Ημέρα
Πέμπτη απόγευμα. Το σεμινάριο λογοτεχνικής γραφής είχε μόλις ξεκινήσει. Μέχρι
εκείνη τη στιγμή τίποτε δε μαρτυρούσε ότι κάτι το αναπάντεχο επρόκειτο να
συμβεί. Ενώ ήμουν απορροφημένη από αυτά που μας εξηγούσε η καθηγήτρια σχετικά
με τον τρόπο γραφής ενός μυθιστορήματος, ξαφνικά η προσοχή μου αποσπάστηκε,
όταν είδα να μπαίνει αθόρυβα στην τάξη μια γυναίκα που δεν είχα ξαναδεί τις
προηγούμενες φορές. Υπέθεσα αρχικά ότι θα ήταν κάποια καινούρια μαθήτρια, αλλά
μου έκανε εντύπωση ότι κανείς άλλος δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της...
Η
μυστηριώδης γυναίκα με τα κόκκινα σγουρά μαλλιά, καθόταν αμίλητη και παρατηρούσε το χώρο. Κάτι το ανεξήγητο
συνέβαινε που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω.
«Λες
να ‘χω παραισθήσεις;“», αναρωτήθηκα. Ένα αίσθημα ανησυχίας σαν πέπλο τύλιξε το
μυαλό μου και θόλωσε τη σκέψη μου.
«Τι
να μου συμβαίνει άραγε; Λες να πάσχω από κάποια νοητική διαταραχή και να μην το
ξέρω; Αυτό μας έλειπε τώρα, ν’ αρχίσω να παίρνω σβάρνα τους ψυχίατρους!‘»,
σκέφτηκα.
Με
τις άκρες των ματιών μου κοίταζα διακριτικά προς την αριστερή πλευρά δίπλα μου
όπου καθόταν εκείνη. Είχε βγάλει απ’ τη λιλιπούτεια, πολύχρωμη, υφασμάτινη
τσάντα της ένα μπλοκ και κράταγε σημειώσεις. Με εντυπωσίασε ο ιδιαίτερα
γρήγορος τρόπος που έγραφε, αλλά και ο σχεδόν καλλιτεχνικός γραφικός της
χαρακτήρας. Δεν είμαι σίγουρη αν παρατήρησε ότι την κοιτούσα.
Το
τελευταίο μισάωρο, η καθηγήτρια μας ζήτησε να γράψουμε ένα σύντομο κείμενο
σχετικά με κάποιο θέμα της επικαιρότητας. Ένιωσα ότι θα δυσκολευόμουν ιδιαίτερα
να γράψω κάτι γι’ αυτό. Το μυαλό μου είχε μπλοκάρει στη σκέψη αυτής της
γυναίκας! Ήμουν σίγουρη ότι στο πέρασμα των δεκαπέντε περίπου λεπτών, δεν θα
είχα καταφέρει να ολοκληρώσω ούτε καν την πρώτη μου πρόταση!
Ξαφνικά
ένιωσα το βλέμμα της να στρέφεται προς την πλευρά μου και σχεδόν ψιθυριστά μου
υπαγόρευε το θέμα της άσκησης. Χωρίς να καταλάβω ιδιαίτερα το τι μου συνέβαινε άρχισα να γράφω τις σκέψεις μου επάνω στο χαρτί. Τις δικές της
σκέψεις δηλαδή, που ξεπηδούσαν απαλά από
τα χείλη της και καταλάμβαναν με απίστευτη ταχύτητα τα τοιχώματα της δικής μου
σκέψης. Στη συνέχεια γλιστρούσαν επάνω στο χαρτί και με την ίδια ταχύτητα
δημιουργούσαν λέξεις, προτάσεις, παραγράφους και τέλος κατάφεραν να γεμίσουν
μια ολόκληρη σελίδα σε λίγα μόλις λεπτά.
Η
ανάγνωση των γραπτών μας τελείωσε και η αίθουσα άρχισε ν’ αδειάζει. Έμεινα
καρφωμένη στο κάθισμα μου περιμένοντας να φύγουν όλοι από την τάξη. Επιτέλους
μόνη με την μυστηριώδη γυναίκα που πλέον ήταν βέβαιο ότι κανείς άλλος δεν
μπορούσε να δει εκτός από εμένα. Έστρεψα το βλέμμα μου επάνω της, ενώ το
υπόλοιπο σώμα μου παρέμενε άκαμπτο και βαρύ επάνω στην καρέκλα.
«Δεν
συστηθήκαμε», μου είπε εκείνη και μου άπλωσε το χέρι.
«Με
λένε Έμπνευση και ήμουν εδώ για ‘σένα σήμερα. Θα έρχομαι δίπλα σου όποτε
νιώθεις ότι με έχεις ανάγκη. Χάρηκα που σε γνώρισα και που μπόρεσα να κάνω κάτι
για να σε βοηθήσω».
Συγγραφέας: Τζένη Φωτάκη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου