Η ώρα είχε περάσει πολύ. Ούτε που είχα
καταλάβει ότι είχε φτάσει μεσημέρι. Εγώ ακόμα καθισμένος στην άσπρη δερμάτινη
πολυθρόνα, στον προθάλαμο του ψυχολόγου. Να περιμένω υπομονετικά τη σειρά μου
έχοντας διαβάσει όλα τα επιστημονικά περιοδικά που είχε στο τραπεζάκι. Ο
ψυχολόγος μου πρέπει να είναι ο μοναδικός που σου λέει «έλα για μια μονόωρη
συνεδρία» και καταλήγεις να φύγεις μετά από 5 ώρες. Παθιάζεται. Καμιά φορά τον
λυπάμαι. Τον φαντάζομαι να πηγαίνει σπίτι του και να κλαίει στο ώμο της
γυναίκας του, προσπαθώντας να αποβάλει έτσι, όλα αυτά που άκουσε όλη μέρα.
Δύσκολο επάγγελμα, δε θα μπορούσα να το κάνω ποτέ. Σε μια έρευνα είχα διαβάσει
πως η πλειοψηφία των ψυχολόγων πάσχει από κατάθλιψη. Το πιστεύω.
Ένα περιστέρι προσγειώνεται στο μπαλκόνι
του ιατρείου και με κάνει να σηκωθώ απ’ τη δερμάτινη πολυθρόνα. Βηματίζω αργά
προς το μπαλκόνι. Δε θέλω να προσελκύσω τα βλέμματα. Μάταιος κόπος. Ο μεσήλικας
άντρας και μία κοπέλα στην ηλικία μου γυρίζουν αυτόματα και οι δυο μαζί σαν συγχρονισμένοι
και μου ρίχνουν μια κοφτή ματιά. Αρχίζει να μου αρέσει που με παρατηρούν και
κάνω άλλα δυο βήματα. Από τη χαραμάδα της κουρτίνας αχνοφαίνεται το περιστέρι,
γέρικο και βρώμικο και ανοίγω την κουρτίνα να το δω καλύτερα. Στο εκτυφλωτικό
φως του ήλιου φαίνεται σα να λαμπιρίζουν τα λιγοστά φτερά του, αλλά με το που
το καλύπτει η σκιά φαίνεται το πόσο ταλαιπωρημένο είναι. Σε μια πόλη που όλοι
τρέχουν, αυτό έχοντας ξεχάσει να πετάει, προσπαθεί από κάπου να πιαστεί για να
μην το ποδοπατήσουν. Με το που με βλέπει, απογειώνεται ξανά, πετώντας άτσαλα
και για λίγο. Προσγειώνεται στο έδαφος και το χάνω.
Ο ήλιος πια με στραβώνει αλλά μου αρέσει
κιόλας. Νιώθω σα να είναι πάλι καλοκαίρι κι ας έχει φτάσει Νοέμβρης. Τέλη
Νοεμβρίου. Νιώθω σα να παίζω στο «Γλυκό Νοέμβρη». Η σκέψη διαλύεται, το
συννεφάκι φεύγει και συνειδητοποιώ ότι δεν είμαι σε ταινία αλλά στην πραγματική
ζωή που τα πράγματα δεν είναι τόσο ρομαντικά και το πρόβλημα που θα εκφράσω στο
γιατρό, δεν είναι ούτε ευχάριστο, ούτε για κινηματογραφικό σενάριο. Ίσως για
ένα πολύ τραβηγμένο σενάριο. Αυτόματα μου έρχονται
στο μυαλό εκείνοι. Η Danielle και ο Kevin. Τους γνώρισα τυχαία μία μέρα του Μαΐου. Κάποια
πράγματα βέβαια δε νομίζω ότι είναι τόσο τυχαία, κάποια πράγματα είναι για να
γίνουν, πρέπει να γίνουν. Ο λόγος; Άγνωστος, αλλά βαθιά μέσα μας όλοι ξέρουμε
ότι κάποια πράγματα γίνονται ερήμην μας, σαν κάποιος να μας μετακινεί και εμείς
να πρέπει να επιλέξουμε την επόμενη κίνηση. Είναι όπως στο σκάκι. Ένα τεράστιο
ασπρόμαυρο σκάκι. Όπου εσύ είσαι το μαύρο στρατιωτάκι και κάποιος σε μετακίνησε
δίπλα στη βασίλισσα και δίπλα στον αξιωματικό. Αυτός ο «κάποιος» ολοκλήρωσε την
κίνηση του, τον ποιον θα επιλέξεις εσύ να φας είναι δικό σου θέμα. Αφορά μόνο
εσένα και δεν μπορεί να σε βοηθήσει κανείς. Μόνο ο εαυτός σου. Ένα είναι
σίγουρο. Ότι κάποιον απ’ τους δύο θα φας. Τι γίνεται όμως αν θες και τους δύο;
Αν παρακαλάς αυτόν τον «κάποιον» να σε αφήσει έστω για μια φορά να κάνεις μια
μικρή «ζαβολιά»; Ή έστω να αναιρέσει; Να σε αφήσει ήσυχο; Να κάνει undo και να ξαναρχίσεις απ’ την αρχή; Χαμένος κόπος. Το
δοκίμασα, δεν ωφελεί. Κάποια πράγματα πρέπει να γίνουν, το είπαμε, πρέπει να
συμβούν.
Όλη μας η ζωή, όλη μας η ύπαρξη βασίζεται
σε κινήσεις και επιλογές που κάνουμε. Η παραμικρή κίνηση μπορεί να καθορίσει
όλη μας τη ζωή. Έστω κι ένα παραμικρό πράγμα που μπορεί να κάνεις, μία
ανεπαίσθητη πράξη στην μεγαλοσύνη του σύμπαντος μπορεί να οδηγήσει σε μία
αλληλουχία γεγονότων που ούτε καν είχες σκεφτεί, ούτε καν φανταστεί ότι θα
συνέβαινε. Και εκεί τρελαίνεσαι. Νιώθεις ότι για όλα φταις εσύ και κλείνεσαι
σπίτι σου. Μην κάνοντας τίποτα. Ακόμα και το ποτήρι να σηκώσεις, να πιεις νερό,
μπορεί αυτό να πέσει και να σπάσει και να σου κόψει το πόδι και να αναγκαστείς
να κάνεις ράμματα και όπως πηγαίνεις στο νοσοκομείο να τρακάρεις καταλάθος και
να σκοτώσεις το μικρό παιδί του απέναντι, που πάντα μισούσες, γιατί ήταν πιο
έξυπνο από σένα και ο απέναντι να πάθει κατάθλιψη και να αυτοκτονήσει και έτσι
η γυναίκα του να χάσει το μοναδικό στήριγμα που είχε και που έφερνε λεφτά στο
σπίτι και να αναγκαστεί μετά από μήνες, μη βρίσκοντας δουλειά, να καταλήξει στο
δρόμο και στα ναρκωτικά και… και εσύ απλά έκανες μια απλή κίνηση. Δίψασες και
αποφάσισες να πιεις ένα απλό ποτήρι νερό, ένα μικρό, καθαρό, διαυγές, άγευστο
υγρό που σε κρατάει στη ζωή. Γιατί θες να ζήσεις. Κι ας ξέρεις ότι μπορεί με
αυτή σου την πράξη να πεθάνουν άλλοι, όχι, εσύ θες να ζήσεις. Είσαι εγωιστής
και θεωρείς τον εαυτό σου πιο πολύτιμο απ’ τους άλλους. Αλλά μη νιώθεις άσχημα,
είσαι απλά άνθρωπος. Είσαι γεννημένος να αισθάνεσαι έτσι. Να πράττεις έτσι.
Ο ήλιος. Όταν ήμουν παιδί τον ζωγράφιζα με
ένα τεράστιο χαμόγελο και ακτίνες κατακίτρινες και μεγάλες. Τώρα μου φαίνεται
τόσο μικροσκοπικός. Σχεδόν αόρατος. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα μάτια του, ούτε το
χαμόγελο του πια. Προσπαθώ να τον δω αλλά επιμένει να μη με αφήνει, επιμένει να
με τυφλώνει.
H Danielle και ο Kevin έχουν φύγει πια. Μου έχουν λείψει τόσο πολύ.
Όλο το καλοκαίρι το πέρασα μαζί τους. Ένα τρελό καλοκαίρι. Ίσως το πιο τρελό
της ζωής μου. Τρεις άνθρωποι σε τριανταπέντε τετραγωνικά. Αλλά δε μας πείραζε.
Ήμασταν τόσο χαρούμενοι. Είχαμε ο ένας τον άλλον. Ξαπλώναμε αγκαλιά στο κρεβάτι
και γινόμασταν ένα. Χωρίς ταμπού, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς ίχνος ντροπής.
Μόνο αγάπη υπήρχε κάτω από εκείνο το ριγέ, δροσερό σεντόνι. Ο ανεμιστήρας να
μας απαλύνει τον ιδρώτα και να κάνει τη Danielle να φαίνεται ροκ σταρ σε videoclip. Είχαμε όμως και κακές στιγμές. Αλλά όλοι έχουμε.
Δεν είναι πάντα όλα ρόδινα και χαμογελαστά. Νομίζω ότι εκείνες οι στιγμές ήταν
όταν δεν υπήρχε αγάπη. Όταν γλιστρούσε η αγάπη από το σεντόνι και έκανε χώρο σε
ένα σωρό άλλα συναισθήματα. Έρωτας, μίσος, απιστία, ενοχές, ντροπή, τύψεις,
υπεκφυγή, δάκρυα που στέγνωναν γρήγορα, ματωμένα χέρια με αόρατο αίμα,
χαλασμένα τριαντάφυλλα και αποξηραμένα φιλιά διαρκείας και κτητικότητας. Τώρα
που είναι μακριά, μου λείπουν. Τώρα που πέρασε έχω καταλάβει το λάθος μου. Τα
λάθη μας. Αλλά θα τα ξανακάνω. Σίγουρα. Αυτό που λένε ότι «μαθαίνουμε απ’ τα
λάθη μας» είναι τόσο ψέμα. Μα τόσο ψέμα. Κανείς δε μαθαίνει απ’ τα λάθη του.
Είμαστε σαν τα ψάρια στη γυάλα που προσπαθούν να αποδράσουν. Βγαίνουν απ’ το
νερό κι όταν καταλάβουν ότι δεν μπορούν να πάνε πουθενά αλλού και ότι
κινδυνεύουν να πεθάνουν ξαναμπαίνουν μέσα. Και την επόμενη μέρα το έχουν κιόλας
ξεχάσει. Δε θυμούνται ούτε τον κίνδυνο ούτε τι έγινε. Και προσπαθούν ξανά. Σα
να επιδιώκουν το θάνατο τους. Το ίδιο κι εμείς. Ζούμε επιδιώκοντας το θάνατο
μας. Νομίζουμε ότι η ζωή μας θα αρχίσει αφού πεθάνουμε. Και όταν πεθάνει
κάποιος, κλαίμε. Κλαίμε όχι γιατί θα μας λείψει ή γιατί τον αγαπούσαμε αλλά
γιατί δεν ήμασταν εμείς στη θέση του. Δε λυτρωθήκαμε εμείς, λυτρώθηκε εκείνος,
ο τυχερός, γιατί τι παραπάνω είχε… Και περνάμε τι ζωή μας μες το φόβο και την
αγωνία ότι κάτι θα μας συμβεί και θα πεθάνουμε επιτέλους. Εγώ πότε;
αναρωτιόμαστε.
Ένα σύννεφο κάλυψε τον ήλιο. Άσπροι
τοίχοι, τραπεζάκι με περιοδικά, άσπρη δερμάτινη πολυθρόνα. Επανήρθα στην
πραγματικότητα. Πόση ώρα σκέφτομαι άραγε; Ρίχνω κλεφτές ματιές γύρω μου. Ο
μεσήλικας και η κοπέλα δεν είναι πια στο δωμάτιο. Πόση ώρα να έχει περάσει;
Σκέφτομαι ότι είμαι ο επόμενος που θα μπει στον ψυχολόγο. Νιώθω όμως ότι έχω
κάνει τη θεραπεία μου για σήμερα. Φεύγω. Θέλω λίγο να περπατήσω, να κάνω ένα
τσιγάρο και να συναντήσω τον Kevin και την Danielle, εκεί που τους πρωτογνώρισα, σ’ ένα σοκάκι κάπου στην
Πλάκα.
Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - απόφοιτος Tabula Rasa
...για καιρό μάζευε!...Μάζευε όλα τα "πρέπει" που έβρισκε....Καθημερινά μάζευε!...τα δικά του, των άλλων, τα εγκαταλελειμμένα "πρέπει"...μικρά και μεγάλα "πρέπει", για να φτιάξει ένα κολάζ...Έτσι έπρεπε!...
ΑπάντησηΔιαγραφή