Είχαν περάσει εφτά ολόκληρα χρόνια από τότε που είχα έρθει εδώ στο πρώτο μου ταξίδι, ήμουν δεν ήμουν κλεισμένα δεκατέσσερα, παιδάκι. Τότε που ο Νικόλας, ο καλύτερος μου φίλος στο καράβι γύρω στα δεκαοχτώ εκείνος, με πήγε να τρυπηθώ ζωγραφίζοντας για πρώτη φορά το κορμί μου. Με πήγε στον Aimé όπου είχε κάνει κι αυτός την πρώτη του ζωγραφιά. Ο Aimé μόλις αντίκρισε τον Νικόλα, σηκώθηκε από χάμω που καθότανε, τον αγκάλιασε σφιχτά, τον φίλησε και του φώναξε στα ελληνικά «φίλε μου». Μετά με κοίταξε και με ρώτησε τι ήθελα να κάνω, «μια άγκυρα» του απάντησα γρήγορα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
«Λάθος!» μου είπε και μ’ έβαλε να κάτσω σε μια κουρελού κι άρχισε
να σχεδιάζει στο μπράτσο μου χωρίς να ξέρω τι. Όση ώρα ζωγράφιζε το δέρμα μου
τον παρατηρούσα, είχε κάτι το παράξενο, ένα μυστήριο ένιωθα στην αύρα του,
φαινόταν πολύ μεγαλύτερος απ’ την ηλικία του και ανάδιδε μια σοφία.
«Αυτό μάλιστα!» ξεφώνησε. Γύρισα και κοίταξα το μπράτσο μου με
απορία, προσπαθούσα να καταλάβω τι ακριβώς ήταν.
«Η γοργόνα η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου» μου είπε χαμογελώντας και
μου χάιδεψε τα μαλλιά.
Βρέθηκα στο δρόμο με τα
μπουρδέλα. Κι εκεί ο Νικόλας με είχε πάει για πρώτη φορά. Οι πόρνες όπως έλεγε
είναι οι πιο καθαρές γυναίκες, «πουτάνες» είναι οι άλλες, εκείνες που πουλάνε
τη ψυχή τους, αυτές που πουλούν το σώμα τους είναι πόρνες κι από δαύτες οι
περισσότερες δεν το κάνουν με τη θέληση τους αλλά επειδή η ζωή τις έσπρωξε σ’
αυτόν τον αδιέξοδο μονόδρομο. Αν δεν ήταν αυτές πού θα «ξεσπούσαν» οι ναυτικοί
τις ορμές τους ή πού θα ένιωθαν εκείνη τη στιγμιαία ζεστασιά που νιώθεις όταν
δυο σώματα γίνονται ένα, μακριά απ’ την οικογένεια και τους φίλους τους; Έτσι
κι εγώ πήγα για πρώτη μου φορά με γυναίκα εδώ, την έλεγαν – αν θυμάμαι καλά - Uadjit. Ήταν γύρω στα είκοσι οχτώ. Αν και ήταν
η πρώτη μου, ήταν η καλύτερη γυναίκα που πήγα κι ας μην ήταν η ομορφότερη.
Φαντάσου! Έκανε καλύτερο έρωτα απ’ τις βιτσιόζες Γαλλίδες κι απ’ τις όμορφες
Ασιάτισσες. Την πλήρωσε ο Νικόλας και με φίλησε στο στόμα για να με
αποχαιρετήσει. Φύγαμε κι ένιωθα θεός.
Ας είναι. Συνέχισα να
περπατώ μέχρι που έφτασα σ’ ένα καπηλειό όπου μέσα υπήρχαν Αιγύπτιοι κι
Έλληνες. Παρήγγειλα Κασάμπ. Αιγυπτιακό
ποτό που σερβίρεται κρύο και θεωρείται ιδανικό για τις θερμές καλοκαιρινές
νύχτες. Μου το έφερε εκείνη, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, η πιο όμορφή γυναίκα
που έχω δει στη ζωή μου! Μου το έδωσε στο χέρι και μου χαμογέλασε. Μαγνητίστηκα
απ’ τα μάτια της. Θαρρείς πως ήταν γνήσια απόγονος της Κλεοπάτρας. Ένας άντρας
της έκανε νόημα κι εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα κι έφυγε. Όλη την ώρα δεν μπορούσα
να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Ο τραγουδιστής του καπηλειού τραγουδούσε ένα
παραδοσιακό κομμάτι και δίχως να χάσει χρόνο το κορμί της άρχισε να παρασύρετε
απ’ τον ρυθμό. Το λίκνισμά της θα το ζήλευε και η ίδια η Σαλώμη. Τα
δευτερόλεπτα που τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν μου φάνηκε λες και σταμάτησε ο
χρόνος.

Έχουν περάσει τριάντα
τρία χρόνια από τότε και δεν έχω γνωρίσει άλλη γυναίκα, ούτε ξαναπάτησα το πόδι
μου εκεί. Αλλά και στ’ άλλα λιμάνια όποτε πιάναμε δεν έβγαινα απ’ την καμπίνα
μου. Ακόμα και τώρα, όποτε νιώθω μοναξιά μιλώ μόνο στη «γοργόνα» που τα έζησε
μαζί μου όλα.
Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Παλίλης - απόφοιτος Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου