Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

“Ο προτελευταίος πειρασμός” Μέρος B του Θουκή Θουκή

(…συνέχεια του μέρους Α)

- Και καταφτάνει η πόρνη, που μεταξύ μας τον γαμπρό ήθελε να ξεμπροστιάσει που πέρασε το προηγούμενο βράδυ, το μπάτσελορ του, όλο μαζί της και αρχίζουν πρώτες οι γυναίκες να την κυνηγάνε, τις ακολουθούν και όλοι οι άντρες που θέλανε να της κλείσουν το στόμα, σηκώνομαι και γω και τους ακολουθώ καθαρίζοντας τον λαιμό μου, γιατί μετά το φιάσκο με τη ρίγανη αυτό έπρεπε να κυλίσει άψογα καταλαβαίνεις!

- Αλίμονο.

- Και όπως την γώνιασαν εκεί σε έναν τοίχο και την αρχίσανε στον πετροπόλεμο την καψερή, σηκώνω και γω με εξουσία και ένταση το χέρι για να προλάβω και βροντοφωνάζω την γνωστή ατάκα αλλά πριν προλάβω ρε φίλε να τελειώσω το «βαλέτω» …, στο «βαλέ …» τρώει η πόρνη μια κοτρόνα να, με το συμπάθιο, στο δόξα πατρί και πάρτην κάτω. Τι ανακατεύεσαι ρε μάνα γυρίζω και της φωνάζω έξαλλος!

- Α, της έριξε πέτρα η αναμάρτητη, απ’ το «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο».

- Αυτή η μάνα μου, μου βγάζει δηλαδή την Παναγία.

- Εντάξει, Ηρέμησε. Ηρέμησε. Είχες μια δυο αναποδιές. Αυτά συμβαίνουν στους Σωτήρες. Για να φτάσεις όμως εδώ, θέλω να πω για να βρισκόμαστε όλοι εδώ τώρα, ένα βήμα πριν την τελική θυσία στον σταυρό …

- Αχ, μη το θυμίζεις, μη μου το θυμίζεις.

- Πάει να πει πως όλα τα υπόλοιπα πήγαν κατ’ ευχήν. Σωστά;

- Τίποτα δεν πήγε σωστά. Τίποτα. Στην κατάπαυση της τρικυμίας π.χ. που ξέχασε η μάνα μου να …

 - Η Θαλασσομάχισσα!

- Ή η θαλασσοπνίχτρα ανάλογα πως το πάρει κανείς. Που ξέχασε να μου βάλει στο σάκο τη δραμαμίνη και από τη ναυτία όχι να κατευνάσω τα κύματα, ούτε να σταθώ όρθιος δεν μπορούσα και ξερνοκόπησα, μέσα στη λίμνης της Γεννησαρέτ, όλο εκείνο το νόστιμο το αρνάκι, άσε που κανείς από τους άλλους δώδεκα άχρηστους που μάζεψα δεν ήξερε να κουμαντάρει το καΐκι και …

- Μα αφού ο Πέτρος και ο Αντρέας είναι έμπειροι ψαράδες.

- Συγνώμη, από την φράση «μην πιστεύεις όσα γράφονται για μένα» ποια είναι η λέξη που σε δυσκολεύει;

- Σκουζάτε μι, συνέχισε.

- Και πήγαμε και καραβοτσακιστήκαμε. Και αφού στεγνώσαμε καλά, καλά ευκαιρία λέω, να περπατήσω πάνω στο νερό …

- Ε όχι αυτό το θαύμα το έκανες πολύ εντυπωσιακά. Θυμάμαι που έφτασε στα αυτιά ολονών μας κάτω στην κόλαση και θαυμάσαμε όλοι το ταλέντο σου από τα απλά δαιμόνια ως τον θαμπωμένο Βελζεβούλ.

- Ααχ, αυτές οι κολακείες είναι που με φάγανε! Γιατί όση ώρα εγώ δεχόμουνα τα συγχαρίκια, ο κύριος Πέτρος …

- Πάλι;

- Μα αφού σου λέω εγώ απ’ αυτόν θα πάθω το εγκεφαλικό. Ο κύριος Πετράκης αποφάσισε να περπατήσει κι αυτός πάνω στο νερό.

- Μα…

- Μην με διακόπτεις. Σκέφτηκε, μου είπε μετά, πως αφού το νερό ήταν που ήταν ευλογημένο και πως εφόσον ήμουνα κι εγώ και εκεί για να βοηθήσω, τι ένα θαύμα την ημέρα τι δύο, σωστά; να τσιμπήσει κι αυτός λίγη δόξα. Και πάρτον να βουλιάζει μέσα στα βαθιά νερά με τα σαλάχια και τους καρχαρίες και να βουτάνε να τον βγάλουν και πάρτον να ξαναδοκιμάζει και να τον ξαναβγάζουν μισολιπόθυμο τον ξεροκέφαλο με τη κοιλιά τούμπανο γεμάτη νερό και ο κόσμος που στο μεταξύ είχε μαζευτεί γιατί είχε ακούσει για το θαύμα είχε αρχίσει να γιουχάρει μέχρι που μερικοί ζήταγαν και τα λεφτά τους πίσω.

- Πω, πω! Και τι έκανες;

- Τι να κανα; Τους πήρα και τους δώδεκα και φύγαμε άρον άρον! Α, και τώρα που είπα «άρον», το περπάτημα του παράλυτου; Άλλη τεράστια επιτυχία.

- Τι; Δεν ήταν παράλυτος ε;

- Τα πονηρά σου Εωσφόρε αλλού άκουσες; Μια χαρά παράλυτος ήταν, ούτε να περπατήσει μπορούσε ούτε καν να σηκωθεί και τον κατέβασαν ξαπλωτό και δεμένο στο κρεβάτι του από την στέγη ενός σπιτιού που μας φίλεψαν στην Καπερναούμ γιατί δεν μπορούσαν με άλλο τρόπο να με πλησιάσουν τόσος κόσμος είχε μαζευτεί μέσα και έξω.

- Άρα είχες ήδη μεγάλο σουξέ!

- Ναι τι να σου πω! Ευτυχώς δε λες που δεν υπάρχουν ακόμα τα σάητ και τα γιουτιούμπ να γίνουν βάιραλ τα ρεζιλίκια μας αλλιώς θα σου λεγα εγώ τι σουξέ θα είχα.

- Εμ, γι αυτό θα τα δημιουργήσω. Για να σου μπω λίγο στο μάτι.

- Και θα τα καταφέρεις. Ο παράλυτος που λες μια χαρά παράλυτος ήταν και σπουδαία πίστη στο Θεό είχε και το «άρον τον κρέβατον σου και περιπάτει» του αναφώνησα αλλά όπως σηκώθηκε να περπατήσει ανάμεσα σε αλαλαγμούς αντρών και λιποθυμίες γυναικών …

- Ε, αυτό με τις γυναίκες ειδικά, το χεις!

- Ναι, ναι τι να σου πω! Μια μας ερωτεύτηκε και μας, από κείνο το βράδυ που ήρθε να μου πλύνει τα πόδια, και δεν της άρεσε της κυράς Μαριώς της μάνας μου …

- Της Αγίας Βρεφοκρατούσας.

- Να σου πω, θα το κόψεις;

- Εσκιουζέ μουά.

- Γιατί δεν ήξερε να μαγειρεύει καλά μου έλεγε, και γιατί δεν ήξερε διπλοβελονιά, άρες μάρες κουκουνάρες ζήλιες της πεθεράς κατάλαβες, και της έβγαλε το όνομα της κακομοίρας, πάνω ελαφριά, κάτω παστρικιά και να δεις που θα της βγει το όνομα από δω και πέρα της Μαρίας μου της Μαγδαληνής στους αιώνας των αιώνων αμήν!

- Να πάμε πίσω στον παράλυτο;

- Και δεν πάμε. Σηκώθηκε που λες, κόσμος και κοσμάκης θαύμασε και άρχισε να χειροκροτεί, φορτώνετε ο παράλυτος τον κρέβατον του δια να περιπατήσει και έτσι όπως γύρισε απότομα προς την έξοδο πάρτους σβάρνα όσοι ήταν αριστερά του και όπως γύρισε να βολέψει τον κρέβατον καλύτερα από την άλλη πάρτους σβάρνα και τους εκ δεξιών. Και όσο του φωνάζαμε να ηρεμήσει και το βγάζει μετά το αναθεματισμένο το κρεβάτι, δεν ήταν θέμα μια κουβέντα είπαμε, τόσο αυτός δεν άκουγε, γιατί ξέχασα να σου πω, ήταν και κουφός, και όσο του κάναμε νεύματα μπας και μας δει και σταματήσει να θερίζει κόσμο τόσο παίρναμε χαμπάρι πως ήταν και τυφλός …

- Χαχαχα …

- Μη γελάς! Και στο καπάκι τον πιάνει και μια καραμπινάτη επιλήψία!

- Τι;

- Αυτό που άκουσες την γκαντεμιά μου μέσα! Γιατί ο κύριος παράλυτος, ήταν και κουφός ήταν και τυφλός ήταν και επιληπτικός που φυσικά, αγράμματοι και αμόρφωτοι όλοι, άρχισαν να ουρλιάζουν «δαιμονισμένος», «δαιμονισμένος» και τι να κανα και γω ο «Μονογενής» πες μου ποιο θαύμα να πρωτοκάνω! Άσε που κι απ’ το τσάκισμα τόσων ανθρώπων από το κρεβάτι του σακάτη, είχα ακόμα καμιά εικοσαριά άτομα θα γιατροπορέψω!

- Δεν το πιστεύω!

- Το ξέρω. Μια ζωή άπιστος είσαι. Αλλά το τελικό κτύπημα φίλε μου, αυτό δηλαδή που με έβγαλε εντελώς έξω από τον χιτώνα μου, αυτό που μου τσάκισε πίστη και πνεύμα ήταν… Ήταν… Ούτε να το πω δεν μπορώ.

- Ε, πες το ντε.

- Ο Λάζαρος.

- Ποιος Λάζαρος;

- Ο Λαζάρου. Ο μάστερ Σέφ. Ο Λάζαρος ο «δεύρω έξω».

- Τι; Δεν βγήκε;

- Βγήκε πως δεν βγήκε. Με μια καθυστέρηση φυσικά.

- Δεν καταλαβαίνω.

- Παιδί μου, ήρθαν και με βρήκαν απελπισμένες οι αδελφές του. Άρρωστός πολύ ο φίλος σου μου λένε, τη βγάζει δεν τη βγάζει τον προλαβαίνεις δεν τον προλαβαίνεις, ευκαιρία λέω και γω για το θαύμα των θαυμάτων, τον θρίαμβο της ζωής πάνω στον θάνατο, την τελική λύτρωση του ανθρώπου από την αμαρτία.

- Ναι, ναι απ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι.

 (…Η συνέχεια στο Μέρος Γ)

 

Συγγραφέας: Θουκής Θουκή – Σπουδαστής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου