Ο γιος του
λοιπόν τον ακολούθησε στο βουνό, παρά τα παράπονα του πατέρα. Όμως κιόλας την
πρώτη νύχτα, συνειδητοποίησαν πως δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο εκεί. Καθώς ο
πατέρας του ξεκίνησε το ροχαλητό, όπως κάθε φορά που κοιμόταν, κι η ηχώ από τα
φαράγγια έκαναν τον ήχο ακόμη πιο τρομαχτικό και ισχυρό. Από το πιο κοντινό
χωριό, τρία χιλιόμετρα μακριά, ισχυρίστηκαν πως τον ακούσανε και δεν έκλεισαν
μάτι. Οι παπάδες νόμιζαν πως γίνεται η Δευτέρα Παρουσία, τα ζώα το έσκασαν από
τις μάντρες και το απόλυτο χάος επικράτησε στο μέρος που πάντοτε ακουγόταν
μονάχα τα τζιτζίκια. Ο δήμος έκανε τα παράπονα στο κράτος, έστειλε και πόσες
επιστολές, κι έτσι πατέρας και γιος ξαναγύρισαν στην γειτονιά. Οι πάντες τους
περίμεναν πίσω από τις κουρτίνες και τα μάτια τους έλεγαν πως περνάει ο εχθρός...
Για να μην πολυλογούμε, το κράτος πλήρωσε
και τον έστειλε σε ξένες χώρες, να φορτωθεί το πρόβλημα σε κάποιο ξένο κράτος ή
σε κάποιον άλλον, όπως άλλωστε συνηθίζεται να γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Πατέρας και γιος αντάμα δοκίμασαν Ανταρκτική, μα άρχισαν να σπάνε οι πάγοι,
δοκίμασαν την έρημο, μα άρχισε ν' ανοίγει διάπλατα η άμμος, δοκίμασαν κάθε
γωνιά τούτης της γης, μα πουθενά δεν μπορούσαν να σταθούν και να ζήσουν. Είχαν
περάσει λίγο περισσότερο από πέντε μήνες, μα ο γιος ακόμη δεν είχε συνηθίσει το
ροχαλητό, δεν γινόταν να συνηθίσεις έναν τόσο δυνατό ήχο και οι πιθανότητες να
τον αφήσει μέσα του αυξάνονταν. Ακόμη τα τύμπανά του είχαν παρουσιάσει κάποια
προβλήματα κι ο πατέρας του έλεγε συχνά-πυκνά να τον παραμελήσει. Τότε σκεφτόταν
πως θα πεθάνει, όσο ήταν εκεί δίπλα μαζί του, δεν είχε την δύναμη να πράξει
κάτι τέτοιο. Ήταν δύσκολο για τον γιο να τον αφήσει μόνο κι έρημο και κατά βάθος
γνώριζε πως σαν τον αφήσει μόνο, τότε ακαριαία θα επέλθει το τέλος. Πολλές
ενοχές παρουσιάστηκαν στο διάβα του κι οι τύψεις του ερχόταν τακτικές κάθε
βράδυ.
«Τι κρίμα» αναφώναζε «τις μέρες είναι τόσο…
είναι τόσο… είναι όπως ήτανε παλιά… είναι κανονικός».
Η λέξη φυσιολογικός τον τρόμαζε όσο το
ροχαλητό και ποτέ δεν την ξεστόμιζε ούτε ακόμη και στους πιο μικρούς και
χαμηλόφωνους μονόλογους του. Δεν υπήρχε άλλη λύση, ο γιος σκέφτηκε να
δοκιμάσουν κείνο το νοσοκομείο στην Αμερική, μήπως τους βοηθήσει, έστω λίγο,
έστω λίγο να κάνει το ροχαλητό πιο αθόρυβο, να μπορέσουν να ζήσουν. Ζήτησαν από
το κράτος του Ισημερινού (τότε εκεί βρισκόταν) την άδεια και λεφτά για το
ταξίδι και για τους γιατρούς κι εκείνοι αμέσως ανταποκρίθηκαν.
Οι γιατροί στην Αμερική έδειξαν μεγάλο
ενδιαφέρον - μιας και πρώτη φορά στα χρονικά συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Έπεσαν
όλοι τους - άλλοι με καλές προθέσεις και άλλοι με κακές - να τον γιατρέψουν, να
του κάνουν πειράματα, να κάνουν κάτι τέλος πάντων. Πατέρας και γιος συμφωνούσαν
και έλεγαν «ναι» στα πάντα, όπως συμβαίνει άλλωστε όταν δεν υπάρχουνε ελπίδες.
Δυστυχώς έπειτα από ένα μήνα, δεν φάνηκε να υπάρχει κάποιο φάρμακο κι ήδη οι
περισσότεροι γιατροί απομακρύνθηκαν. Άλλοι πιο πιστοί στην επιστήμη συνέχισαν
την προσπάθεια κι άλλοι πρότειναν κατευθείαν την ευθανασία. Το πλεονέκτημα σε
κείνο το νοσοκομείο ήταν πως υπήρχε ειδικός εξοπλισμός ώστε να μην ακούνε οι
γιατροί το ροχαλητό. Όπως καταλαβαίνετε τα πειράματα γινόταν όσο κοιμόταν. Ο
εξοπλισμός πάντως ήταν πολύ ακριβός και δεν θα μπορούσε ποτέ μα ποτέ κάποιος να
τον αγοράσει. Πατέρας και γιος έμειναν εκεί άλλους δύο μήνες, αλλά μάταια. Ο
πατέρας είχε ήδη αποφασίσει εδώ και βδομάδες οριστικά την ευθανασία. Τον γιο
τον έπεισαν με τεράστια δυσκολία οι γιατροί, τους πήρε βδομάδες, του είπαν πως
ήταν το μόνο που μπορούσε να γίνει για να διαφύγει απ' την αγιάτρευτη ασθένεια.
Εν τέλει οι δυο τους ζήτησαν να γυρίσουν στο σπίτι τους και να πεθάνει στην
πατρίδα (πράγμα πολύ σημαντικό για τους παλαιότερους), να πεθάνει εκεί που
στέριωσε η ζωή του κι έγινε θρύμμα σε μία μόνο νύχτα.
Πατέρας και γιος κατάφεραν έπειτα από
πολλές πολιτικές εμπλοκές (κουραστικό θα ήταν ν' αναφερθούν), να φθάσουν στην
χαοτική τους σοφίτα, που τα περισσότερα είτε τα είχε πάρει ο αγέρας είτε τα
είχαν κλέψει. Οι γιατροί στην Αμερική είχαν δώσει ένταλμα σε αυτούς της Ελλάδος
να προβούν στην ευθανασία. Ωστόσο ο πατέρας βρήκε σωστό και λογικό να μην το
μάθει κανείς προτού συμβεί το μοιραίο. Γι' αυτό το λόγο κείνη τη νύχτα πριν το
θάνατο, όλοι οι γείτονες, φίλοι, εχθροί, γνωστοί και άγνωστοι, νευρίασαν τόσο
με τον ερχομό του, που πήγαν να τον σκοτώσουν. Οι φωνές τους δεν κάλυπταν την φωνή
του ροχαλητού κι αυτό τους νευρίαζε πιότερο, κι έκανε τον πόθο τους να
σκοτώσουν ακόμη μεγαλύτερο.
«Έχουμε και μια ζωή, έχουμε κι εμείς
προβλήματα» έλεγαν ο ένας στον άλλον, για να τους ακούσει μάλλον το σύμπαν ή
κάποια ανώτερη δύναμη παρά ο πατέρας ή ο γιος. Σαν άκουσε ο γιος τις φωνές - μόνο
όταν ανέβαιναν τα τελευταία σκαλοπάτια λόγω του ροχαλητού - δεν πρόλαβε να
συνέλθει κι είδε την πόρτα να σπάει (εξάλλου μισοχαλασμένη ήταν). Προσπάθησε
πολύ, μα δεν κατάφερε να τους σταματήσει, δεν πρόλαβε καν να τελειώσει εκείνη
την πρόταση που έλεγε πως την άλλη μέρα ο πατέρας του θα πεθάνει.
Τη νύχτα εκείνη κοιμήθηκε όλη η γειτονιά
εκτός τον γιο. Μία σιωπή πιο δυνατή των γειτόνων, μία σιωπή αλλόκοτη, μία σιωπή αιώνια έβγαινε
από το κουφάρι του πατέρα. Εκείνη η σιωπή ξύπνησε τους πάντες, τους
τρομοκράτησε περισσότερο κι απ' το ροχαλητό. Το χάραμα άλλοι είπαν «ήταν λάθος»
κι άλλοι «έτσι έπρεπε να γίνει». Άλλοι κατάλαβαν πως δεν τους πείραζε και τόσο
το ροχαλητό και πως ιδέα ήταν των κεφαλιών τους. Άλλοι είπαν «τι κρίμα» κι όχι
«τι κάναμε» κι άλλοι «του άξιζε» κι όχι «μας άξιζε». Τι σημασία έχει. Καθώς
όπως γνωρίζετε άλλωστε, μπροστά στο θάνατο εύκολα διαδέχεται η μία γνώμη την
άλλη, εύκολα καταρρίπτεται η μνήμη, εύκολα μεταμορφώνονται οι γνώμες. Κι όμως
τους τρώει κάθε νύχτα η σιωπή, δεν τους αφήνει να κοιμούνται, τους φοβίζει
κείνη η σιωπή περισσότερο κι απ' το ροχαλητό, το λάθος εκείνο που μόνο στην
γαλήνη ξεπροβάλλει.
Ο γιος πέθανε ύστερα από είκοσι χρόνια,
έζησε μία μέτρια ζωή, θέλησε να ενταφιαστεί δίπλα από τον πατέρα του, μήπως κι επιτέλους
τα βράδια τον ακούσει.
Συγγραφέας: Αποστόλης Παππάς - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου