Η Δανάη καθόταν στην αγαπημένη
της γωνιά στο σαλόνι, στην ξύλινη κουνιστή καρέκλα που την είχε αγοράσει ο
άντρας της όταν ήταν νιόπαντροι. Στο πικάπ έπαιζε ο δίσκος του Miles Davis και το
βραδινό αεράκι του Σεπτέμβρη χάιδευε απαλά το πρόσωπο της. Το φεγγάρι μόλις
είχε βγει και έριχνε ένα υπέροχο χρώμα στα αντικείμενα του δωματίου.
Ήταν Κυριακή και όπως κάθε
Κυριακή τα εγγόνια της είχαν έρθει και έφαγαν μαζί της λέγοντας τις ιστορίες
τους από την εβδομάδα που κύλησε για αυτά σαν νερό ενώ για την ίδια βασανιστικά
αργά. Η κατάσταση της δεν της επέτρεπε να κάνει πολλά πράγματα, πέρα από το να
ακούει μουσική, να πλέκει ασταμάτητα και να μαλώνει με την γυναίκα που την
πρόσεχε.
Πόσο εκνευριστική ήταν αυτή η
γυναίκα και ήθελε συνεχώς να γίνεται το δικό της. «Πως κατάντησες έτσι κυρά
Δανάη μου;» ήταν σαν να άκουγε τον Γιώργη της να την μαλώνει. Ο άντρας της
έφυγε ήρεμα ένα απομεσήμερο του Μαΐου μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο.
Όταν τον έχασε ένιωσε την γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της. Ήταν όμως τυχερή
γιατί με τρεις κόρες, δύο γαμπρούς και πέντε εγγόνια δεν προλάβαινε να μείνει
μόνη.
Δεν υπήρχε στιγμή στο σπίτι
που να μην έχει κάποιον που να της κάνει παρέα, να της ζητάει την προσοχή του,
να την βασανίζει με τις χιλιάδες ερωτήσεις του για τα παλιά χρόνια. Τα βράδια
όμως ήταν μόνη σε ένα πελώριο κρεβάτι που μέχρι πρότινος τσακωνόταν μαζί του
για την κουβέρτα και για το πώς δεν της άφηνε καθόλου χώρο.
Πόση μοναξιά μπορεί να νιώσει
κάποιος όταν μετά από εξήντα χρόνια γάμου χάνει τον σύντροφο του. Και μετά ήρθε
η αρρώστια της και η μοναξιά έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Μέσα σε λίγους μήνες θα
έχανε το φως της και θα ήταν εξαρτημένη από τον καθένα για το πιο απλό πράγμα
του κόσμου. Από το τι θα φάει, τι θα πιει, τι θα έχει στο ψυγείο της μέχρι πιο
σημαντικά όπως πως θα κυκλοφορεί και τι θα κάνει.

Όταν έμαθε για την επερχόμενη
τύφλωση της, βάλθηκε όσο το επέτρεπε το κουρασμένο της κορμί να περπατά στην
πόλη, να επισκέπτεται κάθε γωνιά της, να διαβάζει ασταμάτητα τα αγαπημένα της
βιβλία και να προσπαθεί να αποτυπώσει στο μυαλό της κάθε λεπτομέρεια των
αγαπημένων της προσώπων. Ήταν στιγμές που λιγοψυχούσε και έκλαιγε απαρηγόρητη,
ιδιαίτερα όταν σκεφτόταν ότι δεν θα έβλεπε τα εγγόνια της να μεγαλώνουν και να
γίνονται ανεξάρτητοι μεγάλοι άνθρωποι. Λες και θα ζούσε αιώνια και το πρόβλημα
ήταν η όραση της.

Και μετά ήρθε το σκοτάδι.
Απότομα, χωρίς προειδοποίηση και απελπιστικά ατελείωτο. Τον πρώτο καιρό έπαθε
κατάθλιψη και δεν μιλούσε για μέρες, κάνοντας τους γύρω της να μην ξέρουν πώς
να φερθούν. Ώσπου ένα βράδυ ήρθε στον ύπνο της ο άντρας της και την παρακάλεσε
να κάνει κουράγιο γιατί τα παιδιά της την χρειάζονται ακόμα. Ξύπνησε απότομα με
το αίσθημα ότι μιλούσαν για ώρες σαν τις παλιές καλές εποχές. Του είχε υποσχεθεί
στο όνειρο ότι θα το κάνει για χατίρι του, ζητώντας να την πάρει γρήγορα κοντά
του.

Συγγραφέας: Ευαγγελία Ντόβα - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου