Η χαρά της Αγγελίνας ήταν τέτοια ώστε δεν κατάλαβε πότε το σπίτι και ο καταπράσινος κήπος τους είχε γεμίσει με κόσμο. Σε λίγο θα έσβηνε τα δώδεκα ροζ κεράκια της και θα διασκέδαζε με φίλους και συγγενείς, κάτω από το ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Γεννήθηκε
και μεγάλωσε στις ρίζες των βράχων. Τους έβλεπε μεγαλώνοντας, με δέος,
περιτριγυρισμένους γύρω από το χωριό της, σα να ήθελαν να το προστατέψουν από
κατακτητές, επιδρομείς και λεηλασίες. Κοφτοί, επιβλητικοί, διάσπαρτοι βράχοι
λες και ένα γιγάντιο χέρι να τους προόριζε για κάποιο παιχνίδι…
«Αγγελίνα έλα, ήρθε η ώρα να
σβήσεις τα κεράκια και να κάνεις μία ευχή», την κάλεσε ο πατέρας της. Με πόση
λαχτάρα έσβησε τα κεράκια και έκλεισε τα μάτια της για να ευχηθεί, δεν το
κατάλαβε και η ίδια. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου στην επιλογή της ευχής. Άλλωστε
ήταν η επιθυμία της από τότε που θυμόταν τον εαυτό της: να σκαρφαλώσει στα
απόκρημνα βράχια και με το σκοινί που είχε απομείνει (γιατί το δίχτυ δεν υπήρχε
πια), να ανέβει στην κορυφή και να ρουφήξει με όλο της το είναι, τη θέα από
ψηλά.
Οι εξορμήσεις της βέβαια ήταν
καθημερινές, μελετούσε τους πιο κοντινούς στο σπίτι της βράχους, αναγνώριζε τις
σχισμές τους, τα βαθουλώματά τους, την ιστορία τους και τα κατέγραφε όλα με το
δικό της μοναδικό τρόπο στο μεγάλο μπλοκ της ιχνογραφίας που την προμήθευε
συχνά η μητέρα της.
«Να ζήσεις, να τα εκατοστίσεις»,
οι χαρούμενες φωνές ανάγκασαν την Αγγελίνα να αφήσει για λίγο το όνειρό της και
να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα.
Όλα είχαν κυλήσει υπέροχα και
το πάρτι της Αγγελίνας είχε μεγάλη επιτυχία, ώσπου αργά το βράδυ η μικρή
εορτάζουσα βρέθηκε στο δωμάτιό της να ανοίγει τα δώρα της. Εκείνο που την
εντυπωσίασε περισσότερο ήταν το δώρο του νονού, ένα ρολόι που θα ζήλευε κάθε
επαγγελματίας αθλητής. Και τι δεν είχε πάνω του!
Ήταν αδιάβροχο, μετρούσε τα
λεπτά, τα δευτερόλεπτα, τις ώρες, είχε ημερολόγιο, ξυπνητήρι… χρονόμετρο!
«Για να μετράς το χρόνο που
απουσιάζεις από το σπίτι και να μην ξεχνιέσαι όταν εξερευνάς τους βράχους σου»,
της είχε πει ο νονός της και τη φίλησε απαλά στο κεφαλάκι της.
Αφού ανακάλυψε τα μυστικά του
ρολογιού, το φόρεσε και γλυκά την πήρε ο ύπνος.
Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και
είχε ρίξει τις ακτίνες του στους γυμνούς βράχους και αυτοί με τη σειρά τους
καλημέριζαν την Αγγελίνα, στέλνοντάς τες απ’ ευθείας μέσα στο παράθυρό της.
Η Αγγελίνα είχε αποφασίσει
σήμερα να προχωρήσει την έρευνά της, παρόλο που η μοναδική φίλη που την
ακολουθούσε έλλειπε σε διακοπές, στη γιαγιά της. Στόχος της ήταν να φτάσει στα
επόμενα μονοπάτια έως ότου φτάσει σε εκείνο που θα την οδηγούσε στο ¨μεγάλο
βράχο¨.
Φεύγοντας άκουσε τη μητέρα της
να φωνάζει:
«Πρόσεχε και μην απομακρύνεσαι
πολύ. Σήμερα είσαι μόνη σου! Και μην ξεχνάς, στις δύο τρώμε!»
«Εντάξει μαμά », φώναξε η
Αγγελίνα ανηφορίζοντας ανέμελα προς το μονοπάτι.
Ο ¨δικός της¨ βράχος την
περίμενε. Ο ήλιος είχε ζεστάνει την επιφάνειά του και η Αγγελίνα τώρα ήταν
ξαπλωμένη πάνω του, κοίταζε γύρω της και χάζευε την απεραντοσύνη του γαλάζιου
ουρανού.
Γκρίζοι βράχοι σμιλευμένοι από
τον άνεμο, απλωμένοι σε ένα καταπράσινο χαλί και στολισμένοι στην κορυφή τους
με ιερά κτίσματα, γαλάζια οροφή, απότομες χαράδρες, συνέθεταν ένα τοπίο μαγικό.
Η φύση και ο άνθρωπος στα
καλύτερά τους!
Η Αγγελίνα δεν έχασε λεπτό.
Έβγαλε το μπλοκάκι της και αποθανάτισε τις στιγμές όπως αυτή ήξερε καλά τόσα
χρόνια τώρα, να κάνει.
«Σήμερα η θέα είναι μοναδική»,
αναφώνησε και το χέρι της έτρεχε για να προλάβει τις εικόνες πριν αλλάξουν.
Έβαλε
μάλιστα και χρονόμετρο για να μην αποσπάται και να ολοκληρώσει το έργο της, όσο
το δυνατόν σε λιγότερο χρόνο. Όσο όμως και αν προσπαθούσε να γεμίσει τη σελίδα
του μπλοκ, ένα φως την εμπόδιζε, τη θάμπωνε και στο τέλος την ανάγκασε να
αφήσει τα χρώματά της και να κατευθυνθεί σε αυτό.
Πλησίασε
στο βράχο, προχώρησε δεξιά στο μονοπάτι, αλλά δεν είδε κάτι παράξενο. Τον τελευταίο
καιρό ένιωθε ένα αδιόρατο φως να την ακολουθεί, αλλά πίστευε ότι ακτίνες του
ήλιου είχαν τρυπώσει στις χαραμάδες και την προσκαλούσαν σε παιχνίδι.
Μάζεψε
τα πράγματά της και άρχισε να κατηφορίζει. Η ώρα είχε περάσει και θα την
περίμεναν για το μεσημεριανό φαγητό. Δεν έπρεπε να αργήσει!
Κατέβαινε
τραγουδώντας ένα όμορφο τραγούδι αποχαιρετώντας σιγά σιγά το καλοκαίρι και
φτάνοντας κοντά στο χωριό βλέπει τη νεοφερμένη γειτόνισσα, την κυρία Παραμυθία,
να ξεκουράζεται σε μία πέτρα.
«Καλημέρα κυρία Παραμυθία.
Ανάψατε και σήμερα τα καντήλια;»
«Ναι κόρη μου. Μου κάνει καλό
να κάνω τον πρωινό μου περίπατο και να μην είμαι μόνη μου στο σπίτι!»
Και
ανταλλάσοντας αυτά τα λόγια κατηφόρισαν και οι δύο για το χωριό. Η κυρία
Παραμυθία είχε έρθει από πολύ μακριά, όπως είχε πει. Ζούσε μόνη της και από
τότε που έχασε το μονάκριβο γιο της, ήρθε στο χωριό και εγκαταστάθηκε στο
γειτονικό σπίτι που μόλις είχε πουληθεί.
«Μαμά ήρθα! Αύριο όμως θα φύγω
νωρίς για να προλάβω την ανατολή!»
Η μητέρα της πάντα ανησυχούσε
για το επικίνδυνο χόμπι της κόρης της και προσεύχονταν γι’ αυτήν. Δεν μπορούσε
όμως να της χαλάσει χατίρι και να της αρνηθεί κάτι που την έκανε τόσο
ευτυχισμένη!
Η επόμενη μέρα βρήκε την
Αγγελίνα στο ¨βράχο της¨ να απολαμβάνει την ανατολή του ήλιου. Ήταν ένα θέαμα α
ν ε π α ν ά λ η π τ ο! Έμεινε για αρκετή
ώρα θέλοντας να γεμίσει την ψυχή της με ηρεμία και γαλήνη.
«Ίσως ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσω
την επιθυμία μου, σκέφτηκε…». Κοίταξε το ρολόι της – νωρίς ακόμη - και με δύο δρασκελιές βρέθηκε στο
χωματόδρομο. Από μακριά είδε την κυρία Παραμυθία να σηκώνει το χέρι της και να
τη χαιρετά. Η μαυροφορημένη γυναίκα κουβαλούσε το λάδι για τα καντήλια και
έδειχνε χαρούμενη…
Η Αγγελίνα ανταπέδωσε το
χαιρετισμό και ακολούθησε την αντίθεση κατεύθυνση. Ανέβηκε το απότομο μονοπάτι,
πέρασε μία μισοχαλασμένη γεφυρούλα, αγκάλιασε δύο σχιστές πέτρες για να περάσει
απέναντι και έφτασε στον κατακόρυφο βράχο με το σκοινί να κρέμεται από την
κορυφή του έως τις ρίζες της χαράδρας. Κοίταξε αμήχανα το ρολόι της.
«Ήταν τόσο κοντά λοιπόν!» σκέφτηκε.
Από εκεί που ήταν η Αγγελίνα
δεν μπορούσε να φτάσει το σκοινί. Κοίταξε καλά γύρω της και ξεχώρισε ένα
πέρασμα αρκετά στενό και επικίνδυνο. Στάθηκε για λίγη ώρα και κοιτούσε το
σκοινί, σκεπτόμενη πώς θα βρεθεί κρεμασμένη σε αυτό για ανέβει ψηλά και να
κερδίσει τον ουράνιο θόλο.
Εκείνη τη ώρα μιλούσε η καρδιά
η οποία έβλεπε πράγματα που το μυαλό δεν μπορούσε να δει!
«Θα το κάνω…» σκέφτηκε και
έβαλε το χρονόμετρο να καταγράψει πόση ώρα θα χρειαστεί για να ανέβει, ώστε
όταν θα πήγαινε ξανά με τη φίλη της, να γνώριζε. Από τα πρώτα κιόλας βήματα
πέτρες υποχωρούσαν κάτω από τα πόδια της και κολλημένη με το σώμα της στο
βράχο, προσπαθούσε με τα δάχτυλά της να γαντζωθεί στις χαρακιές των βράχων...
20, 21, 22 …τα δευτερόλεπτα προχωρούσαν το ίδιο και η Αγγελίνα και φτάνοντας
ακριβώς απέναντι από το σκοινί, με ένα σάλτο βρέθηκε να το αγκαλιάζει και να
χτυπάει με δύναμη στο βράχο…41,42,43….και η Αγγελίνα προσπαθούσε να ισορροπήσει
ώσπου το πόδι της σταμάτησε σε ένα βαθούλωμα. Ένα χαμόγελο που αισθάνθηκε στο
πρόσωπό της, της έδωσε κουράγιο να συνεχίσει. Έπιασε καλά το σκοινί και άρχισε
να αναρριχάται …68, 69, 70… και η ανάσα της γινόταν όλο και πιο βαριά και
ανέβαινε, ανέβαινε, ώσπου το πόδι της γλιστρά και το σώμα της ξαναχτυπά στο
βράχο…83, 84, 85…τα δευτερόλεπτα κατέγραφαν την αγωνία της.
Εκείνη συνέχισε να προσπαθεί
με πείσμα και να ανεβαίνει, να ανεβαίνει, να ανεβαίνει… ώσπου τα χέρια της δεν
άντεχαν άλλο, και στο βράχο δεν υπήρχε άλλη σχισμή για να βάλει το πόδι της…90,
91, 92…και ξαφνικά …το φως, το δυνατό φως τη θάμπωσε και πάλι και μέσα σε αυτό
η μορφή της κυρίας Παραμυθίας να τη χαμογελά γλυκά - πώς βρέθηκε άραγε εδώ; τέτοια ώρα; - και τα
χέρια της Αγγελίνας να μην αντέχουν το βάρος της…93 δευτερόλεπτα έδειχνε το
ρολόι…..
Όταν
συνήλθε στο νοσοκομείο της διπλανής πόλης, με μικρές εκδορές στα χέρια και στα
πόδια, είδε τους γονείς της να την κοιτούν με αγάπη και να δοξάζουν το Θεό που
τη είχαν κοντά τους.
Η
Αγγελίνα ζήτησε να δει την κυρία Παραμυθία για να τους εξηγήσει εκείνη τι είχε
συμβεί, γιατί η ίδια δεν θυμόταν παρά ελάχιστα από την προσπάθειά της να
κατακτήσει το βράχο της. Η μητέρα της απόρησε, γιατί καμία νέα γειτόνισσα δεν
είχε έρθει και το σπίτι που ήταν δίπλα τους ήταν ακατοίκητο εδώ και χρόνια. Θεώρησε
ότι όλα αυτά ήταν μονόλογοι της κόρης της από το χτύπημα και δεν έδωσε συνέχεια...
Η
Αγγελίνα με απογοήτευση γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά και στον τοίχο
του δωματίου είδε μία εικόνα με την κυρία Παραμυθία να κρατά ένα μωρό στην
αγκαλιά της και να της χαμογελά γλυκά…
Συγγραφέας: Ελένη Μπλιούμη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου