Σουρούπωνε όταν αράξαμε στο λιμάνι της
Αιγύπτου. Δεν υπάρχει χειρότερη ώρα απ’ αυτή για μένα. Το σούρουπο. Η δύση του
ήλιου, ο θάνατος της ημέρας, πάντα τον συνδύαζα με τον θάνατο και τη δύση του
ανθρώπου. Αυτό το κοκκινωπό χρώμα που παίρνει ο ουρανός εκείνη τη στιγμή, που
μοιάζει σα να ματώνει, έρχεται και κάθεται στο στήθος μου ανάμεσα στους
πνεύμονες και μου φράζει την αναπνοή. Παγώνω κοιτάζοντας το κενό, χάνομαι στις
σκέψεις μου, που μόλις πέφτει το σκοτάδι κι επανέρχομαι, χάνονται και ξαναέρχονται
την επόμενη μέρα, την ίδια ώρα, πιστές στο ραντεβού τους. Έτσι έκανα κι εκείνη
τη μέρα, κλείστηκα στην καμπίνα μου μέχρι να περάσει η σιχαμένη ώρα της ημέρας
και το ολόγιομο φεγγάρι καθίσει στον θρόνο του δίπλα στ’ αστέρια.
Είχαν περάσει εφτά ολόκληρα χρόνια από τότε που είχα έρθει εδώ στο πρώτο μου ταξίδι, ήμουν δεν ήμουν κλεισμένα δεκατέσσερα, παιδάκι. Τότε που ο Νικόλας, ο καλύτερος μου φίλος στο καράβι γύρω στα δεκαοχτώ εκείνος, με πήγε να τρυπηθώ ζωγραφίζοντας για πρώτη φορά το κορμί μου. Με πήγε στον Aimé όπου είχε κάνει κι αυτός την πρώτη του ζωγραφιά. Ο Aimé μόλις αντίκρισε τον Νικόλα, σηκώθηκε από χάμω που καθότανε, τον αγκάλιασε σφιχτά, τον φίλησε και του φώναξε στα ελληνικά «φίλε μου». Μετά με κοίταξε και με ρώτησε τι ήθελα να κάνω, «μια άγκυρα» του απάντησα γρήγορα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
«Λάθος!» μου είπε και μ’ έβαλε να κάτσω σε μια κουρελού κι άρχισε
να σχεδιάζει στο μπράτσο μου χωρίς να ξέρω τι. Όση ώρα ζωγράφιζε το δέρμα μου
τον παρατηρούσα, είχε κάτι το παράξενο, ένα μυστήριο ένιωθα στην αύρα του,
φαινόταν πολύ μεγαλύτερος απ’ την ηλικία του και ανάδιδε μια σοφία.
«Αυτό μάλιστα!» ξεφώνησε. Γύρισα και κοίταξα το μπράτσο μου με
απορία, προσπαθούσα να καταλάβω τι ακριβώς ήταν.
«Η γοργόνα η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου» μου είπε χαμογελώντας και
μου χάιδεψε τα μαλλιά.
Πέρασε η ώρα περπατώντας
στο ίδιο σοκάκι που ήταν τότε κι ασυναίσθητα τον αναζήτησα. Αφού δεν τον είδα
στη θέση του αλλά ούτε λίγα μέτρα πιο πέρα άρχισα να ρωτάω τους γύρω, πότε στα
γαλλικά και πότε στ’ αγγλικά για το πού μπορούσα να τον βρω. Μέχρι που ένας
ψηλός γεροδεμένος γύρω στα πενήντα μου είπε «τον σκότωσαν σε μια συμπλοκή πριν
λίγους μήνες». Στάθηκα ακίνητος «πήγε να συναντήσει τον φίλος μας τον Νικόλα»
αναφώνησα με όση δύναμη μου έχει μείνει. Ο Νικόλας μας είχε «αφήσει» λίγους
μήνες μετά απ’ τη βραδιά που μας γνώρισε, στη Γαλλία από την αρρώστια των
ναυτικών. Συνέχισα το διάβα μου κοιτώντας την «γοργόνα» και προσπαθώντας να
καταλάβω το γιατί, για μια στιγμή είδα την «γοργόνα» να μου χαμογελά πονηρά
όπως εκείνος τότε. Έκανα τον σταυρό μου και συνέχισα.
Βρέθηκα στο δρόμο με τα
μπουρδέλα. Κι εκεί ο Νικόλας με είχε πάει για πρώτη φορά. Οι πόρνες όπως έλεγε
είναι οι πιο καθαρές γυναίκες, «πουτάνες» είναι οι άλλες, εκείνες που πουλάνε
τη ψυχή τους, αυτές που πουλούν το σώμα τους είναι πόρνες κι από δαύτες οι
περισσότερες δεν το κάνουν με τη θέληση τους αλλά επειδή η ζωή τις έσπρωξε σ’
αυτόν τον αδιέξοδο μονόδρομο. Αν δεν ήταν αυτές πού θα «ξεσπούσαν» οι ναυτικοί
τις ορμές τους ή πού θα ένιωθαν εκείνη τη στιγμιαία ζεστασιά που νιώθεις όταν
δυο σώματα γίνονται ένα, μακριά απ’ την οικογένεια και τους φίλους τους; Έτσι
κι εγώ πήγα για πρώτη μου φορά με γυναίκα εδώ, την έλεγαν – αν θυμάμαι καλά - Uadjit. Ήταν γύρω στα είκοσι οχτώ. Αν και ήταν
η πρώτη μου, ήταν η καλύτερη γυναίκα που πήγα κι ας μην ήταν η ομορφότερη.
Φαντάσου! Έκανε καλύτερο έρωτα απ’ τις βιτσιόζες Γαλλίδες κι απ’ τις όμορφες
Ασιάτισσες. Την πλήρωσε ο Νικόλας και με φίλησε στο στόμα για να με
αποχαιρετήσει. Φύγαμε κι ένιωθα θεός.
Ας είναι. Συνέχισα να
περπατώ μέχρι που έφτασα σ’ ένα καπηλειό όπου μέσα υπήρχαν Αιγύπτιοι κι
Έλληνες. Παρήγγειλα Κασάμπ. Αιγυπτιακό
ποτό που σερβίρεται κρύο και θεωρείται ιδανικό για τις θερμές καλοκαιρινές
νύχτες. Μου το έφερε εκείνη, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, η πιο όμορφή γυναίκα
που έχω δει στη ζωή μου! Μου το έδωσε στο χέρι και μου χαμογέλασε. Μαγνητίστηκα
απ’ τα μάτια της. Θαρρείς πως ήταν γνήσια απόγονος της Κλεοπάτρας. Ένας άντρας
της έκανε νόημα κι εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα κι έφυγε. Όλη την ώρα δεν μπορούσα
να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Ο τραγουδιστής του καπηλειού τραγουδούσε ένα
παραδοσιακό κομμάτι και δίχως να χάσει χρόνο το κορμί της άρχισε να παρασύρετε
απ’ τον ρυθμό. Το λίκνισμά της θα το ζήλευε και η ίδια η Σαλώμη. Τα
δευτερόλεπτα που τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν μου φάνηκε λες και σταμάτησε ο
χρόνος.
Μόλις τέλειωσε το
τραγούδι την πλησίασα και της είπα ότι θα την περιμένω έξω. Με ακολούθησε
αμέσως και με πήγε σ’ ένα σκοτεινό στενό όπου άρχισε να με φιλάει. Πιο γλυκά
χείλη δεν είχα γευτεί ποτέ. Πήρε το χέρι μου και το έβαλε κάτω απ’ τα υφάσματα
που είχε για φουστάνι. Οι χτύποι στις καρδιές μας έγιναν ένα, οι ανάσες μας
συγχρονίστηκαν απόλυτα. Της είπα να τα παρατήσει όλα και να με ακολουθήσει. Θα
την έβαζα κρυφά στο καράβι και στο πρώτο λιμάνι που θα βρίσκαμε θα κατεβαίναμε
και θα ζούμε μαζί απ’ την αρχή. Το έκανε, δέχτηκε να φύγει μαζί μου. Έβγαλε και
μου έδωσε έναν σκαραβαίο που φορούσε στο λαιμό της για να μας φέρει καλή τύχη.
Αρχίσαμε να προχωράμε προσεχτικά προς το καράβι, σ’ όλη τη διαδρομή προσπαθούσα
να βρω τρόπο να την μπάσω μέσα.
Λίγα μέτρα πριν
φτάσουμε στο καράβι μας σταμάτησαν έξι άντρες, άρχισαν να μας χτυπάνε και τους
δύο. Μέσα στο λιγοστό φως αναγνώρισα τους τέσσερις, ήταν και στο καπηλειό. Ο
ένας μάλιστα ήταν ο ίδιος που την αγριοκοίταξε. Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω απ’
το ξύλο όταν ο πέμπτος της παρέας που ήταν Έλληνας με άφησε λέγοντάς μου να
τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Έτρεξα με περισσότερη δύναμη απ’ όση είχα λες και
κάποιος θεός ή πνεύμα με έσπρωχνε. Μόλις ανέβηκα στο καράβι γύρισα και κοίταξα
πίσω μου, είδα να την αποκεφαλίζουν μ’ ένα μαχαίρι στη μέση του δρόμου χωρίς
κανένας ν’ αντιδράει. Δεν πρόλαβα να μάθω ούτε τ’ όνομά της.
Έχουν περάσει τριάντα
τρία χρόνια από τότε και δεν έχω γνωρίσει άλλη γυναίκα, ούτε ξαναπάτησα το πόδι
μου εκεί. Αλλά και στ’ άλλα λιμάνια όποτε πιάναμε δεν έβγαινα απ’ την καμπίνα
μου. Ακόμα και τώρα, όποτε νιώθω μοναξιά μιλώ μόνο στη «γοργόνα» που τα έζησε
μαζί μου όλα.
Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Παλίλης - απόφοιτος Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου