Δεν τους χωρούσε η αίθουσα υποδοχής. Έβλεπα κεφάλια να
προβάλλουν μέσα από τις άλλες αίθουσες, από την αυλή. Κουνούσα το φακό μου από
ένα πρόσωπο στο άλλο. Η αναπνοή έβγαινε κοφτά. Ξαφνικά άναψε το φως και τότε η
εικόνα έγινε ολοκάθαρη.
Εκατοντάδες άνθρωποι διαφορετικής ηλικίας και εποχής με
κοιτούσαν με κάποια προσμονή. Ήταν κουρασμένοι, τα μάτια τους δεν είχαν λάμψη,
αλλά ήταν κανονικοί άνθρωποι! Είδα και έναν σκύλο, μια σαύρα, ένα λιοντάρι και
άλλα ζώα που δε φαίνονταν καλά μέσα στο πλήθος. Απόρησα πώς χώρεσαν όλοι τους
μέσα σε έναν χώρο που δεν ήταν και τόσο μεγάλος. Πέρασαν μερικά λεπτά και
κανένας τους δε σάλεψε. Το μυαλό μου έκανε χίλιες στροφές για το ποιοι ήταν, αν
ήταν φαντάσματα, τι ήθελαν από μένα, τι θα μου έκαναν και πολλά άλλα.
Ένα κορίτσι περίπου δέκα χρονών με πλησίασε. Κόλλησα στον
τοίχο. Εκείνη με προσπέρασε και σήκωσε έναν από τους φακέλους. Έβγαλε από μέσα
ένα φύλλο και το άπλωσε σε μένα. Το πήρα στα χέρια μου που δεν σταματούσαν να
τρέμουν και διάβασα τι έγραφε. Ήταν μια ιστορία για έναν κοριτσάκι που χάθηκε
στο δάσος και οι γονείς της δεν τη βρήκαν ποτέ. Σήκωσα τα μάτια και κοίταξα το
κορίτσι, ήταν ακριβώς ίδια, όπως την περιέγραφε η ιστορία. Δε μπορούσα να το
πιστέψω. Πώς ήταν δυνατόν; Το κοριτσάκι άπλωσε ένα στυλό και είπε μόνο μια λέξη
«Άλλαξε». Πήρα το στυλό. Δε μπορούσα να σκεφτώ καθαρά, τι ήθελε; Τι έπρεπε να
αλλάξω; Μετά το κορίτσι μου έδωσε ένα καθαρό χαρτί. Μου ήρθε. Ήθελε να αλλάξω
την ιστορία.
Πλησίασα την καρέκλα της κάποτε γραμματέως. Τα πόδια μου
δεν τα ένιωθα, ήταν σαν να περπάτησα στον αέρα. Αφού έκατσα, προσπάθησα να
γράψω. Δε μπορούσα να διασταυρώσω μια λέξη με την άλλη. Δε μπορούσα να ηρεμήσω.
Ο φόβος δε με άφηνε. Κοίταξα το κοριτσάκι, το βλέμμα της ήταν ήρεμο. Ένιωθα σαν
να με παρότρυνε. Έσκυψα πάνω στο χαρτί. Άρχισα να γράφω. Κάπου-κάπου έριχνα
ματιές στο κορίτσι, το βλέμμα της ήταν ίδιο. Όταν τελείωσα, σήκωσα το κεφάλι
μου και την είδα να χαμογελάει. Έκανε μια μικρή υπόκλιση και εξαφανίστηκε. Το
στόμα μου έμεινε ανοιχτό. Τι συνέβη; Σκεφτόμουν-σκεφτόμουν και επιτέλους
κατάλαβα. Έγραψα ένα καλό τέλος για το κοριτσάκι, στο οποίο γυρίζει στο σπίτι,
στους γονείς της. Ώστε αυτό ήταν. Κοίταξα όλους που ήταν μπροστά μου - ήταν
ήρωες των ιστοριών που γράφτηκαν από τους μαθητές. Απίστευτο. Ήρωες
εγκλωβισμένοι μέσα στις ιστορίες τους. Και απ' ότι καταλάβαινα, πρέπει να ήταν
λυπητερές ιστορίες.
Έσκυψα και πήρα την επόμενη ιστορία. Ήμουν πιο ήρεμη,
συνειδητοποίησα τι έπρεπε να κάνω. Άρχισα να διαβάζω και τότε μπροστά μου βγήκε
ένα νεαρό παλικάρι. Ο ήρωας της ιστορίας. Πήρα ένα άλλο καθαρό χαρτί. Απόρησα
πώς είχαν σωθεί τόσα χαρτιά χωρίς να τα φάνε οι σκόροι. Αλλά σκέφτηκα πως δεν έπρεπε
πια να απορώ για τίποτα, αφού όλα όσα συνέβαιναν ήταν ανεξήγητα. Τελείωσα και
την ιστορία του νεαρού που είχε πάει στον πόλεμο και σκοτώθηκε. Τον έσωσα από
το θανατηφόρο σπαθί και τον είδα να εξαφανίζεται από την αίθουσα, όπως το
κοριτσάκι.
Δεν ήξερα πόσες ώρες πέρασαν, αν πέρασε μια μέρα ή δύο,
εγώ συνέχιζα να γράφω και έβλεπα έναν-έναν από τους ήρωες να φεύγουν για πάντα
από την κάποτε σχολή. Έφτασα και στα ζώα που ήταν ήρωες παραμυθιών και αυτά
τρέχοντας ή πετώντας εξαφανίστηκαν στην αυλή. Δεν ένιωθα κούραση ούτε πείνα
ούτε καμία άλλη ανάγκη, ήθελα μόνο να γράφω. Ήμουν σχεδόν στο τέλος. Μπροστά
μου είχαν μείνει μόνο ο άνδρας με τα δύο κέρματα και η γυναίκα με το γράμμα στο
χέρι. Διάβασα την ιστορία που μου άπλωσε ο άνδρας. Ήταν και οι δύο από την ίδια
ιστορία. Δάκρυσα. Ένα ζευγάρι που αγαπιούνταν πολύ, αλλά ο πατέρας της γυναίκας
δεν ήθελε για γαμπρό τον αγαπημένο της. Έτσι έβαλε να τον σκοτώσουν και στην
κόρη του έδωσε ένα ψεύτικο γράμμα που έγραφε ότι ο αγαπημένος της αγάπησε άλλη
και την αφήνει. Εκείνος ποτέ δε μπόρεσε να περάσει απέναντι το ποτάμι στον άλλο
κόσμο, γιατί τα δύο κέρματα ήταν κάλπικα. Η γυναίκα δεν παντρεύτηκε ποτέ και
έμεινε μοναχή σε όλη τη ζωή της. Κοίταξα και τους δύο μέσα από τα θολωμένα μου
μάτια. Στέκονταν μακριά ο ένας από τον άλλον. Κατάλαβα πως δε μπορούσαν να
έρθουν πιο κοντά. Ξεφύσησα και άρχισα να γράφω.
Στη νέα μου ιστορία για το ζευγάρι, η γυναίκα αποκαλύπτει
τι σχεδίαζε ο πατέρας της και προλαβαίνει το φόνο. Μαζί φεύγουν από τη χώρα και
ζουν ευτυχισμένοι κάνοντας τρία παιδιά. Έβαλα τελεία και χαμογέλασα. Ήμουν και
εγώ ευτυχισμένη. Είδα το ζευγάρι μπροστά μου να αγκαλιάζεται και τη γυναίκα να
κλαίει από τη χαρά της. Με το φιλί που αντάλλαξαν οι σιλουέτες τους έγιναν
διαφανείς μέχρι που εξαφανίστηκαν τελείως.
Συγγραφέας: Ναταλία Dalheimer - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου