
Οι γιατροί άλλωστε έλεγαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Του είχαν
βγάλει θαρρείς όλο το κρέας από τη μύτη κι είχαν δοκιμάσει πάνω του θεραπείες
ακόμη και από τις Ασιατικές χώρες. Οι γείτονες (όλοι όσοι άκουγαν το ροχαλητό,
μέχρι και πεντακόσια μέτρα μακριά) έκαναν έρανο και μάζεψαν λεφτά για να βάλουν
στο σπίτι του κάτι μπρούτζινους τοίχους μόνωσης. Ετούτο πλήγωνε πολύ τον
πατέρα, μα ο γιος του τον έπεισε τελικά και αποδέχτηκαν την προσφορά. Προς
έκπληξη όλων, εκτός του γιου, ο ήχος του ροχαλητού ακόμη ακουγόταν παντού, σα
να γινόταν ολάκερος σεισμός, σα να είχε ένα πληγωμένο κοχύλι μες στο στόμα που
δάμαζε τη γλώσσα και γι' αυτό πολλές φορές τα κουτσομπολιά άρχισαν να λεν πως
το κάμει επίτηδες - ξέρετε - από πείσμα κι αντίδραση. Ωστόσο ο γιος του τον
γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον, κι άλλωστε τον παρακολουθούσε τις νύχτες - μιας
και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι - να κάνει γαλήνιους ύπνους και ζήλευε.
Ο γιος είχε ξεχάσει τα υπόλοιπα
προβλήματα, τους τσακωμούς με τον πατέρα, τα οικονομικά τους, τα πάντα είχαν
καλυφθεί κάτω από τους ήχους του ροχαλητού.
Κανένα άλλο πρόβλημα δεν τόλμαγε να βγάλει την φωνή του. Επίσης οι
γείτονες είχαν ξεχάσει και ‘κείνοι με την σειρά τους, τα λεφτά που τους
χρώσταγε, τις αντιπαραθέσεις, τις φιλίες και το μόνο που ήθελαν ήταν να τον
διώξουν από εκεί κοντά, να τον ξεφορτωθούν. Κανείς άλλωστε δεν λογάριαζε πως
ήταν άρρωστος. Ίσως έφταιγε πως όλα γινόταν εν άγνοια του, ίσως επειδή στην
υγεία του προβλήματα το ροχαλητό δεν είχε φέρει και φαινόταν όπως ήτανε πάντα.
Εξάλλου κατά την διάρκεια της μέρας, έκοβε βόλτες κι ήταν όπως ήταν πάντα,
ακόμη κι αν πια δεν τον συντρόφευε κανείς. Ήταν τίμιος άνθρωπος, φιλικός με
όλους, κι αν μπορούσε θα έφευγε οποιαδήποτε στιγμή να ζήσει κάπου απόμερα και
χωρίς την βοήθεια του γιου του (ακόμη κι αν τον χρειάζονταν επειδή ήταν γέρος).
Ωστόσο δεν μπορούσε να φύγει, βλέπετε τα οικονομικά τους ήταν τέτοια που ούτε
καλά-καλά ταξί δεν μπορούσαν να πάρουν και όποιο λεφτό είχαν στη τράπεζα ή
ακόμη και δανεικά από τους τελευταίους φίλους, τα είχαν χρησιμοποιήσει όλα για
την αντιμετώπιση του ροχαλητού, μιας και τις πρώτες μέρες πίστευαν πως είναι
κάτι ασήμαντο και πως μπορεί να γιατρευτεί. Οι γιατροί άλλωστε τους είχαν πει
πως όσο είχαν ακούσει η ασθένεια ετούτη δεν είχε ξανασυναντηθεί, αλλά στην
Αμερική έχουν για τα πάντα μία λύση. Όμως ο γιος κι ο πατέρας γνώριζαν καλά,
πως αυτή θα ήταν και η τελευταία τους κίνηση.
Μία μέρα ο γιος συνειδητοποίησε μεταξύ
ονείρου και ξύπνιου πως τον είχε πάρει ο ύπνος και ξύπνησε ανήσυχος. Πως
κοιμόταν και γιατί; Πως είχε καταφέρει να τον πάρει ο ύπνος; Γιατί δεν ακουγόταν
εκείνος ο τρομαχτικός ήχος του ροχαλητού; Σηκώθηκε και έψαξε τον πατέρα μα δεν
τον βρήκε πουθενά. Βγήκε από το σπίτι (ζούσαν σε μία σοφίτα με πλέον ανοιχτή
οροφή, μιας και το ροχαλητό έπειτα από μήνες είχε ρίξει τα ξύλα) και άρχισε να
ρωτάει τους γείτονες, από εδώ κι από εκεί, μήπως κάποιος κάπου τον είδε. Μα
εκείνοι δεν απαντούσαν και του έδωσαν την εντύπωση πως ακόμη κι αν γνώριζαν δεν
θα του έλεγαν - εφόσον είχαν βρει την ησυχία τους. Οι πάντες ήταν χαρούμενοι
στη γειτονιά, παρότι ένας άνθρωπος, ένας δικός τους άνθρωπος, από τους παλαιούς
της γειτονιάς, που χρόνια και χρόνια αγαπούσαν, συζητούσαν και φρόντιζαν, είχε
πλέον χαθεί.

Συγγραφέας: Αποστόλης Παππάς - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου