
Για να μην πολυλογούμε, το κράτος πλήρωσε
και τον έστειλε σε ξένες χώρες, να φορτωθεί το πρόβλημα σε κάποιο ξένο κράτος ή
σε κάποιον άλλον, όπως άλλωστε συνηθίζεται να γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Πατέρας και γιος αντάμα δοκίμασαν Ανταρκτική, μα άρχισαν να σπάνε οι πάγοι,
δοκίμασαν την έρημο, μα άρχισε ν' ανοίγει διάπλατα η άμμος, δοκίμασαν κάθε
γωνιά τούτης της γης, μα πουθενά δεν μπορούσαν να σταθούν και να ζήσουν. Είχαν
περάσει λίγο περισσότερο από πέντε μήνες, μα ο γιος ακόμη δεν είχε συνηθίσει το
ροχαλητό, δεν γινόταν να συνηθίσεις έναν τόσο δυνατό ήχο και οι πιθανότητες να
τον αφήσει μέσα του αυξάνονταν. Ακόμη τα τύμπανά του είχαν παρουσιάσει κάποια
προβλήματα κι ο πατέρας του έλεγε συχνά-πυκνά να τον παραμελήσει. Τότε σκεφτόταν
πως θα πεθάνει, όσο ήταν εκεί δίπλα μαζί του, δεν είχε την δύναμη να πράξει
κάτι τέτοιο. Ήταν δύσκολο για τον γιο να τον αφήσει μόνο κι έρημο και κατά βάθος
γνώριζε πως σαν τον αφήσει μόνο, τότε ακαριαία θα επέλθει το τέλος. Πολλές
ενοχές παρουσιάστηκαν στο διάβα του κι οι τύψεις του ερχόταν τακτικές κάθε
βράδυ.
«Τι κρίμα» αναφώναζε «τις μέρες είναι τόσο…
είναι τόσο… είναι όπως ήτανε παλιά… είναι κανονικός».
Η λέξη φυσιολογικός τον τρόμαζε όσο το
ροχαλητό και ποτέ δεν την ξεστόμιζε ούτε ακόμη και στους πιο μικρούς και
χαμηλόφωνους μονόλογους του. Δεν υπήρχε άλλη λύση, ο γιος σκέφτηκε να
δοκιμάσουν κείνο το νοσοκομείο στην Αμερική, μήπως τους βοηθήσει, έστω λίγο,
έστω λίγο να κάνει το ροχαλητό πιο αθόρυβο, να μπορέσουν να ζήσουν. Ζήτησαν από
το κράτος του Ισημερινού (τότε εκεί βρισκόταν) την άδεια και λεφτά για το
ταξίδι και για τους γιατρούς κι εκείνοι αμέσως ανταποκρίθηκαν.

Πατέρας και γιος κατάφεραν έπειτα από
πολλές πολιτικές εμπλοκές (κουραστικό θα ήταν ν' αναφερθούν), να φθάσουν στην
χαοτική τους σοφίτα, που τα περισσότερα είτε τα είχε πάρει ο αγέρας είτε τα
είχαν κλέψει. Οι γιατροί στην Αμερική είχαν δώσει ένταλμα σε αυτούς της Ελλάδος
να προβούν στην ευθανασία. Ωστόσο ο πατέρας βρήκε σωστό και λογικό να μην το
μάθει κανείς προτού συμβεί το μοιραίο. Γι' αυτό το λόγο κείνη τη νύχτα πριν το
θάνατο, όλοι οι γείτονες, φίλοι, εχθροί, γνωστοί και άγνωστοι, νευρίασαν τόσο
με τον ερχομό του, που πήγαν να τον σκοτώσουν. Οι φωνές τους δεν κάλυπταν την φωνή
του ροχαλητού κι αυτό τους νευρίαζε πιότερο, κι έκανε τον πόθο τους να
σκοτώσουν ακόμη μεγαλύτερο.
«Έχουμε και μια ζωή, έχουμε κι εμείς
προβλήματα» έλεγαν ο ένας στον άλλον, για να τους ακούσει μάλλον το σύμπαν ή
κάποια ανώτερη δύναμη παρά ο πατέρας ή ο γιος. Σαν άκουσε ο γιος τις φωνές - μόνο
όταν ανέβαιναν τα τελευταία σκαλοπάτια λόγω του ροχαλητού - δεν πρόλαβε να
συνέλθει κι είδε την πόρτα να σπάει (εξάλλου μισοχαλασμένη ήταν). Προσπάθησε
πολύ, μα δεν κατάφερε να τους σταματήσει, δεν πρόλαβε καν να τελειώσει εκείνη
την πρόταση που έλεγε πως την άλλη μέρα ο πατέρας του θα πεθάνει.

Ο γιος πέθανε ύστερα από είκοσι χρόνια,
έζησε μία μέτρια ζωή, θέλησε να ενταφιαστεί δίπλα από τον πατέρα του, μήπως κι επιτέλους
τα βράδια τον ακούσει.
Συγγραφέας: Αποστόλης Παππάς - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου