Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

“Ο προτελευταίος πειρασμός” Μέρος Γ του Θουκή Θουκή

(…συνέχεια του μέρους Β)

- Τρέχω και γω αλλά δεν τον πρόλαβα τον επιστήθιο φίλιο μου πέθανε και είχανε προλάβει και τον είχανε ήδη χώσει σαβανωμένο μέσα στη σπηλιά. Λοιπόν, είπαμε, οι μαθητές γύρω, γύρω, κόσμος πολλής μαζεμένος, μέχρι τότε είχα ήδη γίνει ευρέως γνωστός …

- Εβραίος είναι το σωστό.

- Δουλειά σου, οι αδελφές του λίγο πιο κει να έχουν σύρει σπαρακτικότατο θρήνο, μεταξύ μας και λίγο για το θεαθήναι γιατί δεν τον πολυσυμπαθούσαν τον αδελφό τους, δεν δούλευε για την προίκα τους και τις έδερνε κιόλας κάθε φορά που τα έτσουζε λιγάκι και γω εκεί, μπροστά  από το σπήλαιο, πιστός στην -αποστολή μου να φωνάζω «νύχτα στάσου».

- Ε;

- Συγνώμη. «Λάζαρε, δεύρω έξω» εννοώ. «Λάζαρε, δεύρω έξω». Βρε Λάζαρε; Δεύρω έξω παιδί μου λέμε. Τίποτα αυτός. Σκοτεινή από μέσα η σπηλιά, όσο κι αν καρτερούσαμε λευκή λιπόσαρκη σαβανωμένη φιγούρα να βγαίνει προς τα έξω … γιοκ.

- Αχ, είδες και συ την ταινία του Τζεφιρέλι που θα δείχνει κάθε, μα κάθε, μα κάθε Πάσχα ε;

- Ναι στα προσεχώς. Αφού δεν έχει γυριστεί ακόμα μωρέ πως να τη δω; Δε με παρακολουθείς. Δε με παρακολουθείς! Αποφασίσω λοιπόν και γω ο «Εκλεκτός» και μπαίνω στη σπηλιά.

- Μα μέσα στον τάφο;

- Ε; Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Τι ήθελες δηλάδή να κάνω; Είχανε μαζευτεί και κάτι γραμματείς και φαρισαίοι έτοιμοι να πάνε ντουγρού στον Καΐάφα να χύσουν το δηλητήριο τους, άιντε καημένε Ιησού λέω, ή ταν ή επί τας, μπαίνω στα τρίσβαθα της σπηλιάς και τι να δω;

- …

- Σε ρωτάω καλέ; Τι είδα;

- Που να ξέρω Άσπιλε; Εγώ δεν είμαι παντογνώστης όπως ο Άλλος.

- Σωστά. Μπαίνω που λες στη σπηλιά και βλέπω τον Λάζαρο να έχει βγει ο μισός τσίτσιδος έξω απ’ το σάβανο και να πίνει ούζο. Και πριν με ρωτήσεις που το βρήκε το ούζο μέσα στη σπηλιά ούτε εγώ ξέρω γιατί ούτε εγώ είμαι παντογνώστης …, ακόμα. Τι κάνεις εδώ πέρα ωρέ, τον ρωτάω, δεν είσαι πεθαμένος; Εν το μεταξύ σφηνάκι στο σφηνάκι ντίρλα αυτός, κάτι πως πρέπει να έπεσε ξερός από το πολύ πιοτό μου τσαμπουνούσε, κάτι ίσως και από νεκροφάνεια, η ουσία ήταν πως ήταν εκεί μπροστά μου ολοζώντανος. Και απ’ έξω τώρα όλοι, μα όλοι, ακόμα και ο κουτοπόνηρος ο Θωμάς, να περιμένουν το μέγα θαύμα, την Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια ένα πράγμα. Μπλόκαρα. Για πρώτη φορά άδειασε ο νους μου.

- Είναι γιατί είσαι ο Αθώος των αθωοτέρων Χριστέ μου. Εγώ στη θέση σου θα τον σκότωνα. Θα τον σκότωνα για να τον αναστήσω.

- Τι λε ρε; Και άμα έκανα φόνο μετά όλα αυτά περί αναμάρτητου πως θα τα μάζευα που θα με παίρνανε με τις ντομάτες;

- Ορθώς.

- Ορθώς και τουμπεκί ώσπου να τελειώσω. Κάναμε συμφωνία. Εγώ με τον Λάζαρο. Θα έβγαινα εγώ, θα του ξαναφώναζα να τσακιστεί να βγει έξω, αυτός θα έβγαινε και μπουμ να το σπουδαιότερο θαύμα όλων.

- Και φυσικά και έτσι έγινε.

- Τι να σου πω βρε Εωσφόρε, ώρες, ώρες με τρελαίνει η αισιοδοξία σου. Πως να έγινε έτσι μωρέ αφού βγήκε μεν έξω όπως συμφωνήσαμε αλλά έτσι σουρωμένος όπως ήταν ξέχασε ποιο θαύμα κάναμε και άρχισε το ούμπαλο να φωνάζει, «βλέπωωω», «βλέπωωω»;;;

- Πραγματικά. Πραγματικά δηλαδή δεν έχω λόγια. Τι να πω Ιησού; Δεν ξέρω τι να πω;

- Να μην πεις τίποτα. Άντε τράβα και συ τώρα στη δουλειά σου και ούτε για προτελευταίους πειρασμούς είμαι εγώ απόψε, ούτε για προδοσίες, σιγά μην ερχόταν στην ώρα του ο Ιούδας. Ούτε για Πόντιους Πιλάτους είμαι, ούτε για μαστιγώματα, για αγκάθινα στεφάνια, ξιφολόγχες, τάφους, αναστάσεις, αναλήψεις, φτάνει, κουράστηκα, δεν αντέχω άλλο.

- Ε, όχι αυτό δε γίνεται.

- Ποιος ήρθε;

- Όχι, λέω, μπορεί να είσαι λίγο αποκαρδιωμένος …

- Λίγο;

- Εώς και πολύ αλλά να μην προχωρήσει η Σταύρωση και η Ανάσταση δε γίνεται.

- Βαλτός είσαι μωρέ; Εσύ είσαι ο πρώτος που πρέπει να χαίρεσαι που δεν θα γίνουν όλα αυτά.

- Ναι, δε λέω, μια χαρά λίγο θα την πάρω, αν δεν ευοδωθεί ο σχεδιασμός του «Υψίστου» αλλά και πάλι, άμα δεν υπάρχει η ελπίδα για την μετά τον θάνατο λύτρωση, εγώ πως θα βασανίζω με τις ενοχές μετά τους ανθρώπους;

- Φίλε μου δε σε καταλαβαίνω.

- Κι όμως είναι απλό Ιησού. Το κακό, δηλαδή εγώ, δεν έχει μέτρηση. Όπως δεν μπορείς να μετρήσεις την νύχτα. Ή το κρύο. Μετράς πάντα το φως. Η νύχτα, το πόσο βαθιά είναι, εξαρτάται από το πόσο πολύ ή λίγο φως έχει. Όσο βαθύ και να είναι το σκοτάδι μια ακτίδα φωτός και αμέσως πουφ .. πάει. Όπως και το κρύο είναι ανάλογο με την έλλειψη της θερμότητας. Λέμε κάνει ζέστη έχει τόσους βαθμούς κελσίου, ή κάνει κρύο έχει τόσους λίγους βαθμούς κελσίου. Δεν υπάρχει μέτρηση για το κρύο μόνο για τη θερμότητα υπάρχει, δηλαδή μόνο για το φως. Άρα όπως δεν είναι μετρήσιμα το κρύο και το σκοτάδι, έτσι δεν είμαι μετρήσιμος ούτε εγώ. Δηλαδή, αν δεν υπάρχεις εσύ για να αναμετριόμαστε τότε αυτόματα παύω να υπάρχω και εγώ. Ιησού άκουσε με. Η νύχτα χρειάζεται τη μέρα. Χωρίς το καλό, απλά δεν υπάρχει το κακό.

- Μα …

- Δεν έχει μα και ξεμά. Εγώ οπωσδήποτε θέλω να συνεχίσω να υπάρχω. Να τον Ιούδα που φτάνει με τους στρατιώτες του ναού. Και το πουγκί του φαίνεται γεμάτο. Άντε, πάρε βαθιά ανάσα και μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει. Ξύπνα τους μαθητές σου και ετοιμάσου για αυτό το πιο απαραίτητο, το πιο ιερό μαρτύριο.

- Μα αφού δε θέλω, δε θέλω.

- Ααα, θα με νευριάσεις. Η μάνα σου φταίει που σε έκανε τόσο μαλθακό, ο γιος μου είναι Θεός κι ο γιος μου είναι Θεός, μα την Παναγία δηλαδή,. Άντε, εμπρός, οι μαθητές σου από τη φασαρία ξύπνησαν ήδη, ωωχ πάει, έκοψε τ’ αυτί του κακόμοιρου του στρατιώτη ο Πέτρος, τι μπουνταλάς Θεέ μου, α, και που σαι;

- Ναι;

- Και για τα όσα θα διαβάζουν για σένα δισεκατομμύρια άνθρωποι από δω και πέρα, μη σε μέλει. Όταν θα αρχίσουν οι Ευαγγελιστές και οι Άγιοι Πατέρες να τα γράφουν, θα γραφτούν όλα σωστά και όλα καθώς πρέπει. Θα το φροντίσω Εγώ.

ΤΕΛΟΣ

 

Συγγραφέας: Θουκής Θουκή – Σπουδαστής Tabula Rasa

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου