Ηρέμησε Φίλιππε όνειρο ήταν,
σκέφτηκε… πάλι το ίδιο...Ιδρωμένος από την ταραχή του ονείρου και νοιώθοντας
ακόμα τη καρδιά του να χτυπάει σα τρελή κατευθύνθηκε στη κουζίνα να πιει λίγο
νερό. Κρατώντας το ποτήρι κάτω από τη βρύση παρατήρησε το ζαρωμένο του χέρι. Ένοιωσε
λύπηση και στεναχώρια, ποιος να ήθελε να κρατήσει πια αυτό το χέρι. Έχασε τη
γυναίκα του, το σύντροφο του, που του κρατούσε το χέρι επί τριάντα επτά χρόνια.
Ταξίδευαν οι αναμνήσεις στο μυαλό του κ ξαφνικά είδε πάλι αυτή την εικόνα. Ταράχτηκε,
το κρύο νερό ξεχείλισε στο ποτήρι και το χέρι του πάγωσε. Το ποτήρι του
γλίστρησε, έπεσε στο νεροχύτη και ο
θόρυβος έσπασε τη σιωπή της νύχτας. Τον
έχει στοιχειώσει αυτή η εικόνα, μέχρι και στα όνειρα του ερχόταν.
Ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό,
έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Περπατούσε τη Χρυσοστόμου Σμύρνης και
στα χέρια του κρατούσε μια εφημερίδα. Κατευθυνόταν προς τη κεντρική
πλατεία του Μοσχάτου, όπου τα τελευταία χρόνια απολάμβανε τον πρωινό καφέ του σε
μια καφετέρια. Το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά το κασκόλ και η τραγιάσκα, δώρο της
γυναίκας του κάποια Χριστούγεννα, τον
προστάτευαν αρκετά. Προσπέρασε ως συνήθως τα καταστήματα, μα σε μια μεγάλη
σιδερένια πόρτα κοντοστάθηκε. Ένα μπλε παρκαρισμένο αυτοκίνητο ήταν στην άκρη
του δρόμου με αναμμένα τα αλάρμ, δύο άντρες
προσπαθούσαν να βγάλουν από το πίσω κάθισμα κάποιον. Ένα γυναικείο
ζαρωμένο πρόσωπο ξεπρόβαλλε.
Οι δύο άντρες βοήθησαν την ηλικιωμένη γυναίκα να μπει μέσα στο κτίριο από
τη μεγάλη σιδερένια πόρτα. Η ηλικιωμένη μπαίνοντας σήκωσε το βλέμμα και είδε
την ταμπέλα, «Οίκος Ευγηρίας Άγιος
Γεράσιμος». Κούνησε το κεφάλι της. Ο Φίλιππος ανατρίχιασε, ταράχτηκε, πόνεσε μαζί της και ας
μην την ήξερε. Δε πήγε για καφέ. Άρχισε να περπατάει βυθισμένος στις σκέψεις
του. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο άντρες; Οι γιοί της; Οι γαμπροί της; Τι είχε η
ηλικιωμένη και την πήγαν εκεί; Κατάκοιτη δεν ήταν… Τόσο πολύ τους
επιβάρυνε;
Άρχισε να μπαίνει στη θέση
της. Και όσο έμπαινε τόσο φοβόταν, τόσο έτρεμε μήπως του συμβεί κάτι τέτοιο. Η
σκέψη να έχουν σκεφτεί τα παιδιά του να κάνουν το ίδιο τον τρέλαινε. «Μα γιατί;» μονολογούσε «αφού δε τους επιβαρύνω σε τίποτα. Τη
σύνταξη μου την έχω, το σπίτι μου το έχω.»
Άρχισε να αναθεωρεί μέχρι και τη
σκέψη που είχε τους τελευταίους μήνες να ξεκινήσει τις διαδικασίες μεταβίβασης
του σπιτιού. Τώρα προτιμούσε να συντάξει μια διαθήκη, έτσι ώστε να του το πάρουν αφού πεθάνει. Σκεφτόταν
τις γιορτές χωρίς τα παιδιά του, σκεφτόταν να περνάει τα Χριστούγεννα μόνος του
με τις νοσοκόμες και άγνωστους σε αυτόν ανθρώπους και άρχισε να κλαίει. Ο πόνος που ένοιωθε του έσκιζε τη καρδιά. Όσο το
σκεφτόταν τόσο ο φόβος του μεγάλωνε. Άρχισε να ανακατεύεται, να μην μπορεί να
αναπνεύσει, να βλέπει θολά.. και ξαφνικά σκοτάδι. Όταν άνοιξε τα μάτια του είδε
τον οικογενειακό του γιατρό, και πίσω του έναν από τους γιούς του. Ασυναίσθητα
χαμογέλασε.
Μπροστά στο νεροχύτη είχε
χαθεί στις σκέψεις του.. Παρόλο που είχαν περάσει μήνες από τότε εκείνος μόνο
αυτό σκεφτόταν πια. Συνέχεια. Του είχε γίνει φοβία. Η φοβία της εγκατάλειψης. Ένα
ζεστό χεράκι άγγιξε το χέρι του και τον έβγαλε
σωτήρια για λίγο από τον εφιάλτη.
«Παππού τι κάνεις, με
ξύπνησες. Έλα πάμε για ύπνο». Για λίγο η φοβία εξαφανίστηκε καθώς το μικρό
ζεστό χεράκι της εγγονής του χάθηκε μέσα στο δικό του και τον τράβηξε να την ακολουθήσει. «Υπάρχει ακόμα κάποιος που θέλει να μου κρατάει το ζαρωμένο μου χέρι»
σκέφτηκε και χαμογέλασε.
Συγγραφέας: Μαρίνα Πλούμπη –
Σπουδάστρια Tabula
Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου