Το σώμα μου πονάει απελπισμένα.
Κρύος ιδρώτας λούζει όλο μου το κορμί. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Νιώθω πως
θα διαλυθεί αν το αγγίξω. Τα μάτια μου καίνε. Τρέμω. Κάνει κρύο. Εικόνες ξεπηδούν
μπροστά μου και διαλύονται σαν σκόνη. Παλεύω να θυμηθώ, να καταλάβω.
Γλυφάδα – Αεροδρόμιο και εκεί κάπου στη διαδρομή ένα μηχανάκι θρυμματίζει το παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου. Και εγώ αιμόφυρτη στο νοσοκομείο πάνω στο ψυχρό χειρουργικό τραπέζι να παλεύω μεταξύ ζωής και θανάτου!
Κι όμως δεν είμαι εκεί.
Που είμαι; Μια ταμπέλα κρέμεται από μια αόρατη κλωστή και βαραίνει το στήθος μου: «Εχετε μια ώρα. Μην αγγίξετε τους τοίχους».
Ποιους εννοεί; Κοιτάζω
γύρω. Είμαι μόνη. Παντού σιωπή. Βρίσκομαι στη μέση ενός γιγάντιου λαβύρινθου.
Ενα φως σαν προβολέας με τυφλώνει και στριφογυρίζει δαιμονισμένα. Προλαβαίνω να
δω ένα άνοιγμα που γράφει «Σταθμοί ζωής».
«Εχεις μόνο μία ευκαιρία. Αν
δεν καταφέρεις να βγεις θα μείνεις για πάντα εδώ. Σε μια αιώνια περιπλάνηση».
Εισβάλλω χωρίς να αγγίξω.
Φόβος ταράζει τα σωθικά μου. Είναι τόσο στενά.
Μια κλεψύδρα αιωρείται σαν σπαθί πάνω από
κεφάλι μου. Ο χρόνος μετράει αντίστροφα.
Σκηνές από τη ζωή μου
αρχίζουν να προβάλλονται σαν ταινία στους τοίχους.
Μνήμες θαμμένες,
ξεχασμένες. Τρέχω σαν τρελή. Οι πόρτες ανοίγουν μόλις πλησιάζω. Εγώ μωρό, η
μαμά να φωνάζει, το τηλέφωνο που χτυπάει και ανακοινώνει θάνατο, το σχολείο, η εφηβεία,
η μετακόμιση, η αρρώστια του πατέρα, η γιαγιά, ο παππούς και τόσοι άλλοι
αγαπημένοι. Ολοι αυτοί που έφυγαν νωρίς και δεν πρόλαβα να τους πω πόσο τους
αγάπησα και πόσο μου λείπουν.
Απλώνουν τα χέρια τους και
εγώ σφιχταγκαλιάζω το σώμα μου για να μην υποκύψω στην παρόρμηση να τους
αγγίξω.
Κι άλλη πόρτα. Τα παιδιά
μου χαμογελούν και τρέχουν να με αγκαλιάσουν.
Γυρνώ ανάποδα για να μην
βλέπω την μορφή τους.
«Μην αγγίξεις τους
τοίχους», φωνάζω δυνατά στον εαυτό μου. Τα δάκρυα θαμπώνουν την όρασή μου. Όλα
θολά.
Ενας δυνατός αέρας με
σπρώχνει προς τα πίσω. Πέφτω κάτω για να αποφύγω τη δύνη που με γυρνάει προς την
αφετηρία.
Σέρνομαι και προχωρώ. Όλα
μοιάζουν τόσο ίδια σαν να βρίσκομαι στο ίδιο σημείο.
Δεν υπάρχει τέλος. Όλα τα
γεγονότα της 48χρονης ζωής μου τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μπερδεύονται,
χωρίς συνοχή. Στιγμές γεμάτες αλήθεια, ψέματα, όνειρα, λάθη, πάθη, ενοχές,
τύψεις, απώλεια, πόνος, χαρά, ευτυχία….
Προσπαθώ να σκεφτώ. Κάπου
πρέπει να υπάρχει διέξοδος. Η κλεψύδρα τελειώνει.
Μπροστά μου δύο ίδιες πόρτες
που γράφουν: ΕΞΟΔΟΣ!
Η αγωνία παραλύει την ψυχή
μου. Μόνο μια από τις δύο οδηγεί στη λύτρωση. Σηκώνομαι όρθια. Κλείνω τα μάτια.
Προχωρώ στα τυφλά.
Φωνάζω, σχεδόν
ουρλιάζοντας: ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ
Νιώθω να λιποθυμάω. Το
βάρος του σώματός μου πέφτει με δύναμη πάνω σε μια πόρτα. Χάνω τις αισθήσεις
μου και αισθάνομαι να βουλιάζω σε ένα τούνελ φωτός.
Στο βάθος ακούγεται ο ήχος
του καρδιογράφου που επαναφέρει την ευθεία γραμμή σε καμπύλη. Γύρισα!
Συγγραφέας: Αφένδρα Τσιάκα - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου