Είχε ξημερώσει εδώ και ώρα, όμως η μέρα
ήταν σκοτεινή. Με δυσκολία ο ήλιος τρυπούσε τα μαύρα σύννεφα. Χοντρές σταγόνες
έπεφταν πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου και οι υαλοκαθαριστήρες στρίγκλιζαν
πάνω στη βρεγμένη επιφάνεια του γυαλιού. Στο ραδιόφωνο μια ξεψυχισμένη μουσική
ακολουθούσε τη μουντάδα του καιρού. Κοίταξα τις ταμπέλες στο δρόμο. Δεν υπήρχε
καμία που να δείχνει την κατεύθυνση προς το αεροδρόμιο. Άφησα τη μνήμη μου να
με οδηγήσει. Την είχα κάνει πολλές φορές αυτή τη διαδρομή στο παρελθόν. Πάνε
πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που είχα ταξιδέψει. Μια στροφή δεξιά και
όλο ευθεία. Το κτίριο του αεροδρομίου φάνηκε μέσα από κρόσσια βροχής. Πλησίαζα
και το οριζόντιο παραλληλόγραμμο κτίσμα αποκαλυπτόταν σταδιακά στα μάτια μου...
Σταμάτησα μπροστά από την πύλη που έγραφε
αναχωρήσεις. Κατέβασα τις βαλίτσες. Πέντε στο σύνολο, γεμάτες ρούχα. Κάθε ρούχο
είχε τον δικό του προορισμό. Ένας κύριος με πλησίασε και προσφέρθηκε να με
βοηθήσει. Μου άνοιξε την πόρτα που ήταν κλειδωμένη και με άφησε να περάσω. Η
αίθουσα ήταν άδεια. Οι τζαμαρίες βρώμικες. Έκανα να μιλήσω αλλά άκουσα την ηχώ
μου και τρόμαξα. Από την οροφή, σε διάφορα σημεία έμπαινε το νερό της βροχής. Σήκωσα
από συνήθεια να κοιτάξω τον πίνακα των αναχωρήσεων. Δεν υπήρχε, κι όμως ήμουν
σίγουρη ότι άκουγα τον ήχο του πίνακα καθώς ενημέρωνε τις πτήσεις. Κοίταξα γύρω
μου να βρω τα γραφεία των αεροπορικών εταιριών. Το βλέμμα μου ταξίδεψε μέχρι
την αίθουσα αφίξεων χωρίς να βρει κανένα εμπόδιο. Πλήρης εγκατάλειψη. Δεν
υπήρχε κανείς μέσα. Ήμουν μόνη μαζί με τον κύριο που με είχε βοηθήσει να
μεταφέρω τα πράγματά μου. Κι όμως είχα την αίσθηση ότι ο χώρος ήταν γεμάτος
ενέργεια. Έκρυβε μια μεγάλη δύναμη. Τόσα γέλια για welcome και άλλα τόσα δάκρια για goodbye. Ένα
κενό κτίριο γεμάτο συναισθήματα αγάπης, λύπης, χαράς, προσμονής, αγωνίας.
Προχώρησα προς την αίθουσα που ήταν άλλοτε
το καφέ. Στο στόμα μου ένιωσα τη δροσερή γεύση της λεμονόπιτας, της πιο ωραίας
λεμονόπιτας. Το μπαρ δεν υπήρχε. Στάθηκα σε μια νοητή ουρά, όπως τότε που μετά
από ξενύχτι πήγαινα στο αεροδρόμιο για μια λεμονόπιτα. Καθόμουν σε ένα από τα
καναπεδάκια και χάζευα τα μπλε φωτάκια του διαδρόμου προσγείωσης και τον κόσμο
κολλημένο στις τζαμαρίες να χαιρετούν ανυπόμονα τους δικούς τους που κατέβαιναν
από το αεροπλάνο. Με κέρματα χτυπούσαν τη τζαμαρία για να τους τραβήξουν την
προσοχή. Ναι, ήμουν σίγουρη ότι άκουγα
αυτό τον μεταλλικό ήχο πάνω στο τζάμι.
Στράφηκα για άλλη μια φορά στο διάδρομο
προσγείωσης. Δύο ή τρία αεροπλάνα παροπλισμένα.
Ο πύργος ελέγχου ήταν χαμένος μέσα στη βροχή βουβός, άχρωμος. Κι όμως είδα τον
καπνό από τις ρόδες των αεροπλάνων μόλις ακουμπούσαν στο έδαφος.
Πήρα τις βαλίτσες μου και τις άνοιξα.
Άρχισα να απλώνω τα ρούχα πάνω στο γκισέ που παλιότερα χρησίμευε για
πληροφορίες. Το πήρα απόφαση κανένας δεν
θα ταξίδευε εκείνη τη μέρα. Κόσμος άρχισε να μαζεύεται. Ήταν οι ηθοποιοί για το
γύρισμα. Φωνές, γέλια γέμισαν τον χώρο. Όπως τότε. Για λίγο πίστεψα ότι είχε
γυρίσει πίσω ο χρόνος.
Ντύσιμο, χτένισμα, μακιγιάζ, κάμερες,
φώτα.
«Όλοι
στο σετ» ήχησε η φωνή του σκηνοθέτη.
Τρέξαμε
όλοι. Το γύρισμα θα γινόταν μπροστά στο παλιό Duty free. Όσο περίμενα τη σειρά
μου έριξα μια ματιά στο χώρο. Δεν υπήρχαν καν τα ράφια με τα προϊόντα που είχαν
το προνόμιο να αγοράζουν μόνο όσοι ταξίδευαν. Δεν ξέρω γιατί άκουγα το θόρυβο
των ταμειακών μηχανών.
«Σειρά σου» μου φώναξαν. Έτρεξα γρήγορα.
Δεν το είχα ξανακάνει. Δεν ξέρω αν θα ήμουν καλή, ίσως και να μη με ένοιαζε.
Πάτησα τη στολή της αφρικάνας που φορούσα. Μπερδεύτηκαν τα πόδια μου. Ένα τιγρέ
ρετάλι έμεινε στο πάτωμα καθώς προχωρούσα μπροστά στην κάμερα και στο γεμάτο
απογοήτευση βλέμμα του σκηνοθέτη. Πριν από μένα περπατούσαν άλλοι.
«Θα
τα πήγαν καλύτερα», σκέφτηκα.
«Μακάρι».
Ο ήχος της κρητικής λύρας και του λαούτου ξεσήκωσε
τους ηθοποιούς και τους κομπάρσους. Τα χέρια άπλωσαν και τα δάχτυλα δέθηκαν
μεταξύ τους. Και μετά έγιναν κύκλος και μετά γέλιο, χαρά, αγκαλιές.
Παρασύρθηκα, έγινα ένα μαζί τους. Άφησα το χθες, το παρελθόν. Ο χώρος γέμισε
θετική ενέργεια. Το αεροδρόμιο κέρδισε πάλι κάτι από την αίγλη του, σαν
ξεπεσμένη αριστοκράτισσα. Από το μπαρ έφτασε στη μύτη μου η μυρωδιά της
φρέσκιας λεμονόπιτας, οι ταμειακές μηχανές ήχησαν και το θρόισμα της αλλαγής
των πτήσεων στους πίνακες ανακοινώσεων γέμισαν γλυκά τα αφτιά μου. Η πρώτη
ανακοίνωση της μέρας δεν άργησε να ακουστεί.
«Άφιξη
των γερμανικών αερογραμμών…».
Συνέχισα
να χορεύω, να γελάω, μεθυσμένη με την ατμόσφαιρα του χθες και του σήμερα. Θα
χόρευα όλη τη μέρα αν δεν αντηχούσε η φωνή του σκηνοθέτη.
«Τέλος».
Τα χέρια έπεσαν, η λύρα και το λαούτο σταμάτησαν,
τα ρούχα βρέθηκαν πάλι πάνω στο πάγκο και έφυγαν όλοι, ένας-ένας. Το γύρισμα
είχε τελειώσει.
Έμεινα
πάλι μόνη στο χώρο. Άρχισα να μαζεύω τα ρούχα και να τα τοποθετώ στις βαλίτσες.
Ο κύριος που με είχε βοηθήσει το πρωί εμφανίστηκε μπροστά μου και προθυμοποιήθηκε
να μεταφέρει τις αποσκευές στο αυτοκίνητο. Κάθισα στο πάτωμα. Έκλεισα τα μάτια
και ένιωσα την αύρα όσων είχαν περάσει από αυτό το αεροδρόμιο. Ένιωσα τον χρόνο
που είχε περάσει, όταν ανέμελη έμπαινα στο πρώτο αεροπλάνο και έφευγα χωρίς να
σκέφτομαι τον προορισμό. Σηκώθηκα και με αργά βήματα κατευθύνθηκα στην έξοδο.
Λίγο πριν βγω, δυο σταγόνες από την οροφή έσταξαν στα μάγουλά μου. Έστρεψα το
βλέμμα μου προς τα πάνω. Κάποιος έκλαιγε. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου σκούζοντας.
Έμοιαζε με κραυγή. Κραυγή εγκατάλειψης, απελπισίας. Κάποιος πονούσε.
Συγγραφέας: Αντιγόνη Πόμμερ - καθηγήτρια Tabula Rasa
Φωτογραφία γυρίσματος: Γιάννης Πανίδης - σπουδαστής Tabula Rasa
Αχ, Αντιγόνη μου, με συγκίνησες... Υπέροχη, όπως πάντα! <3
ΑπάντησηΔιαγραφή