Από μικρό
κορίτσι λάτρευε το φεγγάρι. Τις νύχτες, όταν οι άνθρωποι παραδίδονταν στην
λυτρωτική αγκαλιά του ύπνου και η φύση αναπαυόταν ήρεμη, εκείνη άνοιγε το
παράθυρό της και μίλαγε με το φεγγάρι. Το κοίταγε κατάματα χωρίς σταματημό,
μέχρι που το βλέμμα της θόλωνε και τα μάτια της δάκρυζαν και το πρόσωπό της
φώτιζε ολόκληρο από τη λάμψη του. Αγαπούσε όλες τις φάσεις του και ήξερε πότε
θα είναι μισό, πότε θα μείνει ελάχιστο και πότε θα μετατραπεί σε μία ολόφωτη
πανσέληνο.
Όταν μεγάλωσε
λίγο, δε δίσταζε να βγαίνει έξω τα βράδια, ξυπόλητη με το μακρύ λευκό νυχτικό
της και να βαδίζει αθόρυβα μέχρι τη λίμνη έξω από το χωριό. Εκεί δε χόρταινε να
θαυμάζει τις ακτίνες του φεγγαριού να χαϊδεύουν απαλά το νερό και να ασημίζουν
όλη την επιφάνειά της, σαν βγαλμένες από ένα κόσμο μαγικό. Τότε την κατέκλυζε
μία πρωτόγνωρη πληρότητα και ένιωθε πως με ένα μυστικό τρόπο γινόταν και εκείνη
συμμέτοχος αυτής της μαγευτικής εικόνας. Τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες δε
δίσταζε να βγάζει το νυχτικό της και να μπαίνει όσο πιο απαλά και αθόρυβα
μπορούσε στο ασημένιο νερό προσπαθώντας να μην ταράξει το σιωπηλό του κόσμο.
Βυθιζόταν ολόκληρη και ένιωθε το φεγγοβόλημα να την τυλίγει, γινόταν και εκείνη
κομμάτι της φεγγαρόλουστης λίμνης και δανειζόταν λίγη από τη μαγεία της λάμψης
του φεγγαριού. Ωθούσε το σώμα της να ισορροπήσει απλωμένο πάνω στην επιφάνεια
του νερού και ένιωθε ολόκληρο το κορμί της να έλκει και να αντανακλά το φέγγος
του. Γινόταν όλη φεγγάρι. Και ήταν αληθινά ευτυχισμένη.
Αρκετοί την είχαν δει σε αυτές τις νυχτερινές της εξορμήσεις και τα λόγια τους παραφουσκωμένα έφτασαν στα αυτιά της μάνας της. Εκείνη λύσσαξε από τη ντροπή της και την κλείδωσε στο δωμάτιό της. Το μυαλό της δε μπορούσε να καταλάβει τον περιορισμό. Πάντα ήξερε πως ήταν διαφορετική και αδυνατούσε να κατανοήσει την σκέψη των άλλων. Ούτε να τους μιλήσει μπορούσε, αφού ο Θεός δεν την είχε προικίσει με το χάρισμα της λαλιάς. Ίσως τελικά η μάνα της είχε δίκιο που την έλεγε “λειψή” και “καθυστερημένη”, όταν ποτέ δεν κατάφερνε να ολοκληρώσει τις δουλειές που της επέβαλε. Ίσως τελικά και να ήταν. Ίσως έτσι μπορούσε να εξηγηθεί, γιατί ήταν πάντα μόνη της και όλοι την απέφευγαν. Αλλά γιατί ήταν κακό να θαυμάζει το φεγγάρι;
Εκείνο το βράδυ
κατάφερε και το έσκασε από τη μάνα της. Γεμάτη προσμονή κατηφόρισε στο
αγαπημένο μέρος. Μια γλυκιά ανατριχίλα μυρμήγκιαζε το κορμί της. Το γεμάτο
φεγγάρι καθρεφτιζόταν στη λίμνη και εκείνη του αντιγύριζε το ασημένιο φως του. Όλη
η πλάση, συμμέτοχος της μυστικής τους επικοινωνίας, έλαμπε σα να ήταν μέρα. Τίποτα
δεν διέκοπτε την παντοδυναμία του φεγγαριού. Η φύση είχε φορέσει τα καλά της
και το καλωσόριζε. Ακόμα και τα πλάσματα της νύχτας σιωπούσαν. Όλα θαύμαζαν το
μεγαλείο του φεγγαριού. Έμεινε και εκείνη εκστασιασμένη από τη φεγγαρόλουστη
μαγεία. Αυτός ήταν ο παράδεισος που της έλεγε η μάνα της. Ποια ουράνια ζωή,
ποιο λαμπρό φως, ποια ηλιόλουστα ανθισμένα λιβάδια; Αυτό το θαύμα που έβλεπε
μπροστά της, αυτό ήταν ο παράδεισος.
Και τότε ξαφνικά
το άκουσε. Ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο κάτω από το βάρος κάποιου. Και έπειτα ένα
άλλο, κι άλλο. Οι θάμνοι μέριασαν και τρεις άνδρες φάνηκαν. Η μαγεία διαλύθηκε.
Το φως του φεγγαριού θάμπωσε. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί πολλά, όπως προχώρησαν
κατά πάνω της. Ούτε μπόρεσε να αντιδράσει σε ό,τι επακολούθησε. Το φεγγάρι ήταν
ο μόνος μάρτυρας και όταν όλα τελείωσαν, η λίμνη δέχτηκε στοργικά το κορμί της.
Αυτή θα του πρόσφερε τις τιμές που του ανήκαν.
Το τέλος της
θνητότητάς της σηματοδότησε τη νέα ζωή. Τώρα παραμένει αιώνια στην αγαπημένη
της λίμνη. Συμμέτοχος και προστάτης του μεγαλείου της, παντοτινός θαυμαστής της
φεγγαρίσιας δύναμης. Την ημέρα λουφάζει αλλά τη νύχτα ζωντανεύει. Λούζεται κάθε
βράδυ με τη λάμψη του φεγγαριού. Αγγίζει απαλά σα χάδι τα ασημένια νερά της
λίμνης, χορεύει στις όχθες της το χορό των νυμφών του δάσους, μιλά ασταμάτητα
με το ολόγιομο φεγγάρι και το κοιτά κατάματα, χωρίς πια να θολώνουν τα μάτια
της από τη λάμψη του...
Συγγραφέας:
Νατάσσα Παπαχρήστου – Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου