Άνοιξα τα μάτια μου, κοίταξα
δεξιά, αριστερά. Τίποτα, δεν μπορούσα να δω τίποτα πέρα από
το απόλυτο σκοτάδι.
Ήξερα πως ήμουν στο κρεββάτι μου, ένιωθα με τις άκρες των δακτύλων μου
την μάλλινη κουβέρτα μου. «Που βρίσκομαι;» μονολόγησα. Ξαφνικά ακούστηκε ένας
θόρυβος σαν μια καμένη λάμπα να τρεμοπαίζει. Δευτερόλεπτα αργότερα άναψε μια
επιγραφή που έλεγε με πράσινα γράμματα ΕΧΕΙΣ ΜΙΑ ΩΡΑ. ΜΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ ΤΟΥΣ
ΤΟΙΧΟΥΣ. Στην δεξιά πλευρά της πινακίδας εμφανίστηκε με κόκκινα γράμματα το
νούμερο εξήντα. Πριν προλάβω να σκεφτώ, αυτό ξεκίνησε να μετρά αντίστροφα.


Για μια στιγμή σταμάτησα. Με την άκρη του
ματιού μου είδα ένα πράσινο φως να λαμπυρίζει. Έκανα ένα βήμα πίσω και είδα την
γνωστή επιγραφή που μου έλεγε ότι είχα μία ώρα στην διάθεσή μου. Πανικοβλήθηκα,
κοίταξα τριγύρω μου, το κρεββάτι μου έλειπε. Έκανα συνέχεια κύκλους. Βρισκόμουν
σ’ ένα λαβύρινθο χωρίς κανένα σημάδι διαφυγής. Τι θα κάνω; Σκέφτηκα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά,
κοίταξα το ρολόι. Μου έμεναν τριάντα λεπτά. Είχα χαραμίσει τόση ώρα χωρίς να
ξέρω που πηγαίνω ή πώς να ξεφύγω. Με κυρίευσε πανικός. Άρχισα να τρέχω. Τα
πόδια μου πλέον δεν ένιωθαν το δροσερό πάτωμα αλλά τον ιδρώτα που έσταζε το
κορμί μου από τον φόβο που με είχε κατακλύσει. Πήγα δεξιά, αριστερά μετά πάλι
αριστερά. ΤΙΠΟΤΑ. Κανένα ίχνος διαφυγής. Σταμάτησα λίγο να βάλω τις σκέψεις μου
σε μια σειρά και ασυναίσθητα ακούμπησα σ’ ένα τοίχο. Ξαφνικά ακούστηκε ένας
κρότος. Οι τοίχοι άρχιζαν να κουνιούνται και να σχηματίζουν καινούριους
διαδρόμους αλλά και αδιέξοδα. Ο δρόμος
που ήταν ανοικτός για να τον διαβώ έκλεινε. Κοίταξα δεξιά. Από πάνω κατέβαινε
άλλο κομμάτι του τοίχου που πήγαινε να ενωθεί με το πάτωμα. Κοίταξα τριγύρω μου.
Θα εγκλωβιζόμουν. Το έβλεπα. Πήρα την απόφαση, έτρεξα και σύρθηκα κάτω απ’ τον
τοίχο. Δευτερόλεπτα αργότερα έκλεισε με δύναμη από πίσω μου. Σηκώθηκα
λαχανιασμένη. Κουράστηκα. Τα πόδια μου δεν μπορούσα να τα σηκώσω. Κοίταξα κάτω
και είδα ότι βρισκόμουν σε μια κινούμενη άμμο. Προσπάθησα να ξεφύγω, μάταια,
ένιωθα πως βουλιάζω όλο και περισσότερο. «Δεν γίνεται να συμβαίνει αυτό!»
φώναξα απελπισμένα.

Συγγραφέας: Αγαθονίκη Τσιακάλου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Ειλικρινά αγχώνεσαι...σε παρασύρει εντελώς..αν και μικρό είναι πολύ ισχυρό αυτό που σε κατακλύζει διαβάζοντας το!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜ π ρ α β ο!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή