
Πόσο πολύ θα ήθελα να συνεχίσω τον ύπνο μου
για να κουβεντιάσω με τη γιαγιά. Σηκώθηκα να πιω λίγο νερό και σκεφτόμουν το
όνειρο και τις ευχές μου. Ναι αυτό ήθελα. Υγεία, Τύχη και χρήματα, όχι πλούτη,
τόσα όσα θα σε κάνουν να ζεις αξιοπρεπώς. Σκεφτόμουν τις ημέρες εκείνες που δεν
είχαμε χρήματα για αυτό το παραπάνω. Τις ημέρες αυτές που ήρθαν τόσο ξαφνικά.
Άκουγα τον πατέρα μου να λέει για τα δύο
χτυπήματα της ζωής το ένα πίσω από το άλλο και προσπαθούσα να καταλάβω με το
παιδικό μου μυαλό ποιο ήταν το δεύτερο. Το πρώτο το ήξερα, το είχα δει με τα
μάτια μου. Είχαν κλέψει το μαγαζί. Είχαν πάρει στην κυριολεξία τα πάντα. Είχαν
αφήσει μόνο τους τοίχους. Το άλλο πέρασαν πολλά χρόνια για να το μάθω. Τα
χρήματα έφταναν ίσα ίσα για να φάμε ένα πιάτο φαί. Κρέας μόνο την Κυριακή. Ανατρίχιασα
με τις θύμησες. «Πάλι καλά να λες Σοφία» θα μου πει κάποιος σκέφτηκα ενώ κοιτούσα
τη βρύση να τρέχει και ταράχτηκα με την ίδια μου τη σκέψη. «Όχι δεν είναι πάλι
καλά! Είναι βαρύ. Είναι θλιβερό για μια παιδική ψυχή να θέλει ένα παγωτό και να
μην μπορεί να το πάρει. Είναι καταστροφικό για έναν έφηβο να μην μπορεί να
μορφωθεί. Είναι ασήκωτο βάρος για τους ώμους ενός πατέρα να βλέπει ένα αβέβαιο
μέλλον για τα παιδιά του. Δε θέλω ποτέ ξανά να ψάξω όλο το σπίτι, κάτω από τα
χαλιά, μέσα σε συρτάρια και σε όλες τις τσάντες και τσέπες που υπάρχουν, για να
βρω ένα εικοσάλεπτο έτσι ώστε να συμπληρωθεί το ποσό για να αγοράσουμε ένα
εισιτήριο τρένου. Ένα εισιτήριο τρένου της γραμμής Πειραιάς – Κηφισιά η αξία του οποίου ήταν τότε εξήντα λεπτά! Θέλω
στο σπίτι μου να υπάρχουν κέρματα σκόρπια παντού. Σε τασάκια, σε συρτάρια, σε τσέπες
γιατί απλά μας περισσεύουν. Δε θέλω πλούτο. Άλλα δε θέλω ούτε την ανέχεια. Δε
θέλω να ξανά υπάρξει μήνας που να έχω μόνο πέντε ευρώ στο πορτοφόλι μου και να
ξέρω ότι θα ξανά πληρωθώ σε δεκαπέντε ημέρες».
Θυμήθηκε τις άλλες ημέρες, τις
πιο σκοτεινές, τις ημέρες εκείνες που ξόδεψαν όλες τους τις οικονομίες και ξανά
ήρθαν στο μηδέν. Τις ημέρες εκείνες που δεν τους απασχολούσε καθόλου αν είχαν
να φάνε την επόμενη ημέρα. Τις ημέρες που είχαν να παλέψουν με την αρρώστια και
το θάνατο και σκέφτηκε πόσο ανούσια ήταν τα χρήματα μπροστά στην υγεία. Τις
ημέρες που η μαμά της μπήκε στο νοσοκομείο για έναν απλό έλεγχο και βγήκε μετά
από έναν χρόνο και πέντε ημέρες ναι μεν σημαδεμένη στο σώμα αλλά νικήτρια. «Δε θέλω να ξαναδώ πόρτα νοσοκομείου. Δε θέλω
να ξανά περπατήσω σε κρύους χώρους. Χώρους που είναι βαμμένοι με αυτό το λευκό
χρώμα τις ώχρας και το πράσινο το ξεφτισμένο που φαίνεται σα λερωμένο. Χώρους
που φωτίζονται με λάμπες που βγάζουν το άγριο χρώμα του λευκού, που θαρρείς πως διακρίνεις και λίγο γαλάζιο μέσα
και νοιώθεις να παγώνει η ψυχή σου. Χώρους που μυρίζουν μια μείξη από φάρμακο,
αρρώστια, απλυσιά και αίμα. Μα πάνω από όλα χώρους που βλέπεις ζευγάρια μάτια
να κοιτούν με προσμονή τα πρόσωπα εκείνων που μπαίνουν στα δωμάτια και κρατούν
στα χέρια τους ίσως την ελπίδα, ίσως και όχι. Πρόσωπα που φοβούνται όχι για τα
ίδια, αλλά για τα παιδιά που θα αφήσουν πίσω τους. Το βλέμμα της μάνας, της
δικής μου μάνας, βλέμμα που δείχνει την αποφασιστικότητα να νικήσω το θάνατο,
όχι για αυτήν, αλλά για τα παιδιά της».

Συγγραφέας: Μαρίνα Πλούμπη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου