Σταμάτησα μπροστά από την πύλη που έγραφε
αναχωρήσεις. Κατέβασα τις βαλίτσες. Πέντε στο σύνολο, γεμάτες ρούχα. Κάθε ρούχο
είχε τον δικό του προορισμό. Ένας κύριος με πλησίασε και προσφέρθηκε να με
βοηθήσει. Μου άνοιξε την πόρτα που ήταν κλειδωμένη και με άφησε να περάσω. Η
αίθουσα ήταν άδεια. Οι τζαμαρίες βρώμικες. Έκανα να μιλήσω αλλά άκουσα την ηχώ
μου και τρόμαξα. Από την οροφή, σε διάφορα σημεία έμπαινε το νερό της βροχής. Σήκωσα
από συνήθεια να κοιτάξω τον πίνακα των αναχωρήσεων. Δεν υπήρχε, κι όμως ήμουν
σίγουρη ότι άκουγα τον ήχο του πίνακα καθώς ενημέρωνε τις πτήσεις. Κοίταξα γύρω
μου να βρω τα γραφεία των αεροπορικών εταιριών. Το βλέμμα μου ταξίδεψε μέχρι
την αίθουσα αφίξεων χωρίς να βρει κανένα εμπόδιο. Πλήρης εγκατάλειψη. Δεν
υπήρχε κανείς μέσα. Ήμουν μόνη μαζί με τον κύριο που με είχε βοηθήσει να
μεταφέρω τα πράγματά μου. Κι όμως είχα την αίσθηση ότι ο χώρος ήταν γεμάτος
ενέργεια. Έκρυβε μια μεγάλη δύναμη. Τόσα γέλια για welcome και άλλα τόσα δάκρια για goodbye. Ένα
κενό κτίριο γεμάτο συναισθήματα αγάπης, λύπης, χαράς, προσμονής, αγωνίας.
Στράφηκα για άλλη μια φορά στο διάδρομο
προσγείωσης. Δύο ή τρία αεροπλάνα παροπλισμένα.
Ο πύργος ελέγχου ήταν χαμένος μέσα στη βροχή βουβός, άχρωμος. Κι όμως είδα τον
καπνό από τις ρόδες των αεροπλάνων μόλις ακουμπούσαν στο έδαφος.
Πήρα τις βαλίτσες μου και τις άνοιξα.
Άρχισα να απλώνω τα ρούχα πάνω στο γκισέ που παλιότερα χρησίμευε για
πληροφορίες. Το πήρα απόφαση κανένας δεν
θα ταξίδευε εκείνη τη μέρα. Κόσμος άρχισε να μαζεύεται. Ήταν οι ηθοποιοί για το
γύρισμα. Φωνές, γέλια γέμισαν τον χώρο. Όπως τότε. Για λίγο πίστεψα ότι είχε
γυρίσει πίσω ο χρόνος.
Ντύσιμο, χτένισμα, μακιγιάζ, κάμερες,
φώτα.
«Όλοι
στο σετ» ήχησε η φωνή του σκηνοθέτη.
Τρέξαμε
όλοι. Το γύρισμα θα γινόταν μπροστά στο παλιό Duty free. Όσο περίμενα τη σειρά
μου έριξα μια ματιά στο χώρο. Δεν υπήρχαν καν τα ράφια με τα προϊόντα που είχαν
το προνόμιο να αγοράζουν μόνο όσοι ταξίδευαν. Δεν ξέρω γιατί άκουγα το θόρυβο
των ταμειακών μηχανών.
«Σειρά σου» μου φώναξαν. Έτρεξα γρήγορα.
Δεν το είχα ξανακάνει. Δεν ξέρω αν θα ήμουν καλή, ίσως και να μη με ένοιαζε.
Πάτησα τη στολή της αφρικάνας που φορούσα. Μπερδεύτηκαν τα πόδια μου. Ένα τιγρέ
ρετάλι έμεινε στο πάτωμα καθώς προχωρούσα μπροστά στην κάμερα και στο γεμάτο
απογοήτευση βλέμμα του σκηνοθέτη. Πριν από μένα περπατούσαν άλλοι.
«Θα
τα πήγαν καλύτερα», σκέφτηκα.
«Μακάρι».
«Άφιξη
των γερμανικών αερογραμμών…».
Συνέχισα
να χορεύω, να γελάω, μεθυσμένη με την ατμόσφαιρα του χθες και του σήμερα. Θα
χόρευα όλη τη μέρα αν δεν αντηχούσε η φωνή του σκηνοθέτη.
«Τέλος».
Τα χέρια έπεσαν, η λύρα και το λαούτο σταμάτησαν,
τα ρούχα βρέθηκαν πάλι πάνω στο πάγκο και έφυγαν όλοι, ένας-ένας. Το γύρισμα
είχε τελειώσει.
Έμεινα
πάλι μόνη στο χώρο. Άρχισα να μαζεύω τα ρούχα και να τα τοποθετώ στις βαλίτσες.
Ο κύριος που με είχε βοηθήσει το πρωί εμφανίστηκε μπροστά μου και προθυμοποιήθηκε
να μεταφέρει τις αποσκευές στο αυτοκίνητο. Κάθισα στο πάτωμα. Έκλεισα τα μάτια
και ένιωσα την αύρα όσων είχαν περάσει από αυτό το αεροδρόμιο. Ένιωσα τον χρόνο
που είχε περάσει, όταν ανέμελη έμπαινα στο πρώτο αεροπλάνο και έφευγα χωρίς να
σκέφτομαι τον προορισμό. Σηκώθηκα και με αργά βήματα κατευθύνθηκα στην έξοδο.
Λίγο πριν βγω, δυο σταγόνες από την οροφή έσταξαν στα μάγουλά μου. Έστρεψα το
βλέμμα μου προς τα πάνω. Κάποιος έκλαιγε. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου σκούζοντας.
Έμοιαζε με κραυγή. Κραυγή εγκατάλειψης, απελπισίας. Κάποιος πονούσε.
Συγγραφέας: Αντιγόνη Πόμμερ - καθηγήτρια Tabula Rasa
Φωτογραφία γυρίσματος: Γιάννης Πανίδης - σπουδαστής Tabula Rasa
Αχ, Αντιγόνη μου, με συγκίνησες... Υπέροχη, όπως πάντα! <3
ΑπάντησηΔιαγραφή