το μεγάλο βιβλίο που ήταν αφημένο στο πάτωμα.
-Εσύ θα με βοηθήσεις να τη βρω, ψιθύρισε και χάιδεψε το επενδυμένο με δέρμα αίγαλου βιβλίο: «Κηπουρομαντική η τέχνη της Μαντείας» ήταν ο τίτλος του. Το ξεφύλλισε και σταμάτησε στο κεφάλαιο «Αγριοτριανταφυλλιά και ιεροβότανο». Ο Ταάρεν είχε καλέσει στη σπηλιά του τον Τίκο, το Ζίκο, το Μίκο και την Ντίκεν. Ενώ τους περίμενε, προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη αλλά δεν τα κατάφερνε. Συνεχώς τριγυρνούσε στο μυαλό του η αγαπημένη του Τάρα. Κάποτε ζούσαν ευτυχισμένοι. Η παρουσία της γέμιζε τη ζωή του ευτυχία και το γάργαρο γέλιο της το σπίτι τους χαρά. Την έχασε από το ξόρκι ξεπαστρέματος του Σαλίμα στην πρώτη επίθεση των Σαλτιμάνων εναντίον του Πλαϊνού κόσμου αμέσως μετά το θάνατο του Σαλιμάρ. Από τότε κλείστηκε στον εαυτό του. Σκοπός της ζωής του ήταν να εξοντώσει το Σαλίμα οδηγώντας τον στην Απύθμενη Άβυσσο και ν’ ακούει τα ουρλιαχτά του καθώς θα κατασπάραζαν την ψυχή του τα Αερικά των Σκοταδιών, όπως κι εκείνος άκουγε τις σπαραχτικές κραυγές της αγαπημένης του όταν την χτύπησε το ξόρκι του Σαλίμα. Μάταια προσπάθησε να τη βοηθήσει. Πέθανε στην αγκαλιά του σφαδάζοντας. Δεν θα ησύχαζε αν δεν έπαιρνε εκδίκηση!
Οι φωνές των ξωτικών τον έβγαλαν από τις σκέψεις του.
-Άρχοντα Ταάρεν, ήρθαμε, φώναξε ο Τίκο. -Κοπιάστε.
Τα τέσσερα ξωτικά μπήκαν στη λιτή αλλά περιποιημένη σπηλιά του βασιλιά τους, που φωτιζόταν από δύο αιωρούμενες φλόγες.
Στον δεξιό τοίχο, υπήρχε ένα πέτρινο κρεβάτι και ένα μικρό τραπέζι δίπλα του, όπου ο Ταάρεν είχε ακουμπήσει βιβλία με ξόρκια. Στον απέναντι τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα ράφι με βάζα γεμάτα βοτάνια και μαγικά φίλτρα. Δίπλα φιγουράριζε η μορφή της Τάρα, που ο βασιλιάς των ξωτικών είχε σκαλίσει πάνω σε πέτρα, την οποία ο ίδιος εξόρυξε από τα λατομεία της Καλμίας. Στεκόταν μπροστά στο πέτρινο άγαλμα και το κοίταζε ακίνητος έχοντάς τους γυρισμένη την πλάτη.
Τα ξωτικά περίμεναν να μιλήσει. -Όπου να ’ναι ξημερώνει, κι εμείς καλούμαστε να πολεμήσουμε για να σωθεί ο Πλαϊνός Κόσμος, είπε ο βασιλιάς των Ξωτικών κοιτάζοντας ακόμα την πέτρινη μορφή που χαμογελούσε.
-Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τον προστατεύσουμε, ακόμα κι αν χρειαστεί να δώσουμε τη ζωή μας, πρόσθεσε ο Τίκο.
-Αν πετύχει το σχέδιό σας, θα κάνετε περήφανο όλο το γένος των ξωτικών και τ’ όνομά σας θα γραφτεί στη Χρυσή Βίβλο με ολόχρυσα γράμματα. Οι επόμενες γενιές θα διαβάζουν για σας με περηφάνια, είπε ο βασιλιάς των ξωτικών.
-Θα πετύχει, είμαι σίγουρος, αποκρίθηκε ο Ζίκο. Μετά την τρομερή ήττα τους, οι Σαλτιμάνοι δεν θα τολμήσουν να μας ενοχλήσουν ποτέ ξανά.
-Εγώ θ’ αναλάβω το Σαλίμα! Ήρθε η ώρα να πάρω εκδίκηση για το θάνατό της αγαπημένης μου, φώναξε ο Ταάρεν κι ένα κύμα ασίγαστου θυμού κατέκλυσε τη σπηλιά. Οι αιωρούμενες φλόγες τρεμούλιασαν και για μια στιγμή το δωμάτιο σκοτείνιασε.
-Αν κάτι μου συμβεί, συνέχισε ο βασιλιάς των ξωτικών, εσύ Τίκο θα πάρεις τη θέση μου. Με τη βοήθεια του Ζίκο, του Μίκο και της Ντίκεν θα τα καταφέρεις μια χαρά. Έχω αφήσει σχετικές οδηγίες στο Συμβούλιο των Ξωτικών. Ξημερώνει, είπε με θλίψη παρατηρώντας το φως της αυγής να μπαίνει δειλά δειλά από τις χαραμάδες της σπηλιάς. Ας δούμε την ανατολή.

Αφού άγγιξε με τα δάχτυλά του τη ασάλευτη μορφή της αγαπημένης του βγήκε έξω. Τα τέσσερα ξωτικά τον ακολούθησαν. Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον απολαμβάνοντας την ανατολή ενός λαμπρού ήλιου, που ξεπρόβαλε πίσω από το Ασημένιο Βουνό βάφοντας τον ουρανό κόκκινο.
 

Διαβάστε τη συνέχεια στο Μέρος Ε...

Συγγραφέας: Μαίρη Μαυρογιαννάκη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου