Ξάφνου σηκώθηκε πάλι. Δεν άντεχε άλλο να διακόπτονται
- χωρίς την θέληση του - τα μονάκριβα όνειρα κι οι σκέψεις του λίγο πριν πέσει
για ύπνο. Εκείνη την βραδιά το ροχαλητό του πατέρα του ήταν τόσο αθώο κάτω από
τις σκιές των βλεφάρων και το ξάστερο βλέμμα, ωστόσο δεν έπαυε να ενοχλεί τους
πάντες...
Οι γιατροί άλλωστε έλεγαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Του είχαν
βγάλει θαρρείς όλο το κρέας από τη μύτη κι είχαν δοκιμάσει πάνω του θεραπείες
ακόμη και από τις Ασιατικές χώρες. Οι γείτονες (όλοι όσοι άκουγαν το ροχαλητό,
μέχρι και πεντακόσια μέτρα μακριά) έκαναν έρανο και μάζεψαν λεφτά για να βάλουν
στο σπίτι του κάτι μπρούτζινους τοίχους μόνωσης. Ετούτο πλήγωνε πολύ τον
πατέρα, μα ο γιος του τον έπεισε τελικά και αποδέχτηκαν την προσφορά. Προς
έκπληξη όλων, εκτός του γιου, ο ήχος του ροχαλητού ακόμη ακουγόταν παντού, σα
να γινόταν ολάκερος σεισμός, σα να είχε ένα πληγωμένο κοχύλι μες στο στόμα που
δάμαζε τη γλώσσα και γι' αυτό πολλές φορές τα κουτσομπολιά άρχισαν να λεν πως
το κάμει επίτηδες - ξέρετε - από πείσμα κι αντίδραση. Ωστόσο ο γιος του τον
γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον, κι άλλωστε τον παρακολουθούσε τις νύχτες - μιας
και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι - να κάνει γαλήνιους ύπνους και ζήλευε.
Ο γιος είχε ξεχάσει τα υπόλοιπα
προβλήματα, τους τσακωμούς με τον πατέρα, τα οικονομικά τους, τα πάντα είχαν
καλυφθεί κάτω από τους ήχους του ροχαλητού.
Κανένα άλλο πρόβλημα δεν τόλμαγε να βγάλει την φωνή του. Επίσης οι
γείτονες είχαν ξεχάσει και ‘κείνοι με την σειρά τους, τα λεφτά που τους
χρώσταγε, τις αντιπαραθέσεις, τις φιλίες και το μόνο που ήθελαν ήταν να τον
διώξουν από εκεί κοντά, να τον ξεφορτωθούν. Κανείς άλλωστε δεν λογάριαζε πως
ήταν άρρωστος. Ίσως έφταιγε πως όλα γινόταν εν άγνοια του, ίσως επειδή στην
υγεία του προβλήματα το ροχαλητό δεν είχε φέρει και φαινόταν όπως ήτανε πάντα.
Εξάλλου κατά την διάρκεια της μέρας, έκοβε βόλτες κι ήταν όπως ήταν πάντα,
ακόμη κι αν πια δεν τον συντρόφευε κανείς. Ήταν τίμιος άνθρωπος, φιλικός με
όλους, κι αν μπορούσε θα έφευγε οποιαδήποτε στιγμή να ζήσει κάπου απόμερα και
χωρίς την βοήθεια του γιου του (ακόμη κι αν τον χρειάζονταν επειδή ήταν γέρος).
Ωστόσο δεν μπορούσε να φύγει, βλέπετε τα οικονομικά τους ήταν τέτοια που ούτε
καλά-καλά ταξί δεν μπορούσαν να πάρουν και όποιο λεφτό είχαν στη τράπεζα ή
ακόμη και δανεικά από τους τελευταίους φίλους, τα είχαν χρησιμοποιήσει όλα για
την αντιμετώπιση του ροχαλητού, μιας και τις πρώτες μέρες πίστευαν πως είναι
κάτι ασήμαντο και πως μπορεί να γιατρευτεί. Οι γιατροί άλλωστε τους είχαν πει
πως όσο είχαν ακούσει η ασθένεια ετούτη δεν είχε ξανασυναντηθεί, αλλά στην
Αμερική έχουν για τα πάντα μία λύση. Όμως ο γιος κι ο πατέρας γνώριζαν καλά,
πως αυτή θα ήταν και η τελευταία τους κίνηση.
Μία μέρα ο γιος συνειδητοποίησε μεταξύ
ονείρου και ξύπνιου πως τον είχε πάρει ο ύπνος και ξύπνησε ανήσυχος. Πως
κοιμόταν και γιατί; Πως είχε καταφέρει να τον πάρει ο ύπνος; Γιατί δεν ακουγόταν
εκείνος ο τρομαχτικός ήχος του ροχαλητού; Σηκώθηκε και έψαξε τον πατέρα μα δεν
τον βρήκε πουθενά. Βγήκε από το σπίτι (ζούσαν σε μία σοφίτα με πλέον ανοιχτή
οροφή, μιας και το ροχαλητό έπειτα από μήνες είχε ρίξει τα ξύλα) και άρχισε να
ρωτάει τους γείτονες, από εδώ κι από εκεί, μήπως κάποιος κάπου τον είδε. Μα
εκείνοι δεν απαντούσαν και του έδωσαν την εντύπωση πως ακόμη κι αν γνώριζαν δεν
θα του έλεγαν - εφόσον είχαν βρει την ησυχία τους. Οι πάντες ήταν χαρούμενοι
στη γειτονιά, παρότι ένας άνθρωπος, ένας δικός τους άνθρωπος, από τους παλαιούς
της γειτονιάς, που χρόνια και χρόνια αγαπούσαν, συζητούσαν και φρόντιζαν, είχε
πλέον χαθεί.
Ο γιος του πάντως δεν άργησε να τον βρει απ' τις ειδήσεις. Ο
πατέρας του όπως φαίνεται, είχε ξεραθεί σε σοκάκια της πόλης σαν άστεγος για να
μην ενοχλεί άλλο κανέναν. Ωστόσο κι εκεί, άλλοι άστεγοι τον ξυλοφόρτωσαν, τα
σκυλιά απομακρύνθηκαν από κοντά του (τι μελαγχολία!) και παρέμειναν μονάχα οι
ποντικοί που θαρρείς ήταν αδιάφοροι για τα πάντα εκτός απ' την ελευθερία. Ο
γιος τον μάζεψε πάλι σπίτι, κι όλη η γειτονιά - ενθυμούμενη τις δύο νύχτες που
γαλήνεψε - άρχισε πάλι να γκρινιάζει. Έκαναν παράπονο στα νοσοκομεία, στο
κράτος, να τον χώσουν κάπου ώστε να μην ακούγεται, να τον πάρουν από εκεί, να
ησυχάσουν κι αυτοί κι εκείνος. Ωστόσο τα νοσοκομεία έλεγαν πως θα ενοχλεί τους
ασθενείς. Το κράτος τον έστειλε σ' ένα βουνό της Ηπείρου που πλέον άνθρωπος δε
ζούσε παρά τα ζώα - και μόνο την ημέρα περιτριγύριζαν βοσκοί. Ο πατέρας δέχτηκε
να πάει, από εκείνη την ημέρα που τον είχαν ανακαλύψει στην πόλη και τόσο είχε
ανησυχήσει το παιδί του και τον είχε στεναχωρήσει, δεν έβγαζε μιλιά. Αισθανόταν
μία ταπείνωση, πως δεν υπήρχε χώρος για εκείνον αλλά ούτε χρόνος, προσπαθούσε
να μην κοιμάται για δύο ή και τρεις ημέρες συνεχόμενα, μα έπειτα από εξάντληση
τον έπιανε λιγοθυμιά και κοιμόταν. Δεν μπορούσε να το αποφύγει. Λίγο πριν φύγει
για το βουνό, είπε στο γιο του (μιας κι ήταν πάντοτε ειλικρινής, γι' αυτό
άλλωστε είχε κι εχθρούς), πως σκέφτεται να αυτοκτονήσει, να βρουν οι πάντες την
ηρεμία τους. Στην οικογένεια ζούσε μόνο αυτός και ο γιος, που τον είχε από
κοντά όλη του τη ζωή και τον πρόσεχε - εκτός τους τελευταίους μήνες που είχε
αρχίσει το απροσδόκητο ροχαλητό. Ο γιος νευρίασε πάρα πολύ με τον πατέρα του,
δεν μπορούσε ούτε λίγο να μπει στη θέση του και να τον καταλάβει, κι είχε
αρχίσει κι αυτός σιγά-σιγά, όπως είναι λογικό και κατανοητό, να χάνει την
υπομονή του. Άρχισε να του φωνάζει και θαρρείς από πείσμα του έλεγε, πως θα τον
ακολουθεί όπου βρίσκεται, παρότι μία χυδαία φωνή μέσα του, του έλεγε πως το
καλύτερο θα ήταν να τον ξεφορτωθεί, να προχωρήσει τη ζωή του. Εξάλλου ήταν ένας
γέρος. Ο γιος του πάντως κατάφερνε αυτή την φωνή - τις περισσότερες φορές - να
την εξαγνίζει, ενθυμούμενος πάντοτε παρελθοντικά λόγια του πατέρα που τον είχαν
βοηθήσει.
Συγγραφέας: Αποστόλης Παππάς - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου