Μια συνήθεια της οικογένειάς μου όταν
ήμουν παιδί ήταν κάθε Κυριακή μεσημέρι να μαζεύεται για φαγητό στο σπίτι της
γιαγιάς. Εκεί έφτανε όλο το σόι του πατέρα μου. Όσο οι μεγάλοι ετοίμαζαν το
τραπέζι, τα παιδιά παίζαμε αξιοποιώντας την αυλή και όλους τους χώρους του
σπιτιού εκτός από την κουζίνα. Ήξερα κάθε σπιθαμή του χώρου. Δεν υπήρχαν
εκπλήξεις για μένα.
Ήταν όμως μια Κυριακή, Μάη μήνα, που το
παιχνίδι έγινε η αιτία για μια μεγάλη ανακάλυψη που το παιδικό μου μυαλό τότε
δεν μπορούσε να την προσαρμόσει στα στεγανά της λογικής μου. Ήμουν περίπου δέκα
χρονών. Η πλειοψηφία αποφάσισε να παίξουμε κρυφτό. Καιρό πριν στάμπαρα μια
κρυψώνα που δεν την χρησιμοποίησε ποτέ κανείς μας έως τότε και έτσι έτρεξα
αμέσως προς τα κει. Σφηνώθηκα σε μια χαραμάδα μεταξύ σκρίνιου και τοίχου στο
βάθος του σαλονιού και περίμενα την ξαδέρφη μου να απομακρυνθεί για να βγω και
να φωνάξω φτού ξελευθερία.
Καθώς έμεινα εκεί ακίνητη σαν άγαλμα να
κρατάω ακόμα και την ανάσα μου, παρατήρησα πως δίπλα μου υπήρχε ένα κάδρο
καταχωνιασμένο, σκονισμένο και καλυμμένο με ένα άσπρο μαντήλι. Παραξενεύτηκα.
Πρώτη φορά το αντίκριζα.
Η σκόνη με έκανε να φταρνιστώ. Έτσι η
ξαδέρφη μου με βρήκε αμέσως. Αντί όμως να φωνάξουμε στους υπόλοιπους τη λήξη
του παιχνιδιού βγάλαμε το κάδρο με τη φωτογραφία από τη γωνιά, σηκώσαμε το
μαντήλι και αρχίσαμε να την παρατηρούμε με έκπληξη.
Η φωτογραφία απεικόνιζε ένα ξανθό αγοράκι,
να κοιτάει πανέξυπνα το φακό και να έχει μια μπάλα μπροστά στα πόδια του. Στο
φόντο διακρινόταν η πρόσοψη από το σπίτι της γιαγιάς. Από αυτό συμπεράναμε ότι
η φωτογραφία τραβήχτηκε από κάποιον συγγενή ή οικογενειακό φίλο. Το παιδάκι
όμως ήμασταν σίγουρες πως δεν το γνωρίζαμε.
Πάνω στο σκρίνιο παραταγμένες δεκάδες
φωτογραφίες από όλα τα μέλη της οικογένειας. Η γιαγιά συνήθιζε να συστήνει με
καμάρι τον καθένα μας σε κάθε επισκέπτη που περνούσε το κατώφλι της. Αυτό
ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την περιέργεια μας. Γιατί η γιαγιά εξόρισε τόσο άκομψα
τη φωτογραφία; Και γιατί αυτό το παιδάκι δεν ήρθε ποτέ σε καμία οικογενειακή
συνεστίαση για να παίξει μαζί μας;
Εύκολα καταλάβαμε πως υπήρχε κάποιος
λόγος που εμείς τον αγνοούσαμε. Αίφνης αυτό το χαριτωμένο αγοράκι μετατράπηκε
σε μια μυστηριώδη φιγούρα που έκρυβε στο αθώο του βλέμμα ένα οικογενειακό
μυστικό που έπρεπε οπωσδήποτε να το ανακαλύψουμε. Βάλαμε τη φωτογραφία στη θέση
της. Στοιχηματίσαμε μεταξύ μας ένα χωνάκι παγωτό για το ποιά θα κατάφερνε να
μάθει πρώτη. Ο μοναδικός κανόνας του στοιχήματος ήταν να μη ρωτήσουμε τίποτα
εκείνη την ημέρα. Δώσαμε τα χέρια όταν ακούσαμε να μας καλούν από την κουζίνα.
Όλο το βράδυ έμεινα ξάγρυπνη να φτιάχνω
ιστορίες για την ταυτότητα του άγνωστου αγοριού. Μια υπερένταση με κατέκλυσε
και με έριξε σε ένα πυρετώδες σεναριακό παραλήρημα.
Την άλλη μέρα μετά το σχόλασμα ζήτησα να
πάω στη γιαγιά. Ήμουν σίγουρη ότι το ίδιο θα έκανε και η ξαδέρφη μου. Ευτυχώς
την πρόλαβα. Γεμάτη ικανοποίηση για τον εαυτό μου και παραφουσκωμένη από
αυτοπεποίθηση ξεμονάχιασα τη γιαγιά, ανέσυρα αυθάδικα τη φωτογραφία, την έβαλα
μπροστά της και τη ρώτησα χωρίς περιστροφές. Φαίνεται όμως πως υπάρχουν κάποιες
φαινομενικά απλές ερωτήσεις που όμως μπορούν να σε καρφώσουν βαθιά στην καρδιά.
Μια πληγή που την έχεις φυλακίσει στα στενά της ψυχής σου που το αίμα της ακόμη
δεν έχει στεγνώσει και σε κάνει να δακρύζεις σαν παιδάκι κι ας έχεις πατήσει τα
πενήντα. Είδα τα μάτια της γιαγιάς να γίνονται ποτάμια και να στάζουν αλμυρό
νερό.
Οι τύψεις με κυρίευσαν και ο
ενθουσιασμός μου θρυμματίστηκε μπροστά στον πόνο που προκάλεσα. Σάστισα. Ήθελα
να γυρίσω πίσω το χρόνο και να μην βγάλω ποτέ τη φωτογραφία απ’ την κρυψώνα
της. Έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη και να φύγω, ο αυθορμητισμός μου όμως ενήργησε
πριν από τη λογική. Η αντίδρασή της με έκανε να θέλω ακόμα περισσότερο να
γνωρίσω αυτό το αγοράκι.
Άκουσα σαν μέσα από ζάλη τη γιαγιά να
μου λέει πως το αγοράκι δε θα το συναντήσω ποτέ επειδή το σκασέ για τη γειτονιά
των αγγέλων μια εβδομάδα μετά τη λήψη της φωτογραφίας. Ήταν οκτώ χρονών και τον
έλεγαν Σταύρο. Το πρώτο εγγόνι της γιαγιάς. Το πρώτο θύμα του Πραξικοπήματος.
Σχεδόν αυτόματα ξέφυγαν οι λέξεις από το
στόμα μου.
«Στον πόλεμο πεθαίνουν», μου απάντησε η
γιαγιά και τοποθέτησε πάλι τη φωτογραφία στη γωνιά της βάζοντας μια απότομη
τελεία στη συζήτηση μας. Ένιωσα ανίκανη να ζητήσω επιπλέον πληροφορίες. Λες και
μια απρόσκλητη φωνή μέσα μου ψιθύριζε πως έφτασα σε ναρκοπέδιο και έπρεπε να
υποχωρήσω.
Επίσης, ένιωσα ανίκανη να κατανοήσω
πλήρως την έννοια του θανάτου. Η λέξη αυτή για μένα ήταν μια ακόμα ανάμεσα στο
πολυσέλιδο λεξικό της ελληνικής γλώσσας. Δε με απασχόλησε ποτέ, δεν την
συλλογίστηκα ούτε μια φορά επί της ουσίας. Εκείνη όμως τη στιγμή, μετατράπηκα
σε μια φιγούρα χαζή και ασήμαντη μπροστά της.
Δεν επανέφερα ποτέ ξανά το θέμα παρά το
γεγονός πως πάντα με έτρωγε η περιέργεια να μάθω περισσότερα. Διέκρινα όμως την
απροθυμία όλων να αναπολήσουν ένα συμβάν που η σκοτεινιά του μαύριζε το τοπίο
της ψυχής τους και έτσι η περιέργειά μου αναγκαστικά συνθηκολόγησε.
Η φωτογραφία παρέμεινε κρυμμένη στη
γωνιά της μέχρι που ενηλικιώθηκα. Τότε η γιαγιά ταξίδεψε κοντά στο εγγόνι της
και η φωτογραφία έμεινε ορφανή. Δέχτηκα να τη φιλοξενήσω στο σπίτι μου και τότε
έμαθα όλη την ιστορία του μικρού Σταύρου. Τότε μόνο πραγματικά ένιωσα την
αλμύρα που είχαν τα δάκρυα της γιαγιάς και τον ίδιο κόμπο στο λαιμό να με
πνίγει. Και είναι το ίδιο συναίσθημα που αισθάνομαι κάθε φορά που ανασύρεται η
όψη του στη μνήμη μου. Δικαιολόγησα τον πόνο. Το θάνατο όμως δεν τον
δικαιολόγησα.
Ώσπου μεγάλωσα και κοιταχτήκαμε κατάματα.
Τον αντιμετώπισα μα ακόμα δεν τον καταλαβαίνω. Νιώθω το ίδιο χαζή και ασήμαντη
μπροστά του. Το μόνο που κατάφερα δυστυχώς ήταν να δώσω απάντηση στο παιδικό
μου ερώτημά. Ναι. Τα παιδιά πεθαίνουν. Τα σκοτώνουν οι μεγάλοι. Κυριολεκτικά
και μεταφορικά.
Συγγραφέας: Μαρία Πηδιά - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Πολυ ωραία ιστορία! Συγχαρητήρια!
ΑπάντησηΔιαγραφή