Μια φορά κι ένα καιρό στο μακρινό νησί Νιγιόλ
ζούσαν η Μιρέλ κι ο Ντομινίκ.
Είχαν έρθει από την πόλη να περάσουν ένα χειμωνιάτικο Σαββατοκύριακο με τη γιαγιά
της Μιρέλ.
Η μέρα ήταν βροχερή και κοίταζαν έξω από το
παράθυρο στενοχωρημένοι.
"Τι απαίσια μέρα" μουρμούριζε η Μιρέλ, "αλλά τουλάχιστον εδώ μέσα
είναι όμορφα και ζεστά μπροστά στο τζάκι της γιαγιάς".
"Εχεις δίκιο Μιρέλ, με τέτοιο καιρό πώς θα φύγουμε για τη βόλτα στη
Νεραιδοχώρα να συναντήσουμε τη Χρυσαφένια Νεράιδα;"
"Noμίζω θα βρούμε λύση, δε
θυμάσαι τι μας είχε πεί η Βασίλισσα των Νεραιδων εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα
που μας πήρε ο υπνος κάτω από τη λεμονιά;
Είχε πει ότι η μαγεία βρίσκει πάντα λύσεις. ΄Ισως η βροχή να είναι η
κακιά μάγισσα που προσπαθεί να μας εμποδίσει να βρούμε τη Χρυσαφένια. Εμείς λοιπόν θα αψηφήσουμε τη βροχή και θα
παλέψουμε να φθάσουμε στον προορισμό μας. Έλα πάρε τη ροζ ομπρέλα κι εγώ τη μπλε και φύγαμε".
Η Μιρέλ κι
ο Ντομινίκ προχωρούν με δυσκολία στα λασπόνερα,
σκοντάφτουν, πέφτουν,σηκώνονται και συνεχίζουν την πορεία τους ώσπου έξι ξωτικά
με σηκωμένα αυτιά και γουρλωμένα μάτια τους περιτρυγυρίζουν και στήνουν ένα ξέφρενο χορό γύρω τους τραβώντας τους να συμμετέχουν. Οι δυό φίλοι
αρνούνται και προσπαθούν να ξεφύγουν. "Μιρέλ δώσε μου το χέρι σου, μη φοβάσαι, είναι τα ξωτικά της
μάγισσας βροχής που εμποδίζουν το δρόμο μας, αλλά θα τα καταφέρουμε".
Τα ξωτικά συνεχίζουν να τους πολιορκούν να τους σπρώχνουν να τους τσιμπάνε και να
προσπαθούν να τους πάρουν τις χρωματιστές ομπρέλες
τους. Δεν τα καταφέρνουν όμως και φεύγουν
απογοητευμένα. Ίσως πάνε να ζητήσουν
βοήθεια από τη μάγισσα βροχή, σκέφτεται ο
Ντομινίκ.
Φθάνουν σε μια κατηφόρα κι η Μιρέλ διστάζει να συνεχίσει.
"Δεν μπορώ Ντομινίκ, αισθάνομαι
πολύ αδύναμη και φοβισμένη. Ωχ-ωχ κατρακυλάω, βοήθεια, βοήθεια Ντομινίκ…"
Οι δυό φίλοι βρίσκονται τώρα κουλουριασμένοι
στην όχθη ενός μικρού ποταμού. Εκει τους οδήγησε η κατρακύλα. Η Μιρέλ πονάει πολύ στα
πόδια της κι ο Ντομινίκ
αγωνιά. Είναι σε καλύτερη κατάσταση από εκείνη αλλά όπως φαίνεται δεν θα
μπορέσουν να συνεχίσουν. Τότε ο Ντομινίκ
αρχιζει να κουνά ρυθμικά τη μπλέ και ρόζ ομπρέλα με την ελπίδα να τους δεί
κάποιος από ψηλα.
"Αχ Χρυσαφένια κάνε κάτι, βοηθησέ μας".
"Έρχοοομαι" ακουγεται μια φωνή από ψηλα κι
ωσπου να γυρίσουν να δούνε από πού έρχεται η φωνή, παρουσιάζεται μπροστά τους
ένα φτερωτό άσπρο άλογο με χρυσαφένια φτερά.
"Γειά σας, είμαι ο Φαγιούμ
ο αγγελιοφόρος, μη φοβάστε, ανεβείτε στην πλάτη μου και θα σας οδηγήσω
εγώ στη Νεραιδοχώρα να συναντήσετε τη Νεράιδα".
"Τι όμορφα που φαίνονται όλα κάτω από ψηλά,
πόσο χαρούμενη νιώθω Ντομινίκ". "Το ίδιο κι εγώ καλή μου Μιρέλ. Ααα τι βλέπω κάτω,
κουκλίστικα χρωματιστά σπιτάκια και μερικά λαμπυρίζουν".
"Φθάσαμε στη
Νεραιδοχώρα, εδώ είμαστε" λέει ο Φαγιούμ
και σταματά μπροστά σε ένα χρυσαφένιο σπιτάκι.
Δυο νάνοι με χρυσά σκουφάκια και φωτεινά μάτια στέκονται στην πύλη του
σπιτιού. "Τον κωδικό παρακαλώ" ζητάει από τα παιδιά.
"Αμούρ"
αναφωνούν και οι δύο και κλείνουν το μάτι στον Φαγιούμ.
"Μπράβο δεν τον ξεχάσατε" τους λεει χαμογελαστά.
"Περάστε θα σας οδηγήσω στη Νεράιδα" λένε τα
νανάκια.
"Ω, τι όμορφη που είσαι
Χρυσαφένια. Μακρια ξανθά μαλλιά, χρυσή φούστα, χρυσές μπότες, χρυσό ραβδί".
"Ευχαριστώ καλά μου παιδάκια. Τι σας φέρνει σε
εμένα;"
"Θέλουμε τη μαγική σου χρυσόσκονη για το
Χριστουγεννιάτικο δέντρο του σχολείου
μας. Θέλουμε να είναι λαμπερό να
αστράφτει κι όταν το ακουμπάμε να βγαίνουν από τα φύλλα του χρυσά αστεράκια και
να πλημμυρίζουν το χώρο".
Η Χρυσαφένια χαμογέλασε και πήγε να φέρει το σακκουλάκι
με τη χρυσόσκονη. "Σε ευχαριστούμε πολύ
καλή μας νεράιδα"
Την αποχαιρετούν ευτυχισμένα κι ανεβαίνουν στην πλάτη του
Φαγιούμ και… "Μιρέλ, Ντομινίκ,
ξυπνήστε παρακοιμηθήκατε στον καναπέ μπροστά στο τζάκι. Ελάτε, ετοιμαστείτε για
μια όμορφη βόλτα στο δάσος. Σταμάτησε η βροχή
κι εχει βγεί λαμπερός ήλιος".
"Ευχαριστούμε γιαγιά Μαντλέν, ναι,
παρακοιμηθήκαμε αλλά είδαμε ένα
χρυσαφένιο όνειρο. Πάμε".
Συγγραφέας: Ευτυχία Χαλκιά - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου