Ήταν η ευχή
της κοιτάζοντας τα βράχια. Όσο πιο μικρούς παφλασμούς έκαναν τα κύματα
επάνω τους τόσο μεγαλύτερη ήταν η ελπίδα.
Εκείνες οι
ελπίδες που ταξίδευαν σαν νούφαρα την είχαν εγκαταστήσει δίπλα τους. Από την
πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο νησί έγιναν το φυλάκιο, το όνειρο
και ο εφιάλτης της.
Στάθηκε
αρκετές φορές επάνω τους, πενθώντας μπροστά στον υδάτινο τάφο που χυνόταν
μπροστά της. Ένα ολόκληρο πέλαγος είχε στα σπλάχνα του καρίνες, κορμιά,
παιχνίδια και όνειρα. Αυτός ήταν ο εφιάλτης της. Το όνειρο της ήταν οι ελπίδες
που κατάφερναν να φτάσουν μέχρι τα βράχια.
Σε εκείνο το
σημείο έφταναν οι παραδομένες στα θαλάσσια ρεύματα βάρκες. Σε εκείνο το σημείο
εκτός από την καρδιά της, ξεσκίστηκαν τα χέρια και τα πόδια της
κάμποσες φορές στην προσπάθεια να συγκρατήσει τις βάρκες που έφταναν γεμάτες
ελπίδες. Σε εκείνο το σημείο στάθηκε και εκείνο το πρωί με μια ζεστή κούπα τσάι
στο χέρι έτοιμη για την περιπολία της, μόνο που δεν πρόλαβε να κάνει την ευχή
της ημέρας. Ζούσε έναν ακόμα εφιάλτη. Η θάλασσα μπροστά της ήταν γεμάτη
νούφαρα. Η κραυγές της κινητοποίησαν κάθε κύτταρο που βρισκόταν γύρω της για
βοήθεια. Διασώστες, εθελοντές, γιατροί, κάτοικοι του νησιού, αφού
πρώτα καταχράστηκαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής αντικρίζοντας την τραγωδία που
χόρευε πάνω στα κύματα όρμισαν με έναν απίστευτο συντονισμό, ίδιο με
εκείνον της σιωπής, να προσφέρουν την ελπίδα. Μα τα νούφαρα δεν αντέχουν την
αλμύρα.
Ο καιρός δεν
βοηθούσε, οι πρώτες βάρκες άρχισαν να πέφτουν στο νερό. Η Άννα ξαναγύρισε
στα βράχια, τα ρεύματα φέρνουν εκεί πιο γρήγορα ότι κουβαλά
η θάλασσα. Έπεσε στο νερό ακουμπώντας τα πόδια της σε ένα περίεργο πάτημα
που έκανε ο βράχος κάτω από το νερό, σαν να ήθελε και αυτός να βοηθήσει όπως
μπορούσε. Τα χέρια της ενώθηκαν με την ανθρώπινη αλυσίδα πίσω της. Άπλωνε το
κορμί της και τραβούσε τα κορμιά προς τα βράχια, έψαχνε για ζωή. Στην αγκαλιά
της χώθηκε ένα βρέφος, τυλιγμένο καλά, από μια μάνα που δεν θα ήθελε να της
κρυώσει, σφιχτά δεμένο σε ένα σωσίβιο. Το πήρε στην αγκαλιά της και βγήκε από
το νερό, το ακούμπησε πάνω στα βράχια φωνάζοντας κάποιον γιατρό να έρθει κοντά
της. Άρχισε να το ξετυλίγει, ελπίζοντας. Ήταν αργά. Το έσφιξε στην αγκαλιά της «Λυπάμαι»
του ψιθύρισε «Λυπάμαι για το μοιραίο ταξίδι σου…. Λυπάμαι για την χώρα σου
που σε ανάγκασε να το κάνεις…. Λυπάμαι για την Ευρώπη που δεν σε περίμενε
σε κανένα λιμάνι….. Λυπάμαι για το καράβι της ελπίδας σου …. Λυπάμαι την μαμά
σου…… άλλο παράδεισο ονειρεύτηκε για σένα».
Το ήξερε
πως τα νούφαρα δεν αντέχουν την αλμύρα.
Συγγραφέας: Γεωργία Σακκά Ντάουερ - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου