Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

"Ο ξένος" του Μπόρις Καρατσόλη



Ήταν ήδη 6 μήνες στο δρόμο. Εκείνος, ο Βασιλάκης του μπακάλη όπως τον φωνάζαν στη γειτονιά, ήταν 16 χρονών παιδί. Δίπλα του, η μητέρα του και στα χέρια της η μικρή του αδερφή. Περπάταγαν ξανά, φορτωμένοι τα λιγοστά τους προσωπικά αντικείμενα. Όσα κατάφεραν να περισώσουν από το πατρικό. Όσα τους άφησε η κακή τους μοίρα. Τα ρούχα του Βασίλη πρόδιδαν την θλιβερή κατάσταση. Φορούσε μια βρώμικη, πλεχτή, μάλλινη ζακέτα και ένα παντελόνι που είχε ξεχειλώσει στο κάτω μέρος από τις κακουχίες. Τα παπούτσια του, δύο νούμερα μικρότερα, παλιά και ξεφτισμένα, βγάλαν μαζί του ένα δύσκολο χειμώνα. Σαν να ΄ταν χθες, εκείνος ο Οκτώβριος του 1922, που ο Βασίλης αναγκάστηκε να μεγαλώσει γρήγορα. Σαν να ΄ταν χθες, που άφησε το σπίτι του τυλιγμένο στις φλόγες και έτρεξε στο λιμάνι της Σμύρνης κρατώντας το τρεμάμενο χέρι της μητέρας του. Ήταν από τους τυχερούς. Αυτό έλεγε στον εαυτό του κάθε ημέρα την ώρα που σήκωνε το πονεμένο του κορμί από τις ξύλινες παλέτες που είχαν στήσει για κρεβάτι.
Θυμόταν ακόμα την αποβάθρα γεμάτη κόσμο. Κόσμο τρομαγμένο, παιδιά που κλαίγαν και γονείς που αναζητούσαν τους ανθρώπους τους φωνάζοντας τα ονόματά τους μέσα στον πανικό. Οι φωνές αυτές ακόμα τον ξυπνούσαν μέσα στη νύχτα. Τα βράδια που κατάφερνε να κοιμηθεί από την εξάντληση της επιβίωσης. Θυμόταν το φορτίο του καραβιού που είχε προσαράξει στην αποβάθρα να πετάγεται μανιωδώς από τους ναύτες στη θάλασσα. Και εκείνο τον σχιστομάτη να κάνει νόημα προς το πλήθος. 
- Εκεί μαμά, τρέξε γρήγορα. Εκεί αφήνουν κόσμο να ανέβει, είχε φωνάξει.
Και τρέξαν. Εκείνος με την μικρή του αδερφή στην αγκαλιά και η μητέρα του με την απόγνωση και το φόβο που μόνο μια μάνα που φοβάται για την ασφάλεια των παιδιών της μπορεί να νιώσει. Και από τότε μόνο τρέχαν. Περπάταγαν και τρέχαν. Από σκηνή σε σκηνή, από ευχαριστώ σε παρακαλώ, με το βλέμμα κατεβασμένο. Με την ντροπή της προσφυγιάς κολλημένη επάνω τους.
Αυτά σκεφτόταν ενώ περπάταγαν ξανά, 6 μήνες μετά. Εμείς ήμασταν τυχεροί. Γιατί ο ξάδερφος Δημήτρης από το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων μας είχε πεί για τις παράγκες που στήναν στην Καισαριανή. Και μας είχε εξασφαλίσει μία. Και θα μας έβρισκε εκεί σήμερα ή ίσως αύριο για να μας τη διαθέσει. Εκεί είχανε πάει πολλοί Σμυρνιοί. Μπορεί να βλέπαμε και τον πατέρα. Μπορεί να βρήκε και εκείνος κάποιον σχιστομάτη σωτήρα στην προβλήτα.
Σταματήσανε σε μία πλατεία για να ξεκουραστούν. Είχανε ξεκινήσει το περπάτημα από τον ηλεκτρικό σταθμό στο Μοναστηράκι και όταν ζήτησαν για πληροφορίες τους είχαν δείξει πέρα προς τον Υμηττό. Να, προς τα εκεί να πάτε. Οι οδηγίες που είχαν λάβει ήταν γενικές και κανείς δεν ήθελε να ξοδέψει αρκετό χρόνο για να τους εξηγήσει ακριβώς τη διαδρομή. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι είχαν πολύ δρόμο μπροστά τους. Η αδερφή του έκλαιγε ασταμάτητα τα τελευταία είκοσι λεπτά και έτσι κάθησαν σε ένα παγκάκι μέχρι να ηρεμήσει. Πεινούσε, για αυτό έκλαιγε. Η κυρία Δέποινα που τους έφερνε λίγο φαγητό σε καθημερινή βάση στο κοτέτσι της, είχε μείνει πίσω στο φτωχικό της στο Μοσχάτο. Να βοηθήσει και άλλους ανθρώπους. Ήλπιζε να είχε και η Καισαριανή κυρίες Δέσποινες. 
-  Θα πάω να βρώ κάτι να φάμε μαμά. Να εκεί πέρα στο μανάβικο ή στο καφενείο δίπλα του.
Η πλατεία είχε αρκετό κόσμο που είχε μαζευτεί για ψιλή κουβέντα μετά το σχόλασμα. Αλλά ο Βασίλης, με το αετίσιο μάτι του, που πιθανότατα τους είχε σώσει τη ζωή τη μέρα της καταστροφής, είδε από την άλλη μεριά της πλατείας τα στοιβαγμένα φρούτα και δίπλα κάτι που έμοιαζε με καφενέ. 
Η μάνα του πήγε να φέρει αντίρρηση, αλλά η πείνα και η κούραση της επέτρεψε μόνο ένα ξεψυχισμένο μουρμουρητό. Ο Βασίλης μετέφρασε τα λόγια της σαν κάτι ανάμεσα σε “Να προσέχεις’’ και “Σε παρακαλώ κάνε γρήγορα’’ και αποχώρησε χωρίς να περιμένει περισσότερες συμβουλές. 
Διέσχισε την πλατεία καθώς μερικά βλέμματα τον ακολούθησαν με θλίψη και συμπόνοια. Τα είχε συνηθήσει. Είχε μάθει να μην τα μισεί. Γιατί ήτανε καλύτερα από τα άλλα, τα νευριασμένα. Είχε σουρουπώσει και μετά από λίγο σταμάτησε να έχει άμεση οπτική επαφή με την οικογένεια του, ενώ παράλληλα το κλάμα της αδερφής του ειχε αρχίσει να σβήνει. Διέσχισε το δρόμο και κατευθύνθηκε προς το καφενείο. Υπήρχαν δύο τραπέζια με δύο παρέες που πίνανε κρασί από νεροπότηρα, φωνάζανε και τρώγανε αχνιστούς μεζέδες. Το μάτι του έπεσε απευθείας στα πιάτα, στο φαϊ, και ύστερα μηχανικά ακολούθησε για λίγο την πορεία των πιρουνιών λες και τον είχαν μαγνητίσει. Απέστρεψε το βλέμμα και κοίταξε στο εσωτερικό του καφενείου, γυρεύωντας για το αφεντικό. Με ευγένεια, όπως είχε κάνει τόσες φορές τους τελευταίους μήνες, θα ζητούσε για λίγο φαγητό. Κυρίως για την αδερφή του. Η διαδρομή θα ήταν ανυπόφορη αν δεν σταμάταγε το κλάμα. 
- Δώσαμε σήμερα Τουρκόσπορε.
Μία φωνή του πάγωσε το αίμα. Ήτανε τη στιγμή που πήγε να περάσει το κατώφλι της πόρτας όταν ένα άτομο σηκώθηκε απότομα από το τραπέζι, κοπανώντας πρώτα το ποτήρι του και ορθώθηκε δίπλα του. 
Ο Βασίλης έκανε κίνηση να γυρίσει, αλλά πρίν καν στρίψει τον κορμό του προς την κατεύθυνση της φωνής, μία σπρωξιά τον τίναξε στα πλάγια, πετώντας τον πάνω στο τραπέζι όπου καθόταν μία παρέα νεαρών. Έβγαλε μία κραυγή από την έκπληξη και στη συνέχεια κατέρριψε το τραπέζι μαζί μα τα ποτήρια και σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο, χτυπώντας το κεφάλι του κατά την πτώση. 
Ο άντρας κατευθύνθηκε προς αυτόν για να συνεχίσει τον μονομερή διαπληκτισμό. Του πρόλαβε μία κλωτσιά στο στομάχι, πρίν η παρέα των νεαρών τον αρπάξει και τον παραμερήσει φωνάζοντάς του να ηρεμήσει.
Ο άντρας ήτανε έξω φρενών. Ήταν εμφανώς πιωμένος, χωρίς αυτό βέβαια να δικαιολογεί την βίαια έκρηξη του προς ένα παιδί.
- Μας πήραν τα σπίτια και τώρα ήρθαν και για τα υπόλοιπα, Τουρκόσποροι αναθεματισμένοι.
Ο Βασίλης κουλουριάστηκε και έμεινε ακίνητος, παραιτημένος, λες και η ακινησία του θα τον έκανε αόρατο. Παράλληλα, άκουγε τον καβγά να αγριεύει όλο και περισσότερο. Οι νεαροί τώρα είχαν γίνει ένα κουβάρι με τους θαμώνες του διπλανού τραπεζιού, με την μάχη να έχει γίνει προσωπική πλέον υπόθεση για αυτούς. Ήταν απίστευτο πόσο εύκολα οι άνθρωποι μετέβαιναν από την αρμονική συνύπαρξη στη βία μέσα σε λίγα λεπτά. 
Ο Βασίλης βρήκε την δύναμη να γυρίσει ανάσκελα και έπιασε μηχανικά το κεφάλι του. Αίμα είχε αρχίσει να κυλά και έφτανε σιγά σιγά στο κούτελο του. Το κοίταξε λες και δεν ήταν δικό του και στη συνέχεια σηκώθηκε και έστρεψε αργά το κεφάλι του προς την πλατεία. Είδε την μητέρα του να τρέχει έντρομη προς το μέρος του, με την μικρή του αδερφή στα χέρια. Πρέπει να κάνανε μεγάλο σαματά αν οι φωνές είχανε φτάσει ως τα αυτιά της. Στη συνέχεια παρατήρησε πως αρκετός κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται κοντά στο δρόμο.
Ήταν ακόμα ζαλισμένος από την αναπάντεχη εξέλιξη και έτσι κάλυψε αργά και τρεκλίζοντας την απόσταση που έμενε μέχρι τη μητέρα του.  Εκείνη, έντρομη, άρχισε να τον περιεργάζεται. Είδε την πληγή στο κεφάλι του και αυτόματα κοίταξε γύρω της για βοήθεια. Στον καφενέ ο διαπληκτισμός είχε αλλάξει δυναμική με τον μαγαζάτορα να προσπαθεί να μπεί ανάμεσα στους πελάτες του, προσπαθώντας πάντα να μην διαλέξει πλευρά στη μάχη.
Η μητέρα του ήξερε πως δεν μπορούσαν να βασίζονται πλέον σε αυτούς. Ήξερε πως δεν μπορούσαν να βασίζονται σε κανέναν. Έβγαλε το μαντίλι της και σκούπισε την πληγή. Στη συνέχεια πήρε τον Βασίλη από το χέρι και κατευθύνθηκαν σε μία από τις κοινές βρύσες που υπήρχαν κοντά στην πλατεία. Η αδερφή του, είχε μάλλον νιώσει την σοβαρότητα της κατάστασης και είχε σταματήσει το κλάμα. Έμοιαζε τώρα σαν κούκλα στο χέρι της μητέρας του.
Εμείς τουλάχιστον είμαστε τυχεροί, μουρμούρησε ο Βασίλης. Χαζομάρες, σκέφτηκε. Τους τυχερούς δεν τους κλωτσάν ενώ είναι κάτω. Αυτό είναι κανόνας.
Το ίδιο βράδυ έφτασαν κατάκοποι στον καταυλισμό με τις ξύλινες παράγκες. Υπήρχε μία μυρωδιά καμένου ξύλου και αναμπουμπούλα που εντάθηκε αφού περάσανε το ρέμα. Αργότερα, μάθανε πως κάποιοι άγνωστοι βάλανε φωτιά σε μερικές από τις παράγκες, φωνάζοντας “έξω οι ξένοι”. Μόνο τότε, μετά από τόσους μήνες, ήταν που κατάλαβε ο Βασίλης πως από δω και πέρα θα ήταν ξένος. Τυχερός, αλλά ξένος.
Ο ξάδερφος Δημήτρης τους περίμενε όπως είχε υποσχεθεί στην Αρμένικη εκκλησία που είχε στηθεί στη συνοικία. Λίγες ώρες αργότερα, είχαν το πρώτο τους σπίτι στην ξενιτιά. Μία παράγκα, ένα δωμάτιο, μερικοί γκαζοτενεκέδες και ένα τόπι πισσόχαρτο για να μην μπαίνει η βροχή. Τους το έδωσε η κυρία Δέσποινα η Σμυρνιά που έμενε στη δίπλα παράγκα. Για δες, είχε και εδώ κυρίες Δέσποινες.
Το βράδυ εκείνο έκλαψε. Δεν έκλαψε για το χαμένο σπίτι του, για την παλιά του γειτονιά και για το μέλλον που έμοιαζε αβέβαιο. Είχε πολλά χρόνια μπροστά του για να κλάψει και για αυτά. Έκλαψε από κούραση και πόνο. Γιατί αυτό ήτανε η προσφυγιά, κούραση και πόνος. Τυχερός, αλλά ξένος.
 

Συγγραφέας: Μπόρις Καρατσόλης - Σπουδάστής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου