Είναι
κάποιες αναμνήσεις, ανεκπλήρωτα όνειρα και ματαιωμένες προσδοκίες, που το μόνο
πια που σου απομένει για να κάνεις μαζί τους, είναι να τα ρίξεις στο υπόγειο
της μνήμης, επιδιώκοντας έτσι σε μια τεχνητή λύτρωση. Βέβαια, βαθιά μέσα σου,
γνωρίζεις καλά πως ότι υπήρξε αληθινό δε χωράει σε καλούπια, δεν ορίζεται,
βιώνεται μονάχα. Εσύ το φυλακίζεις κι αυτό το άτιμο, βρίσκει τρόπο να υποβάλει
λαθραία την παρουσία του μέσα από φαινομενικά ανώδυνες καταστάσεις.
Βρίσκεται
στο άρωμα της βανίλιας, στη θέα μιας τυχαίας φωτογραφίας σε κάποιο περιοδικό με
ένα αεροπλάνο την ώρα που απογειώνεται, στον ήχο που κάνει το χαλάζι όταν
πέφτει με δύναμη στο τζάμι του αυτοκινήτου, στην αίσθηση που αφήνει στις άκρες
των δαχτύλων σου το λάδι απ’ τα ποπ κορν και στις γρατσουνιές που αφήνει στη
ψυχή σου το άκουσμα μιας μελωδίας. Πόσο εκνευριστικό είναι όταν θες να ξεχάσεις
και όλα αυτά τα μικροπράγματα δε σε αφήνουν;
Δε
χρειάζονται δύσκολες λέξεις, βαθυστόχαστα νοήματα, δαιδαλώδεις αντιστίξεις.
Θέλει απλώς ο ήχος να ακουμπά στο συναίσθημά σου και να το ξεκλειδώνει δίχως να
καταβάλει καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Είναι η στιγμή όπου οι λέξεις ζωντανεύουν
και μετατρέπονται σε ένα συνονθύλευμα από πρόσωπα, αισθήματα και καταστάσεις. Ένα
τραγούδι είναι μονάχα. Κι όμως … Είναι μια πλάνη να πιστεύεις πως οι στίχοι γράφτηκαν
για σένα. Λες και κάποιος κατάσκοπος τρύπωσε στο υποσυνείδητό σου και έκλεψε έμπνευση
από τις εμπειρίες σου. Λέει όλα εκείνα που θέλεις να πεις μα η περηφάνια δε σε
αφήνει.
Οι στίχοι
των τραγουδιών σε φέρνουν κοντά. Ανακαλύπτουν το μίτο της ψυχής μου και
προβάλεις φωτεινός στην είσοδο του λαβυρίνθου. Σπάνε το φράγμα του χρόνου,
εξαφανίζουν τα σύνορα και λειαίνουν τις αντιστάσεις που επέβαλα στον εαυτό μου
για να αντεπεξέλθει απέναντι σε όσα με πλήγωσαν και πιο πολύ από την απουσία
σου.
Είναι
κάποια «ήσυχα βράδια», που η μουσική με συνεπαίρνει, ο ουρανός λάμπει παράξενα
λες και πάνω του αντανακλά η επιθυμία μου να μπορούσες να μοιραστείς μαζί μου
την ίδια μελωδία και να με φέρεις έστω και σε αυτά τα τρία λεπτά που διαρκεί το
τραγούδι, στη μνήμη σου. Όχι με θυμό, αλλά με νοσταλγία. Εξάλλου, το ίδιο
φεγγάρι αντικρίζουμε ακόμα κι αν ο ουρανός είναι διαφορετικό Αν υπάρχει κάτι
που θα διεκδικούσα από σένα είναι μόνο αυτό, μια γλυκιά νοσταλγία. Μια
αναρώτηση. Αν το χθες γινόταν αλλιώς; Αυτό μονάχα.
Ότι κανείς αγάπησε στη διαδρομή της ζωής του,
γίνεται με το πέρασμα του καιρού, οι αποσκευές του. Και εσένα σε κουβαλάω μαζί
μου, ακόμα κι αν προσπάθησα να σε ξεφορτωθώ. Ο πρώτος έρωτας, ο πρώτος
χωρισμός. Σε μια ανέμελη εποχή που όλα έμοιαζαν εύκολα. Ίσως και να ήταν εύκολα.
Ένα σ’ αγαπώ που δεν ειπώθηκε ποτέ όχι επειδή δεν το ένιωθα, το αντίθετο
μάλιστα, απλά, νόμιζα ότι ήταν αυτονόητο.
Δε μου
έδωσες ποτέ το χρόνο για να σου εξηγήσω γιατί πήρα την απόφαση να μην σε
ακολουθήσω. Ο φόβος μου δεν έφτασε ποτέ στην ανάγκη σου για νέες εμπειρίες.
Ζήτησες να έρθω μαζί σου στην Αμερική. Αρνήθηκα. Προτίμησα να επιστρέψω στο
νησί μου. Προσπάθησα να σου εξηγήσω πως τα σχέδιά σου απαιτούσαν από μένα να
ξεπεράσω τα όρια μου. Από την άλλη, τα δικά μου «θέλω» εμπόδιζαν την επιθυμία
σου να φτάσεις εκεί όπου ονειρευόσουν. Τώρα ξέρω πως έφταιγε ο λάθος
συγχρονισμός των επιθυμιών μας. Γιατί όσο κι αν πια δεν υπάρχεις στη ζωή μου,
τόσο πιο πολύ διαπιστώνω πως σιγά – σιγά έγινα εσύ και μάλιστα δίχως να
καταβάλεις καμιά προσπάθεια.
Τότε θύμωσες
μαζί μου και με παράτησες σε μια καφετέρια γεμάτη κόσμο. Δε με αποχαιρέτισες
ποτέ. Πίστευες ότι δεν ήσουν σημαντικός για μένα. Και όταν προσπάθησα να σου
εξηγήσω, απλώς έκλεισες το τηλέφωνο και ζήτησες με άκομψο τρόπο, να μην σε
ενοχλήσω ποτέ ξανά. Και πράγματι, αυτό έκανα. Κι ας ήθελα το αντίθετο. Σεβάστηκα
την απόφασή σου.
Κι όταν
εφτά χρόνια αργότερα, ένα μεσημέρι Δευτέρας, συναντηθήκαμε τυχαία στην Αθήνα,
δίπλα από ένα στοπ, προτίμησες να με κοιτάξεις ανέκφραστα, να πατήσεις γκάζι και
να φύγεις. Δε βρήκες τίποτα για να μου πεις. Ούτε ένα «γεια». Προσπέρασες. Η
παρουσία σου στην πρωτεύουσα με εξέπληξε. Στα χρόνια που μεσολάβησαν φρόντισα
ώστε να μη ρωτάω για σένα. Ήταν η νόμιμη αυτοάμυνά μου. Τότε συνειδητοποίησα
πως δε γνώριζα τίποτα απολύτως για τη μετέπειτα ζωή σου. Καθώς σε κοίταζα να χάνεσαι στον ορίζοντα του
δρόμου, διαπίστωσα πως αυτή ήταν η δεύτερη ευκαιρία που απρόσμενα με όλη τη
γενναιοδωρία της μας πρόσφερε η ζωή και εσύ την χαράμισες. Εκείνο το μεσημέρι
ήταν και η τελευταία φορά που σε είδα.
Ο χρόνος τελικά
γλυκαίνει τον πόνο. Σήμερα πια αποτελείς για μένα μια ανάμνηση που η
καθημερινότητα την σπρώχνει όλο και πιο μακριά από τα ενδεχόμενα του μέλλοντός
μου. Δε σου κράτησα καμιά κακία. Από σένα μου έμεινε μόνο ένα παράπονο. Όχι
επειδή δεν με κατάλαβες, ούτε επειδή όταν χωρίσαμε δε με συγχώρεσες και υπήρξες
τόσο κακός μαζί μου. Αλλά γιατί δεν μου είπες εκείνο το «γεια».
Συγγραφέας: Μαρία Πηδιά - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου