Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

"Μια μαγική ιστορία" της Μαίρης Μαυρογιαννάκη, Μέρος ε


Συνέχεια από το προηγούμενο.

Χάραζε. Η μάχη μεταξύ των Σαλτιμάνων και των κατοίκων του Πλαϊνού Κόσμου ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει.

Οι Σαλτιμάνοι και οι μάγοι Μόρχοι –αόρατοι στα μάτια των εχθρών τους– καθισμένοι πάνω στα Σαλτιδόπτερά τους, ήταν συγκροτημένοι σε πυκνές παράλληλες φάλαγγες στην κοιλάδα της Κουντόρ, μπροστά στην Πύλη.


Γύρω-γύρω ορθώνονταν αγέρωχα τα βουνά της Φάλδας, με τις βουνοκορφές τους χαμένες μέσα στα πυκνά σύννεφα, που πορφύριζαν κάτω από το φως ενός κατακόκκινου ήλιου που σκαρφάλωνε στον ουρανό.

Ο Σαλίμα, φορώντας μαύρο χρυσοκέντητο μανδύα, καθόταν με άνεση πάνω στο τεράστιο Σαλτιδόπτερό του με τα πολύχρωμα φτερά που έλαμπαν στο πρωινό φως. Τα μαβιά του μάτια έβγαζαν φωτιές.

Δεξιά του στεκόταν ο μάγος Μόρχος Μαχίρα με το μαύρο ασημοστόλιστο μανδύα του ν’ ανεμίζει σε κάθε φύσημα του αγέρα. Τα σκοτεινά του μάτια ήταν γεμάτα απληστία, καθώς σκεφτόταν ότι επιτέλους θα μπορούσε να γίνει γνώστης των μυστικών που έκρυβε ο Πλαϊνός Κόσμος. Πιο πολύ τον ενδιέφερε να πάρει στην κατοχή του την Απαγορευμένη Βίβλο και να μελετήσει ό,τι έκρυβε στις μαύρες της σελίδες.

Απέναντί στους Σαλτιμάνους και στους Μόρχους ήταν παραταγμένες οι Μάγισσες, τα Ξωτικά, οι Κρότοι και οι λιγοστοί Μάγοι, που είχαν απομείνει μετά την τελευταία -μέχρι θανάτου- μάχη που είχαν δώσει με τους Αλιβάτορες του μάγου Μάρλου. Μεταξύ τους ήταν κι ο Τελεπίνου, πάνω σε μια σκούπα που ανήκε στον Νιφ και την είχε πρόσφατα επισκευάσει. Μ’ αυτήν ο αρχιμάγος έκανε το καλύτερο ρεκόρ στο πρωτάθλημα σκουπών και κανείς έως τώρα δεν το έχει καταρρίψει.

Η μάγισσα Φάνα φορούσε ένα πορφυρό μανδύα και είχε δέσει τα μακριά μαύρα μαλλιά της με ένα φτερό Σαλτιδόπτερου. Δεξιά της ο Ταάρεν, πάνω σ’ ένα εξημερωμένο Σαλτιδόπτερο, κράδαινε το κοφτερό του σπαθί. Αριστερά της στεκόταν ο Κρόκεν, που χτυπούσε στο έδαφος τις πατούσες του δοκιμάζοντας τους φονικούς του ήχους. Ήθελε να είναι στην πρώτη γραμμή και γι αυτό τους Κρότους του, που ήταν οπισθοφυλακή, εμπιστεύτηκε στο γιο του Κροτάν.

Πίσω τους ήταν παραταγμένα τα τρία ξωτικά, ο Ζίκο, ο Μίκο και ο Τίκο. Δίπλα στον Τίκο στεκόταν η Ντίκεν. Αριστερά της, πάνω στη σκούπα του, ήταν ο Μέρνα και δίπλα του η μάγισσα Ρούρκα.

-Δεν τους βλέπω! Είναι σίγουρα απέναντί μας; ρώτησε ο Μίκο το Ζίκο.

-Ναι, απάντησε εκείνος.

-Πώς είσαι τόσο βέβαιος;

-Η Φάνα ρώτησε τη σφαίρα της γνώσης.

-Κι αν κάνει λάθος;

-Η σφαίρα δεν κάνει ποτέ λάθος. Εξάλλου η Φάνα μού εκμυστηρεύτηκε ότι της το επιβεβαίωσε ο Σαλιβάρ. Αυτός θα γίνει βασιλιάς όταν νικήσουμε το Σαλίμα.

-Αν νικήσουμε…

-Σταμάτα να λες ανοησίες! Φυσικά και θα νικήσουμε! Θέλεις να σ’ ακούσουν οι Κυνηγοί και να σε στείλουν στο νησί της Λήθης σαν προδότη; Ξέρεις ότι έχουν μάτια κι αυτιά παντού. Πίσω μας ακριβώς αιωρείται το αυτί του μάγου Λουθάρ. Όλα έγιναν σωστά! Έκανα και δοκιμή.

-Ήπιες από το φίλτρο.

-Φυσικά! Ήθελα να είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα.

-Και τι έγινε;

-Όσο ήμουν αόρατος κατάφερα να μπω κρυφά στην Πλαϊνή βιβλιοθήκη.

-Τι έψαχνες νυχτιάτικα; τον ρώτησε ο Μίκο.

-Ήθελα να ρίξω μια ματιά στην Απαγορευμένη Βίβλο.

-Αν σε έπαιρνε είδηση η Βαλέρια θα είχες κακά ξεμπερδέματα…

-Δυστυχώς, όταν κατάφερα να πλησιάσω τη Βίβλο, άρχισε να τσιρίζει γιατί είχα ήδη αρχίσει να γίνομαι ορατός, μουρμούρισε ο Ζίκο μ’ ένα αναστεναγμό.

-Δεν ήξερα…ότι τσιρίζει.

-Ούτε κι εγώ! Καταλαβαίνεις ότι έφυγα τρέχοντας πριν με προλάβει η Βαλέρια.

-Χμμμ!

-Μα τι σε απασχολεί; ρώτησε ο Ζίκο τον αδερφό του, που παρατήρησε ότι όση ώρα του μιλούσε μόλις και μετά βίας τον παρακολουθούσε.

-Παρόλα αυτά ανησυχώ πολύ! Αν κάτι πάει στραβά θα τους πάρουμε όλους στο λαιμό μας! αποκρίθηκε ο Μίκο.

-Όλα θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, τον καθησύχασε ο Ζίκο.

-Μακάρι να έχεις δίκιο! ψιθύρισε το ξωτικό αναστενάζοντας.

Εκείνη τη στιγμή το ανατριχιαστικό ουρλιαχτό του Σαλίμα, που έδωσε το σύνθημα για επίθεση, αντήχησε σ’ ολόκληρη την κοιλάδα της Κουντόρ.

-Mandishihalisi! φώναξε και η μάγισσα Φάνα κι άρχισε η συμπλοκή.

Οι κάτοικοι του Πλαϊνού Κόσμου χτυπούσαν στα τυφλά, αφού ακόμα η ενέργεια του μαγικού φίλτρου δεν είχε περάσει. Αρκετές μάγισσες, μάγοι και ξωτικά τραυματίστηκαν.

Μόλις πέρασε η επίδραση του μαγικού φίλτρου οι Σαλτιμάνοι και οι Μόρχοι άρχισαν να διαγράφονταν σαν αχνές φιγούρες στο πρωινό φως. Σε λίγο, και ενώ ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό, οι κάτοικοι του Πλαινού κόσμου έβλεπαν καθαρά πια τους Σαλτιμάνους και τους Μόρχους πάνω στα Σαλτιδόπτερά τους. Όρμησαν εναντίον τους με περισσό θάρρος, που πήγαζε από τη σφοδρή επιθυμία τους να προστατεύσουν τον κόσμο τους, τις οικογένειες και τα μυστικά τους.

Οι Σαλτιμάνοι αιφνιδιάστηκαν. Ώσπου να καταλάβουν ότι δεν ήταν πια αόρατοι, είχαν αποδεκατιστεί. Εκατοντάδες έπεσαν επί τόπου και δεκάδες κυνηγήθηκαν από τους Κρότους και οδηγήθηκαν στην Απύθμενη Άβυσσο. Τα ουρλιαχτά τους αντηχούσαν σ’ ολόκληρη την κοιλάδα της Κουντόρ.

Ο Κρόκεν εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του με τους τρομερούς του κρότους, που ήταν σαν να ξεπηδούσαν από την κόλαση. Ο Τίκο, ο Ζίκο, ο Μίκο και η Ντίκεν μάχονταν σαν λυσσασμένοι.

Ο Σαλίμα εντόπισε τη Φάνα και μετά από σκληρή μάχη κατάφερε να την ρίξει από το Σαλτιδόπτερό της. Γελώντας σα δαιμονισμένος ετοιμάστηκε να καρφώσει το κοφτερό του σπαθί στην καρδιά της μάγισσας. Ο Ταάρεν όμως, που είδε τη σκηνή όρμησε εναντίον του και κατάφερε να τον τραυματίσει πριν αποτελειώσει τη Φάνα. Εκείνος άρχισε να τρέχει για να ξεφύγει. Ο Ταάρεν τον κυνήγησε, τον έριξε απ’ το Σαλτιδόπτερό του και σέρνοντάς τον από τα κόκκινα μαλλιά του τον πέταξε στην Απύθμενη Άβυσσο. Στάθηκε στο άνοιγμα της Απύθμενης Αβύσσου και άκουγε τα ουρλιαχτά του Σαλίμα καθώς τα Αερικά των Σκοταδιών του ρουφούσαν την ψυχή.

Επιτέλους έπαιρνε την εκδίκησή του για το θάνατο της αγαπημένης του.

Έπειτα γύρισε στο πεδίο της μάχης. Η Φάνα είχε μεταφερθεί στη σπηλιά της. Έμαθε από το Ζίκο ότι ήταν καλά.

Εν τω μεταξύ οι Σαλτιμάνοι μόλις έμαθαν το θάνατο του Σαλίμα, οπισθοχώρησαν και ακολουθώντας το μάγο Μαχίρα πέρασαν την Πύλη και γύρισαν στη χώρα τους με τεράστιες απώλειες. Μετά απ’ αυτή την ολοκληρωτική ήττα, όρισαν νέο αρχηγό το Σαλιβάρ, αδερφό του Σαλίμα, και υπέγραψαν αιώνια συνθήκη ειρήνης με τους κατοίκους του Πλαϊνού Κόσμου. Ο Σαλιβάρ έδιωξε τους Μόρχους από τη Σαλτιμανία.

Ο Όρεν συνελήφθη από τους Κυνηγούς, καταδικάστηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο για προδοσία και οδηγήθηκε στο νησί της Λήθης, όπου θα ζούσε την υπόλοιπη ζωή του χωρίς να θυμάται ποιος είναι. Επίσης το Συμβούλιο έδωσε χάρη στους Ουρούκ κι εκείνοι όρισαν νέο αρχηγό, τον Οτάρ, το γιο του Όρεν, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφερε για να σωθεί ο Πλαϊνός Κόσμος.

Ανακουφισμένοι και χαρούμενοι οι κάτοικοι του Πλαϊνού Κόσμου διοργάνωσαν ένα τρικούβερτο γλέντι για να γιορτάσουν το θρίαμβό τους, την υπογραφή της ειρήνης και φυσικά να βραβεύσουν τους ήρωες Ζίκο και Μίκο με το παράσημο της Τρελής Κάμπιας. Η γιορτή αποφασίστηκε να γίνει στη χώρα των Ξωτικών, τιμής ένεκεν.

Τα ξωτικά με διαταγή του βασιλιά Ταάρεν ετοίμασαν τα καλύτερα εδέσματα για τους φιλοξενούμενούς τους: αίγαλους, σκουλικαδέρες βουτηγμένες σε σάλτσα από άγρια κόκκινα βατόμουρα, παστές βέλες και δεκάδες πιάτα με ελλέβορο.

Το γλέντι άρχισε με την άφιξη του Ανωτάτου Συμβουλίου.

Η Φάνα, φανερά εξαντλημένη ακόμα από τα τραύματά της, έφθασε στη μεγάλη πλατεία της χώρας των Ξωτικών συνοδευόμενη από το γιο της το Μέρνα και την αδερφή της τη Ρούρκα.

Οι παρευρισκόμενοι αποθέωσαν την πρόεδρό τους. Εκείνη βαθιά συγκινημένη τους ευχαρίστησε και κάθισε στην τιμητική θέση του τραπεζιού που είχαν ετοιμάσει για το Ανώτατο Συμβούλιο.

Λίγα λεπτά αργότερα κατέφθασαν ο Κρόκεν, ο Κουάκου Μανού, ο Ταάρεν και ο νέος βασιλιάς των Ουρούκ, Οτάρ, ο οποίος καταχειροκροτήθηκε από το μαζεμένο πλήθος.

Γύρω από το τραπέζι του Ανωτάτου Συμβουλίου είχαν στηθεί δεκάδες μικρότερα, όπου κάθισαν οι κάτοικοι του Πλαϊνού Κόσμου.

Η μάγισσα Φάνα σηκώθηκε και απένειμε το παράσημο της Τρελής Κάμπιας στα δύο ξωτικά. Όλοι ζητωκραύγαζαν, επευφημούσαν και χειροκροτούσαν χαρούμενοι τους δυο ήρωες. Για το Ζίκο και το Μίκο όμως μόλις άρχιζε το μαρτύριο γιατί δεν ήταν καθόλου εύκολο να κρατήσεις στον ώμο σου μια τρελή κάμπια.

Έπειτα όλοι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν.

Στο κέντρο της πλατείας στήθηκε μια στρογγυλή εξέδρα για την ορχήστρα, την οποία αποτελούσαν ο Ζίκο, που έπαιζε το αυτοσχέδιο ντιγκεριντού του, το όργανο του ανέμου, όπως το ονόμασε, ο Μίκο που έπαιζε υπέροχα το λαμελόφωνό του και ο Τίκο το λιλόλο του , που το είχε φτιάξει από ξερή κολοκύθα. Πάνω από τα κεφάλια τους πετούσαν ανήσυχες οι τρελές κάμπιες.

Ο Οτάρ τους συνόδευε με το αγκόγκό του, που αποτελείτο από δυο μεταλλικές κουδούνες. Η Ντίκεν άρχισε να τραγουδά με τη μελωδική της φωνή ένα όμορφο τραγούδι για την αγάπη δυο ξωτικών…

Συγγραφέας: Μαίρη Μαυρογιαννάκη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου