Μια φορά κι έναν καιρό
στην Άκραμπα, στο βασίλειο του Αλαντίν, ενός άσχημου, κακομαθημένου και
μοχθηρού Πρίγκιπα, κατέφθασε ένα
καραβάνι διαφορετικό από τα άλλα. Το εμπόρευμά του μπορεί να περιελάμβανε
πολύτιμα αντικείμενα και κοσμήματα αλλά ήταν ξακουστό για τον ηλικιωμένο που διηγούνταν
ιστορίες γύρω από αυτά.
-Σαλάμ Αλέκουμ αφέντες
μου.
Χαιρέτησε ο ηλικιωμένος το πλήθος των ανθρώπων που μαζεύτηκαν στην αγορά.
Όχι να αγοράσουν το εμπόρευμά του όσο να ακούσουν τους μύθους γύρω από αυτά.
-Ελάτε, κοπιάστε,
θαυμάστε και αγοράστε. Διαμάντια από την Αφρική που εξόρυξαν καλικάτζαροι,
μαργαριταρένια κολιέ που έφτιαξαν νεράιδες σε μακρινούς πράσινους τόπους,
λυχνάρια φτιαγμένα από ξωτικά στα έγκατα της γης, που θα φωτίσουν τα σκοτάδια
σας. Όχι, βέβαια, σαν αυτό που βρίσκεται
βαθιά κρυμμένο στο Σπήλαιο των Θαυμάτων. Ένα λυχνάρι σπάνιο και χρυσαφένιο. Ένα
λυχνάρι που ο κάτοικός του θα σας δώσει ότι ποθεί η καρδιά σας.
-Χμ, Χμ…
Ακούστηκε.
Γύρισαν όλοι για να κοιτάξουν αυτόν που ξερόβηξε. Κι δεν ήταν άλλος από τον
άσχημο και κακό Αλαντίν.
–Σαλάμ Αλέκουμ, αφέντ’ μου. Είμαι ο Πρίγκιπας
Αλαντίν. Τι θα λέγατε να πιούμε ένα τσάι μαζί;
Κι έτσι μαζί με τον
ηλικιωμένο κατευθύνθηκαν στο παλάτι.
-Λοιπόν, αφέντη. Πείτε
μου πως μπορεί κανείς να φτάσει στο Σπήλαιο των Θαυμάτων; ρώτησε ο Αλαντίν,
χαϊδεύοντας τον τίγρη που είχε ως κατοικίδιο.
-Σύμφωνα με τον μύθο,
αφέντ’ μου… ξεροκατάπιε ο γέρος, κοιτώντας τον τίγρη, το Σπήλαιο των Θαυμάτων
βρίσκεται κοντά στις Ινδίες. Ωστόσο, αυτό που επιθυμείτε, μόνο ο εκλεκτός
μπορεί να το πάρει. Αυτός που έχει αδαμάντινο χαρακτήρα. Αλλά προσέξτε. Μόνο το
λυχνάρι επιτρέπεται να αγγίξετε. Τίποτα άλλο. Γιατί πολλές συμφορές θα σας
βρουν.
-Με το λυχνάρι θα
μπορέσω να αποκτήσω όλα τα πλούτη της γης αλλά και την καρδιά της πανέμορφης Γιασμίν,
είπε ο Αλαντίν και γέλασε χαιρέκακα.
Η Γιασμίν ήταν μια
φτωχή κοπέλα, ωστόσο η ομορφιά της και η εξυπνάδα της, την έκαναν μια ποθητή
σύζυγο ακόμα και για τον Πρίγκιπα.
Έτσι, ο κακιασμένος
Αλαντίν, ξεκίνησε να ψάχνει το άτομο με τον διαμαντένιο χαρακτήρα. Ο εκλεκτός δεν
ήταν κανένας άλλος εκτός από τον Τζαφάρ. Ένας φτωχός και όμορφος νεαρός, με
ευγένεια και καλοσύνη που όμοιά τους δεν υπήρχε. Αφού τον έπεισε ο Αλαντίν, να τον συνοδεύσει
μέχρι τις Ινδίες για δουλειές ξεκίνησαν το ταξίδι. Όταν σκοτείνιασε, σταμάτησαν στην έρημο να
ξαποστάσουν και να κοιμηθούν. Τότε, ο Αλαντίν
βρήκε την ευκαιρία να πει στον Τζαφάρ για το σπήλαιο και το λυχνάρι.
-Εσύ Τζαφάρ θα κατέβεις
στο σπήλαιο και θα μου φέρεις πρώτα το λυχνάρι και εγώ ως αντάλλαγμα θα σου
δώσω τους πολύτιμους θησαυρούς του σπηλαίου. Ο καημένος ο Τζαφάρ, απονήρευτος
και φτωχός που ήταν σκέφτηκε: «- Τί ωραία…!!! Θα πάω. Να πάρω λίγο από τον
θησαυρό και να ζητήσω σε γάμο στην Γιασμίν και να της προσφέρω όσα πολλά
μπορώ».
–Εντάξει. Θα το κάνω, είπε στο τέλος.
Το επόμενο πρωί,
ξεκίνησαν και λίγο πριν νυχτώσει βρήκαν το σπήλαιο. Ο Τζαφάρ μπήκε μέσα, όπου
περπάτησε αρκετά και ξαφνικά από το βάθος της σπηλιάς ακτινοβολούσε χρυσαφένιο
φως. Το φτωχό αγόρι πλησίασε και τι να δει; Διαμάντια, ρουμπίνια, χρυσάφι,
κοσμήματα…
-Πω, πω!!! Τι όμορφα
που είναι! Θα αξίζουν μια περιουσία. Με αυτά σίγουρα θα μπορέσω να παντρευτώ
την Γιασμίν και….
Ξάφνου, είδε το
λυχνάρι. Μια μικρή και χρυσαφένια λάμπα. Πλησίασε κοντά της, άπλωσε το χέρι του
και την πήρε.
-Δώστο μου. Ακούστηκε η
φωνή του Αλαντίν.
Κάτι όμως, στην φωνή
του και στο βλέμμα του έκανε τον Τζαφάρ να σκεφτεί πως ο Πρίγκιπας δεν είχε
καθόλου καλούς σκοπούς και αρνήθηκε να του το δώσει.
-Ανόητε! Είπε ο Αλαντίν
κι έφυγε σφραγίζοντας την είσοδο της σπηλιάς με μια μεγάλη πέτρα και
εξαφανίστηκε.
Ο καημένος ο Τζαφάρ,
εγκλωβίστηκε στην σπηλιά.
–«Τί ανόητος που είμαι!» συλλογίστηκε. Πως μπόρεσα να
τον πιστέψω; Τώρα θα μείνω για πάντα εδώ πέρα και έβαλε τα κλάματα, έχοντας
στην αγκαλιά του το μαγικό λυχνάρι. Πέρασαν δύο μέρες προσπαθώντας ο Τζαφάρ να
βρει τρόπο να βγει από εκεί μέσα. Περπατούσε πάνω κάτω ώσπου από την αγωνία του
ξεκίνησε να τρίβει το λυχνάρι με τα χέρια του.
Αίφνης εμφανίστηκε ο κάτοικος του λυχναριού και αμέσως είπε: «Καλησπέρα
αφέντ’ μου. Είμαι το τζίνι του λυχναριού. Εσύ με βρήκες και με ελευθέρωσες. Έχω
τρεις ευχές για εσένα. Οτιδήποτε θέλεις μπορείς να μου το ζητήσεις». Χωρίς να
το πολυσκεφτεί ο Τζαφάρ έβαλε στο πουγκί του από τους Θησαυρούς του Σπηλαίου,
το οποίο ξεκίνησε να κουνιέται και να πέφτουν τα τοιχώματα και οι πέτρες.
-Να βγούμε από εδώ
αμέσως. Να πάμε στην Άκραμπα. Αυτή είναι η πρώτη μου ευχή. Είπε ο Τζαφάρ.
Αμέσως, βρέθηκε στο
σπίτι του. Μαζί με το λυχνάρι και τους πολύτιμους θησαυρούς.
Την ίδια ημέρα κιόλας
πήγε στο σπίτι της Γιασμίν και την ζήτησε σε γάμο.
-Θέλω να μου φτιάξεις
κι ένα σπίτι, σε παρακαλώ. Ζήτησε από το τζίνι και ευθύς εμφανίστηκε. Αυτή ήταν
και η δεύτερη ευχή.
Ευτυχισμένοι και μαζί
έζησαν στο καινούριο σπίτι. Ο Τζαφάρ, η Γιασμίν και το τζίνι περιμένοντας την τρίτη
ευχή…
Κάπου στο παλάτι ο
μοχθηρός και παμπόνηρος Αλαντίν σχεδίαζε την εκδίκηση του αλλά και την κλοπή
του λυχναριού…
Συγγραφέας: Αλεξάνδρα Παυλίδου - Σπουδαστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου