Ένα γλυκό παραμύθι, για την
αξία της φιλίας. Το σκέφτηκα πριν καιρό,
το έγραψα πριν από λίγο, να το μοιραστώ με όσους πιστεύουν όχι μόνο στη φιλία
αλλά και σε όσους μπορούν να είναι και
φίλοι. Πολλοί πιστεύουμε σε αυτή, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε κιόλας σωστοί,
πραγματικοί φίλοι. Στη ζωή μας γνωρίζουμε συχνά κόσμο, που μας ξεγελά, αλλιώς
μας φαίνονται κάποιοι και άλλα άτομα
προκύπτουν. Δυστυχώς είμαι και εγώ από
αυτά τα άτομα, που άλλους νόμιζα για φίλους και άλλοι μου στάθηκαν…. Δεν με ενδιέφερε ποτέ ένας φίλος, που
στεκόταν δίπλα μου στην αποτυχία, αλλά πόσοι άντεξαν στην επιτυχία μου και την
συνεχή προσπάθεια μου. Δυστυχώς λίγος ο
αριθμός… Δεν πειράζει, άλλωστε κάποτε ένας σοφός είπε, πως αν δεν μπορείς να
έχεις ένα πραγματικό φίλο, τότε γίνε, φίλος, εσύ του εαυτού σου…
Σας το αφιερώνω…
Μια φορά και έναν καιρό
λοιπόν. Ένας άντρας με το άλογο του και τον σκύλο του περπατούσαν σε ένα δάσος.
Την ώρα που περνούσαν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, έπεσε κεραυνός και πέθαναν
και οι τρεις.
Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και συνέχισε την πορεία με τα δυο του ζώα.
Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και συνέχισε την πορεία με τα δυο του ζώα.
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και
αυτοί ανέβαιναν σε έναν λόφο. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός και αυτοί ίδρωναν και
διψούσαν.
Σε μια στροφή του δρόμου είδαν
μια πανέμορφη μαρμάρινη πύλη, που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες
από χρυσάφι.
Ο διαβάτης μας, κατευθύνθηκε
προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο.
- Καλημέρα
- Καλημέρα! απάντησε ο
φύλακας.
- Πως λέγεται αυτό το τόσο
όμορφο μέρος;
- Αυτός είναι ο παράδεισος.
- Τι καλά που φτάσαμε στον
παράδεισο, γιατί διψάμε.
- Μπορείτε κύριε να μπείτε και
να πιείτε όσο νερό θέλετε! και του έδειξε την πηγή.
- Και το άλογο και ο σκύλος μου
διψούν επίσης…
- Λυπάμαι!… είπε ο φύλακας,
αλλά δεν επιτρέπεται η είσοδος στα ζώα…..
Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία γιατί διψούσε πολύ, δεν ήθελε όμως να πιει μόνο αυτός. Έτσι ευχαρίστησε τον φύλακα και έφυγαν.
Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα
στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις, έφτασαν σε ένα άλλο μέρος που
ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σε έναν χωματόδρομο περικυκλωμένο από
δέντρα. Στην σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας που είχε το κεφάλι του
σκεπασμένο με ένα καπέλο. Μάλλον κοιμόταν.
- Kαλημέρα, είπε ο διαβάτης.
- Ο άντρας έγνεψε σε απάντηση
με το κεφάλι του.
- Διψάμε πολύ! το άλογο μου, ο
σκύλος μου, και γω…
- Υπάρχει μια πηγή σε εκείνα
τα βράχια, είπε ο άντρας δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Ο άνθρωπος το άλογο και ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν την δίψα τους. Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα. Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε, του απάντησε εκείνος.
- Συγγνώμη κιόλας, αλλά πως
ονομάζεται αυτό το μέρος; ρώτησε ο άντρας τον φύλακα
- ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
- Ο παράδεισος; Μα ο φύλακας
της μαρμάρινης εισόδου, μου είπε ότι εκεί ήταν ο παράδεισος.
- Εκείνο δεν ήταν ο παράδεισος
ήταν η κόλαση.
Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
- Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να
χρησιμοποιούν το όνομα σας. Αυτή η λάθος
πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα!.
- Σε καμία περίπτωση –
αντέτεινε ο άντρας. Στην πραγματικότητα μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί
παραμένουν όσοι, είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλυτέρους τους φίλους…
Εσείς; μέχρι που θα φτάνατε για τους καλύτερους σας φίλους;
Θα μπορέσουμε να φτάσουμε στην
δεύτερη πύλη;
Με αγάπη.
Χρυσόθεμις
Συγγραφέας: Χρυσοθέμις Περδικέα - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου