Το σκοτάδι ήταν φοβερά
ανακουφιστικό. Ξεκούραζε τα πονεμένα μου μάτια, ανάπαυε το κορμί μου με έναν
τρόπο που ουδέποτε μπορούσα να φανταστώ. Ωστόσο πάντα το φοβόμουν. Ειδικά το
αμετάκλητο σκοτάδι, αυτό που μπορούσε να με ρουφήξει σε μια ατέρμονη δυστυχία
όπου καμιά οιμωγή δεν θα ήταν αρκετή για να με λυτρώσει. Τουλάχιστον έτσι
νόμιζα.
Βρίσκομαι εδώ τα
τελευταία πέντε χρόνια. Και αν και περίμενα ο θάνατος να έφερνε την αναπότρεπτη
λήθη, απαραίτητη για την ανάπαυση μου,
κάτι με κρατούσε δεμένη με τον κόσμο των ζώντων. Ψίθυροι, σκιές ενοχλούσαν τον
αιώνιο ύπνο μου, αντιβουίσματα εικόνων που ωστόσο δεν ανήκαν στον κόσμο των
νεκρών μου κρατούσαν συντροφιά παρά τη θέληση μου. Άνοιγα τις κόγχες των ματιών
μου προσπαθώντας εναγωνίως να διαπεράσω το σκοτάδι και να κοιτάξω πέρα μακριά,
εκεί που υπέθετα ότι βρίσκονται οι Ζωντανοί. Εις μάτην. Το σκοτάδι πύκνωνε
ξαφνικά γύρω μου σαν να γύρευε να με προστατεύσει.
Σιγά-σιγά η μνήμη που
με συνέδεε με αυτό που ήμουν κάποτε άρχισε να επανέρχεται. Όταν ζούσα, με έλεγαν Αρετή Χατζηνάσιου. Καταγόμουν από μια εύπορη οικογένεια επιχειρηματιών
και ήμουν το μεγαλύτερο παιδί και η μοναδική κόρη. Τα μικρότερα εννιά αδέλφια
μου, όλα αγόρια, με λάτρευαν όπως και η μητέρα μου. Ο μπαμπάς δυστυχώς πέθανε
πριν καν γεννηθεί ο μικρότερος αδελφός μας, ο Κωνσταντίνος, και έτσι ένιωσα την
ευθύνη μου απέναντί τους να γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα. Ανέλαβα τον πλήρη
έλεγχο των επιχειρήσεων και έβλεπα τα λεφτά της οικογένειας να
πολλαπλασιάζονται. Με μια φρενήρη μανία άρχισα να επενδύω σε επιχειρήσεις του
εξωτερικού. Σαν να ρίσκαρα τα πάντα, σαν να ήθελα να αποδείξω ότι μπορώ να
προστατεύσω την οικογένεια μου και να προσφέρω όσα θα πρόσφερε και ο πατέρας
μου. Η μητέρα μου προσπαθούσε να με αποτρέψει από το να κάνω αυτές τις κινήσεις.
Δεν την άκουγα με τίποτα.
«Και τι θα γίνει Αρετή
αν πάθεις κάτι εσύ; Τα αδέλφια σου είναι
μικρά και εγώ δεν έχω την παραμικρή ιδέα από επιχειρήσεις. Κατανοείς, κορίτσι
μου τι ευθύνες παίρνεις; Τα νέα δάνεια
θα μας αφήσουν εκτεθειμένους αν δεν εξυπηρετηθούν ενώ οι επιχειρήσεις στο
εξωτερικό είναι αρκετά επίφοβες» μου επαναλάμβανε σε τακτά χρονικά διαστήματα. Εγώ
το μόνο που έκανα ήταν να της χαμογελώ κατευναστικά και να της λέω ότι απλά
υπερβάλλει.
Έτσι συνέχιζα να δίνω γη
και ύδωρ για να επιτύχω τους στόχους μου. Ώσπου κάποια μέρα και ενώ βρισκόμουν
σε μια επαγγελματική συνάντηση, ένιωσα να ζαλίζομαι. Όλα γύρω μου χάθηκαν σε
μια μαβή απόχρωση που σύντομα μεταλλάχθηκε σε σκοτάδι πηχτό. Όταν άνοιξα τα
μάτια μου, συνάντησα το βλέμμα της μητέρας μου να με κοιτάει δακρυσμένο ενώ
πίσω της επικρατούσε ένα λευκό αποτρόπαιο φόντο. Ήμουν σε κάποιο νοσοκομείο.
«Τι συμβαίνει, μαμά;
Γιατί βρίσκομαι εδώ; Πρέπει να πάω Φρανκφούρτη. Έχω συνάντηση για ένα νέο project» της είπα όσο μπορούσα πιο
εμφατικά αφού ένιωθα τη φωνή μου να έχει χαθεί στο βάθος του λαιμού μου. Στο
άκουσμα των λόγων μου, η μητέρα μου ξέσπασε σε λυγμούς.
«Αρετή μου, δεν μπορείς
να πας πουθενά. Πρέπει να μείνεις στο νοσοκομείο. Διαγνώστηκες με προχωρημένο
λέμφωμα και πρέπει να κάνεις χημειοθεραπείες»
Ο κόσμος μέσα μου
χάθηκε σε ένα ανηλεές στροβίλισμα που μου προκάλεσε ίλιγγο. Ήξερα ότι θα
πέθαινα. Καιρό ένιωθα αδύναμη, αλλά απέδιδα τα συμπτώματα μου στην κούραση και
στις υποχρεώσεις που αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Και για ένα περίεργο
λόγο, δεν με ενδιέφερε ο θάνατος μου. Με ενδιέφερε το τι άφηνα πίσω μου. Τις υποχρεώσεις
μου απέναντι στην οικογένεια μου, τη θλίψη που δεν θα στεκόμουν αντάξια των
υποσχέσεων μου απέναντι στη μητέρα και τα εννιά μου αδέλφια.
Ξεκίνησα τις
χημειοθεραπείες όσο μπορούσα πιο γρήγορα. Έπαιρνα βιταμίνες, έτρωγα υγιεινά,
προσπαθούσα να ξεκουράζομαι. Άφησα την ευθύνη της δουλειάς σε έμπιστα μου
άτομα, τα οποία μου έδιναν αναφορά σε καθημερινή βάση. Τα πράγματα έβαιναν
καλώς και ήμουν ήσυχη ώσπου η καταστροφή χτύπησε την πόρτα. Μια γενικευμένη
οικονομική κρίση ξέσπασε σε ολόκληρο τον πλανήτη και τα επιχειρηματικά μου
εγχειρήματα στο εξωτερικό ναυάγησαν. Μάταια προσπάθησα να ανταποκριθώ
οικονομικά για να σώσω την κατάσταση. Κάνοντας το αυτό για ένα διάστημα δεν
μπορούσα να ανταποκριθώ στα δάνεια μου. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν όλη μέρα και ενώ
τα σωθικά μου ανακατεύονταν μετά από κάθε χημειοθεραπεία, στιγμή δεν έπαψα να
συνομιλώ με τους διευθυντές των τραπεζών. Φόβοι κάθε λογής φώλιασαν στην ψυχή
μου υπενθυμίζοντας μου τις ευθύνες απέναντι στην οικογένεια μου. Ο ύπνος μου
μετατράπηκε σε μια ατελεύτητη σειρά εφιαλτών που με καταπόντιζαν σε ανείπωτα
ερέβη. Γρήγορα η υγεία μου χειροτέρευσε. Το πελιδνό μου δέρμα έχασε κάθε ψήγμα
στιλπνότητας, το βλέμμα μου βυθίστηκε στο σκοτάδι. Λίγο καιρό αργότερα
κοιμήθηκα για πάντα και βρέθηκα στον Άδη από όπου και σας ομιλώ.
Στην αρχή ένιωσα
ανακούφιση. Δεν πονούσα, δεν υπέφερα, δεν φοβόμουν. Μόνο στην αρχή. Όπως ήδη
σας ανέφερα, μορφές με επισκέπτονταν συχνά, μνήμες παρεισέφρεαν χωρίς τη θέληση
μου. Ώσπου κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή της. Μια δυνατή οιμωγή, ένας ανείπωτος
θρήνος, μια υπενθύμιση της υπόσχεσης μου να είμαι πάντα εκεί. Έτσι πήρα την
απόφαση μου να μεταβώ στον κόσμο των ζώντων.
Και τότε οι αισθήσεις
μου ζωντάνεψαν. Τα χρώματα γύρω μου πήραν μια έντονη λάμψη, οι ήχοι άγγιζαν την
ψυχή μου σαν χάδι ξεχασμένο. Περπάτησα όσο μπορούσα γρηγορότερα προς την έπαυλη
μας. Ένιωθα στα βλέμματα των περαστικών να
ζωγραφίζεται μια έκφραση τρόμου. Άκουγα τα βήματα τους να
απομακρύνονται γοργά.
Όταν χτύπησα το ρόπτρο
της πόρτας, ένιωσα την καρδιά μου να τη σφίγγει ένα κρύο χέρι. Χαμογέλασα με
χαρμολύπη. Ήμουν ήδη νεκρή, τι άλλο πια να φοβόμουν για μένα;
«Αρετή!» η μητέρα μου
με κοίταζε αποσβολωμένη. «Ήρθες επιτέλους πίσω! Στο έλεγα ότι θα πάθεις
υπερκόπωση με τους ρυθμούς που δουλεύεις. Θα πάμε πια σε γιατρό. Είναι το τρίτο
λιποθυμικό επεισόδιο σε ένα μήνα μετά από σαρανταοκτάωρη εργασία. Δεν είσαι
μηχανή παιδί μου. Άνθρωπος είσαι!»
Κοίταξα γύρω μου. Όλοι
οι συνεργάτες μου ήταν σκυμμένοι πάνω μου και με κοιτούσαν με ανησυχία ανάμικτη
με ανακούφιση. Αφού ανασηκώθηκα, μου πρόσφεραν μια πορτοκαλάδα που την ήπια με
βουλιμία. Ίσως το ωραιότερο ποτό που είχα γευτεί στη ζωή μου. Στη ζωή μου! Άρα ζούσα ακόμα. Δεν είχα πάθει λέμφωμα, δεν
είχα πεθάνει, δεν είχα μεταβεί στον Άδη. Όλα ήταν ένα κακό όνειρο.
Στάθηκα μπροστά στο
παράθυρο. Και χαμογέλασα στον εαυτό μου… Αυτή τη φορά θα ζούσα.
Συγγραφέας: Ευαγγελία Πέτρογλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου