Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

"Παγώνα η σταγόνα" της Αθανασίας Αλεξανδρίδη




Μια φορά και ένα καιρό, μπορεί τώρα ή παλιά, κάπου ψηλά στον ουρανό ζούσε η Παγώνα η Σταγόνα. Το σπίτι της ήταν ανάμεσα στα άσπρα αφράτα σύννεφα. Κάθε μέρα ξυπνούσε και έτρεχε ανάμεσα στα σύννεφα μαζί με τις φίλες της, τις άλλες σταγόνες. Έπαιζαν ατελείωτες ώρες. Η ζωή της εκεί ψηλά φάνταζε ονειρική. Ώσπου ένα φθινοπωρινό πρωινό η Παγώνα ξύπνησε από τις φωνές των φίλων της. Έτρεξε γρήγορα να δει τι είχε συμβεί. Τα σύννεφα είχαν γίνει γκρι και κάποια σχεδόν μαύρα. Οι σταγόνες άρχισαν να ανησυχούν.
- Κάποτε η μαμά μου μου είχε πει ότι όταν γίνουν γκρι τα σύννεφα θα έχει φτάσει η ώρα να αποχωριστώ το σπίτι μου. Τότε θα αρχίσω ένα μεγάλο και επικίνδυνο ταξίδι, είπε μια σταγόνα ανήσυχη.
- Έφτασε αυτή η ώρα; Αναρωτήθηκε μια άλλη σταγόνα.
- Ναι και πρέπει να προσέχουμε πολύ.
- Τι θα γίνει άραγε; Που θα πάμε;

Φωνές ακούγονταν από όλα τα σύννεφα. Όλες οι σταγόνες ήταν τρομοκρατημένες. Η Παγώνα εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς της: «Πάρε, Παγώνα μου, αυτό το πουπουλένιο παλτό. Στο έφτιαξα για να σε προφυλάξει από τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσεις. Όταν φτάσει η στιγμή να το φορέσεις, θα το καταλάβεις. Και να θυμάσαι πως, ό, τι δε μας σκοτώνει, μας κάνει πιο δυνατούς». Πήγε, λοιπόν, γρήγορα στο σπίτι της και φόρεσε το παλτό της γιαγιάς της. 

Σύντομα άρχισαν να ακούγονται δυνατοί θόρυβοι που έκαναν τα αυτιά των σταγόνων να πονούν και να δημιουργούνται περίεργες λάμψεις που τις ενοχλούσαν στα μάτια. Χωρίς καν να προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τι γινόταν τα σύννεφα άνοιξαν και άρχισαν να πέφτουν όλες οι σταγόνες προς τα κάτω. Η Παγώνα έσφιξε το παλτό πάνω της και έκλεισε τα μάτια της. Ένιωθε ένα δυνατό αέρα να χτυπάει το πρόσωπό της. Όταν άνοιξε τα μάτια της κατάλαβε πως είχε χαθεί από τις φίλες της. Ήταν μόνη της ανάμεσα σε άγνωστες σταγόνες. Ήταν πια δύσκολο να συγκρατήσει το παλτό της και ο αέρας το παρέσυρε μακριά. Η Παγώνα άρχισε να στεναχωριέται και τότε είδε από κάτω της τη Γη που τόσες φορές της είχε αναφέρει η γιαγιά της. Ολοένα και πλησίαζε μέχρι που προσγειώθηκε πάνω σε ένα φύλλο ενός δέντρου. «Εδώ θα είμαι ασφαλής», σκέφτηκε και έκατσε να ξεκουραστεί.

Όμως σύντομα το φύλλο κόπηκε από το δέντρο και άρχισε να πέφτει στο έδαφος και να κατρακυλάει στη πλαγιά ενός βουνού. Η Παγώνα ήταν πιο φοβισμένη από ποτέ. Είχε γραπωθεί από το φύλλο, γιατί φοβόταν μην πέσει και χτυπήσει σε καμιά πέτρα ή πέσει στο χώμα και απορροφηθεί από αυτό. Περνούσε ανάμεσα από άλλα δέντρα, θάμνους και κλαδιά. Προσπαθούσε να μη χτυπήσει και τα κατάφερε. Όταν πια είχε κατεβεί την πλαγιά του βουνού, πάντα με τη παρέα του φύλλου, βρέθηκε σε ένα ποτάμι. Εκεί έβλεπε άλλες σταγόνες να πέφτουν και να χάνονται μέσα στα νερά της λίμνης. Τα νερά ήταν πολύ ορμητικά. «Πάλι καλά που έχω το φύλλο και προστατεύομαι», σκέφτηκε.

Η βροχή ξαφνικά σταμάτησε. Δεν έπεφταν άλλες σταγόνες γύρω της και τα νερά γαλήνεψαν. Τότε η Παγώνα η σταγόνα ανακουφίστηκε. Όμως η ανακούφισή της δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ ώρα. Ύστερα από λίγα λεπτά είδε κάτι παράξενο. Το ποτάμι σε ένα σημείο σταματούσε. Δεν έβλεπε τι υπήρχε πέρα από κείνο το σημείο. Μέχρι που πλησίασε πολύ κοντά και είδε κάτι ακόμα πιο παράξενο. Τα νερά του ποταμού συνεχίζονταν. Κυλούσαν όμως προς τα κάτω με δύναμη. Ναι! Ήταν ένας καταρράκτης. Και για αυτό της είχε μιλήσει η γιαγιά της, η οποία είχε κάνει πολλά ταξίδια στη Γη. Άρχισε, λοιπόν, να γλιστράει προς τα κάτω. Γράπωσε το φύλλο με δύναμη και έκλεισε τα μάτια της. Έπεφτε με μεγάλη ταχύτητα και ο αέρας πονούσε τα μάγουλά της. Ο εφιάλτης γρήγορα, όμως, τελείωσε. Ήταν πολύ τυχερή. Δεν είχε πέσει μέσα στα νερά. Είχε σωθεί. Κι έτσι συνέχισε το ταξίδι της στο ποτάμι και όλα ήταν πια ήρεμα.

Ο ποταμός κατέληγε σε μια μεγάλη θάλασσα. Εκεί υπήρχε ακόμα περισσότερο νερό και έπρεπε να προσέχει και πάλι μη πέσει μέσα. Πέρασαν πολλές ώρες και η Παγώνα ένιωθε κουρασμένη. Είχε ξαπλώσει πάνω στο φύλλο, που στο περισσότερο ταξίδι της κρατούσε συντροφιά. Του ήταν ευγνώμων. Ξάφνου ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και η Παγώνα ανασηκώθηκε να δει τι γινόταν. Ένα τεράστιο αντικείμενο έπλεε στη θάλασσα και κατευθυνόταν πάνω της. Τι να έκανε; Κι αν έπεφτε πάνω της; Κοίταξε καλύτερα αυτό το αντικείμενο που ολοένα και πλησίαζε προς το μέρος της και τότε συνειδητοποίησε πως ήταν ένα πλοίο. Το είχε δει σε φωτογραφίες που της είχε δείξει η γιαγιά της. Έβαλε γρήγορα τα χέρια της μέσα στο νερό και άρχισε να τα κουνάει σαν κουπιά. Έπρεπε να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το πλοίο πλησίαζε και εκείνη πάσχιζε να απομακρυνθεί. Τελικά, το πλοίο πέρασε ξυστά της και δεν την πάτησε. Η τύχη ήταν με το μέρος της. Τώρα πια έβλεπε το πλοίο να βρίσκεται μακριά και ηρέμησε.

Στον ουρανό δεν υπήρχαν πολλά σύννεφα πλέον και ο ήλιος άρχισε να λάμπει πιο πολύ από ποτέ. Στην αρχή η Παγώνα, η σταγόνα, απολάμβανε τη ζέστη του Ήλιου, καθώς σε όλο το ταξίδι της κρύωνε μιας είχε χάσει το αγαπημένο της πουπουλένιο παλτό. Σύντομα, όμως, άρχισε να ιδρώνει και να βλέπει τον εαυτό της όλο και πιο αδύνατο. Ένα αεράκι φύσηξε και άρχισε να την σηκώνει ψηλά. Απομακρύνθηκε από τον φίλο της, το φύλλο και δεν πρόλαβε να τον αποχαιρετήσει. Ένιωθε τη ζέστη να καίει το πρόσωπό της. Οι δυνάμεις της είχαν εξαντληθεί. Κόντευε να λιποθυμήσει. 

Ώσπου ξάφνου βρέθηκε στα σύννεφα. Ναι! Είχε γυρίσει και πάλι σπίτι της και είχε σωθεί. Πέρασε πολλά από αυτό το ταξίδι και κατάφερε να φτάσει πίσω στο σπίτι της σώα και αβλαβής, όσες δυσκολίες κι αν αντιμετώπισε. «Αυτό, λοιπόν, εννοούσε η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρή. Ό, τι δε μας σκοτώνει, μας κάνει πιο δυνατούς. Τώρα ξέρω τι θα πρέπει να κάνω στο επόμενο ταξίδι μου. Έμαθα πολλά και νιώθω πιο δυνατή και ώριμη», σκέφτηκε η Παγώνα και έτρεξε να βρει τις φίλες της. Ίσως να είχαν σωθεί κι αυτές. Και ζήσαμε εμείς καλά και οι σταγόνες με ταξίδια πολλά!

Συγγραφέας: Αθανασία Αλεξανδρίδη - Φοιτήτρια Tabula Rasa 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου