Περπατώ βιαστικά, μολονότι απρόθυμα, με
το μικρό άδειο καροτσάκι μου προς το σούπερ μάρκετ, το πιο κοντινό στο σπίτι
μου. Δεν έχω την παραμικρή διάθεση να πάω.
Ο δρόμος κατηφορικός, ο ίδιος που έπαιρνα
κάθε πρωί, για να πάω στο γραφείο, σε μια γειτονιά όπου με γνωρίζουν όλοι από
παιδί. Στα χέρια μου τα μπλε πλαστικά γάντια, ενώ η ανάσα μου βγαίνει κοφτή
πίσω από την ιατρική μου μάσκα, που δυσκολεύει τις κινήσεις μου και την όρασή
μου αφού χνωτίζει τα γυαλιά μυωπίας που φορώ!
Οι αισθήσεις μου είναι σε εγρήγορση· ο
δρόμος άδειος από αυτοκίνητα και πεζούς. Κάποτε ήμουν χαρούμενη να συναντήσω
κάποιο γνωστό και να ανταλλάξω μια φιλική κουβέντα, να πω μια σαχλαμάρα, για να
περάσει η ώρα. Τώρα βιάζομαι να φθάσω στον προορισμό μου, κοιτώντας προσεκτικά
να εντοπίσω αν έρχεται κάποιος, για να προλάβω να αλλάξω πλευρά στο δρόμο. Εκείνος
δεξιά, εγώ αριστερά ή τανάπαλιν.
Φθάνω στο σούπερ μάρκετ και είμαι έτοιμη να
μπω· πόσο πολύ θέλω να χαζέψω, να «χαθώ» ανάμεσα στα ράφια και να βάλω στο
καρότσι μου απαραίτητα και μη. Η εικόνα τριών συνανθρώπων μου, που περιμένουν
καρτερικά σε απόσταση ενός μέτρου ο ένας από τον άλλο, με «ξυπνάει» από το
λήθαργο· ξέχασα πως είμαστε στην εποχή του Covid-19 και
ορισμένα πράγματα δεν επιτρέπονται... Προσαρμόζομαι γρήγορα και περιμένω στην
ουρά. Οι σκέψεις μου «τρέχουν» δίχως σταματημό καθώς βλέπω τον λιγοστό κόσμο να
μπαίνει στο σούπερ μάρκετ αφού πρώτα περιμένει κάποιους άλλους να βγουν.
Επιτέλους φθάνει και η δική μου σειρά.
Παίρνω το καρότσι και μαζί με αυτό και την κάρτα εισόδου, που μια υπάλληλος μού
δίνει με ευγένεια αλλά με προσοχή και από απόσταση ασφαλείας! Ξεκινώ τις αγορές
μου προσέχοντας, και εγώ με τη σειρά μου, να μη συνωστισθώ στους διαδρόμους,
προτιμώντας να περιορίσω την ελευθερία μου παρά να ρισκάρω την υγεία μου. «Λες
να είμαι υπερβολική;» σκέφτομαι αλλά η εικόνα των συνανθρώπων μου με τα γάντια,
τις μάσκες ή τα, άλλοτε γουστόζικα φορεμένα, φουλάρια τους δεμένα τώρα καλά
γύρω από τη μύτη και το στόμα με κάνει μεμιάς να αλλάξω γνώμη.
΄Ολοι ή σχεδόν
όλοι έχουν το ίδιο απαράλλακτο ύφος· την ίδια θλίψη στο βλέμμα, την ίδια
πρεμούρα να τελειώσουν τις αγορές τους όσο πιο γρήγορα μπορούν, για να φύγουν
από το «καταραμένο» σούπερ μάρκετ. Κινούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο,
σπασμωδικά, σαν κουρδισμένα ρομπότ, έχοντας απωλέσει τη χαρά του να κάνεις
ψώνια, του να σταματάς και να χαζεύεις σε ένα ράφι, του να ζεις μια μικρή
κοινωνική στιγμή. Το μόνο που τους κάνει να διαφέρουν είναι το χρώμα των
γαντιών και της μάσκας τους. Άλλοι φορούν λευκά γάντια, σαν την ελπίδα που
πρέπει να ανατείλει σιγά σιγά στις καρδιές μας, ότι θα ξεπεράσουμε και αυτό το
εμπόδιο, άλλοι μπλε, σαν και τα δικά μου, όπως το χρώμα του ουρανού και της
θάλασσας.
Παίρνω ό,τι είναι να πάρω· δεν πειράζει
αν δε βρήκα κάποια αγαθά. Δεν κάθομαι να το πολυσκεφτώ και κατευθύνομαι προς το
ταμείο. Και εκεί η ίδια προσοχή, για να μην παραβιάσω την απόσταση ασφαλείας
από όσους περιμένουν πριν από μένα, η ίδια προσοχή στο να πάρω τις σακκούλες
που μου χρειάζονται. Πληρώνω με κάρτα, για λόγους ασφαλείας, γεμίζω το
καροτσάκι μου και φεύγω.
Ο δρόμος προς το σπίτι είναι ανηφόρα·
σαν και αυτή που πρέπει να διανύσουμε για να βγούμε νικητές και να δούμε το φως
στην άκρη του τούνελ.
Μάρτιος 2020, μια μέρα στο σούπερ μάρκετ
εν μέσω κορονοϊού. Είναι σκληρό αλλά θα τα καταφέρουμε!
Συγγραφέας: Μαρία Πανταζή - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου