- Ιησού, Ιησούουου…
- Τι;
- Ω, μακάριε εσύ ο εκλεκτός των Εθνών, ω, πρωτότοκε της δημιουργίας και άρτε της ζωής, ω, υπέρλαμπρο άστρο εκ του Αβραάμ και του βασιλέως Δαβίδ, δοξάζω σε. Ω, εσύ, κέρας σωτηρίας, ω, εσύ ο νυμφίος Λυτρωτής και η αληθινή άμπελος, ω, ήλιε δικαιοσύνης, προσκυνώ σε. Αιτία της αιώνιας σωτηρίας εσύ, εσύ ο χθες, ο σήμερον και ο εις τους αιώνας, άκακε αμνέ, τρυφερέ βλαστέ και τρομερέ κριτή ορατών τε πάντων και αοράτων, ο πρώτος και ο έσχατος, ο αρχιποιμήν, ο αρχιερεύς, ο αρχί…
- Ω, αρχιπαπαριές.
- Μπαρτόν;
- Δε μας χέσεις ρε Νταλάρα νυχτιάτικο.
- Ο Χριστός κι Απόστολος τι γλώσσα είν’ αυτή;
- Αυτή έχω κι άμα γουστάρεις.
- Γαλιλαίε Ναζαρινέ! Γιατί τόσα νεύρα;
- Στο είπα τότε στην έρημο που με βρήκες τσακισμένο απ’ τη νηστεία σαράντα τόσα μερόνυχτα και πήγες να με αποπλανήσεις, στο ξαναλέω και τώρα «ύπαγε οπίσω μου σατανά».
- Καλά αυτά μας τα παν κι άλλοι.
- Τι θες πάλι μωρέ;
- Τι να θέλω καλέ; Μεγάλη Πέμπτη είν’ απόψε δεν είναι;
- Είναι που να μην ήτανε.
- Και εσύ δεν είσαι έτοιμος τώρα δα να πεις το «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο»;
- Είμαι που να μην ήμουνα.
- Ε, στην ώρα μου και γω, ήρθα για τον προτελευταίο πειρασμό. Για να εκπληρώσω τον ρόλο που μου ανάθεσε ο … ο … ξέρεις Ποιος.
- Ξέρω που να μην ήξερα.
- Δόξα σοι. Γκμ, γκμ. Εδώ λοιπόν, λίγο έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ, στους πρόποδες του όρους των Ελαιών, εδώ στον καταπράσινο κήπο της Γεσθημανής …
- Γεθσημανή.- Σόρι;
- Κήπος της Γεθσημανή λέγεται, απ’ το ελαιοτριβείο εδώ πιο κάτω, όχι Γεσθημανής όπως θα επικρατήσει αργότερα.
- Ε καλά, δεν είναι Γιάννης είν’ Γιαννάκης.
- Όχι, όχι να τα λέμε με το όνομα τους τα πράγματα, όχι το κοντό του και το μακρύ του, οποιανού του καπνίσει. Άντε γιατί τα χω πάρει που τα χω πάρει μ’ αυτούς τους τρεις εκεί κάτω που κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, τα ζώα, την ώρα της πιο μεγάλης μου αγωνίας, μην την πληρώσεις εσύ.
- Καλέ το ροχαλητό του Πέτρου είναι που ακούγεται έτσι; Και γω νόμιζα είν’ απ’ τον παρακείμενο χείμαρρο.
- Του Ιάκωβου είναι, που έχει κρεατάκια στη μύτη. Όχι πως του Πέτρου το αλυσοπρίονο πάει πίσω δηλαδή, ή του Ιωάννη που ροχαλίζει τ’ ανάσκελλα το γαϊδούρι, ο αγαπημένος μου μαθητής μετά σου λέει, γι’ αυτό νευριάζω. Σου κολλάνε μια ταμπέλα κι άντε μετά να ξεμπερδέψεις.
- Και γιατί δεν τους ξυπνάς;
- Τρεις φορές πήγα μωρέ, τρεις. Τι, μια ώρα σας ζήτησα για μένα μωρέ να είστε σε επιφυλακή τους παραπονέθηκα, τι τους έβαλα τις φωνές, «γρηγορείτε» βρε βόδια, «γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθετε εις πειρασμόν» τίποτα αυτοί, τέζα, είχε μετά και το θράσος ο κύριος Πέτρος ο «πριν ο αλέκτορ λαλήσει τρεις», να μου αντιμιλήσει με την τσίμπλα στο μάτι, το σκατό, «καλά όλα αυτά δάσκαλε αλλά … «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής».
- Καλέ, στην «Καινή Διαθήκη» θα γράφει πως εσύ το είπες αυτό.
- Είδες; Είδες που σου λέω; Ότι του φανεί του λωλοστεφανή. Όλα στραβά ρε φίλε, όλα από την αρχή μου έχουν πάει στραβά!
- Εγώ πάντως στην έρημο μια χαρά Θεάνθρωπο σε άφησα.
- Ε, βέβαια εσύ ήρθες, σκούπισες, τελείωσες. Μας «πείραξες» τις τρεις φορές που γράφει μέσα το συμβόλαιο σου και μετά μην τον είδατε.
- Είχε τσάμπιονς λίγνκ.
- Για ρώτα όμως και μένα που αμέσως μετά ξεκίνησε ο Γολγοθάς μου.
- Ο Γολγο … . Μα αφού αύριο Μεγάλη Παρασκευή θα … .
- Όχι μωρέ αυτός ο υλικός, το άκακο το βουναλάκι, ο άλλος ο βαρβάτος, ο ψυχικός μου Γολγοθάς ξεκίνησε. Ξεμπέρδεψα που λες από την έρημο και δεν πρόφτασα να φτάσω λιμασμένος πίσω στη Ναζαρέτ και με περίμενε στο ξεπόρτι η μάνα μου …
- Μεγάλη η χάρη της.- Αυτό. Με περίμενε εκεί μπάστακας με τον καλό μου τον χιτώνα, τον λευκό που μου πάει, μάνα μια μπουκιά στο στόμα να βάλω τρέμουν τα πόδια μου, δεν προλαβαίνουμε μου λέει θα φας στον γάμο.
- Της Κανά;
- Όχι της Καρντάσιαν. Της Κανά ντε, που βάλανε χλωρά ξύλα στους φούρνους κι αργήσανε να πυρώσουνε και μένα στο μεταξύ με είχε κόψει τέτοια λόρδα που δεν έβλεπα μπροστά μου και επειδή τους το είχε ήδη προφτάσει η μάνα μου …
- Ευλογημένο το όνομα της.
- Ποιος είμαι τέλος-πάντων, μου φέρανε να ευλογήσω τι νομίζεις;
- Οι Αγίες Γραφές θα μιλάνε ξεκάθαρα για νερό.
- Ποιο νερό ρε, όλα στραβά σου λέω! Με τόση ανομβρία που νερό να ευλογήσω, να πιούμε λίγο Μπουτάρη να ξεγελαστεί το στομάχι μου, ρίγανη μου φέρανε, την είχανε λίγη, «να την πολλαπλασιάσεις σε παρακαλάμε δάσκαλε, να ρίξουμε στο αρνάκι να πάρει γεύση» και εγώ που με θέριζε κανονικά πια η πείνα της ρίχνω εντελώς απερίσκεπτα μια ευλογία και …
- Και;
- Τι και χριστιανέ μου; Τι γίνεται η ρίγανη άμα την ευλογήσεις;
- Τι γιν … . Α!!!
- Α, γεια σου! Και δεν φτάνει που τους έκανα την ρίγανη αλγερινό χασίς, την πολλαπλασίασα κιόλας τρομάρα μου και όχι μόνο ρίξανε στο αρνάκι αλλά τυλίξανε και κάτι ξεγυρισμένους δίφυλλους μπάφους και εκεί να δεις τι ωραία γεύση που πήρε το αρνάκι που το ξεκοκκαλίσαμε οι μισοί ανεβασμένοι στα τραπέζια και οι άλλοι μισοί να τρέχουμε για σοκολάτες.
- Ίον να παίρνεις, βοηθάνε καλύτερα.
- Που ευτυχώς να λες που συνήλθα γρήγορα και λέω στην μάνα μου …«Χαίρε κεχαριτωμένη».
- Μέσα είσαι. Μια πόρνη της λέω μάνα, μια πόρνη τώρα για να τρέξουν να την λιθοβολήσουν.
- Ααα, για το «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω». Έξυπνο.
- Διαβασμένο σε βρίσκω.
- Εμ τι καζάνια στη κόλαση κολλάμε!
(...Η συνέχεια στο Μέρος Β)
Συγγραφέας: Θουκής Θουκή – Σπουδαστής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου