Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

"Ο λαβύρινθος" της Αργυρώς Ζαφείρη


Άνοιξα τα μάτια μου, ένα απόκοσμο ψυχρό φως ένιωσα να με τυφλώνει, τα έκλεισα  ξανά.

Όνειρο  είναι σκέφτηκα.

Παγωνιά τύλιξε το κορμί μου. Δεν είναι αυτή η θερμοκρασία του δωματίου μου.

Ξύπνησα σε έναν άγνωστο χώρο.
Μα τι συμβαίνει, που είμαι αναρωτήθηκα; Τράβηξα μια τεράστια λευκή πλεκτή κουβέρτα γύρω από το σώμα μου, φορούσα μια λευκή λινή πιτζάμα, δίπλα στο σκαμπό μια εσάρπα, κι αυτή λευκή.

Άνοιξα τα ρουθούνια μου, τράβηξα μια γερή δόση αέρα προσπαθώντας να μυρίσω κάτι,  δεν ξέρω τι. Έτσι μου είπε το ένστικτό μου έτσι έκανα.

Τίποτε. Καμιά μυρωδιά, κανένα άρωμα δεν μαρτυρούσε που βρισκόμουν.

Όλα ουδέτερα, χωρίς χρώματα, χωρίς αρώματα.

Το μέρος που δεν θέλω να ζώ σκέφτηκα.


"Τι στο διάβολο πέθανα και δεν το κατάλαβα" αναφώνησα.

Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι. Το κεφάλι μου πονούσε.Παράξενα συναισθήματα με πλημμύρισαν, απορία, αγωνία, ανασφάλεια, φόβος. "Θεέ μου τι έγινε, που βρίσκομαι, όλα είναι θολά στο μυαλό μου". Ξαφνικά την είδα, μια ταμπέλα, έμεινα παγωτό. 
"Eίσαι σε λαβύρινθο, έχεις δέκα πέντε λεπτά να βγεις, προσοχή μην ακουμπήσεις τους τοίχους" Πάλι καλά. Καλά και έχει φως. Τι θα γίνει μετά τα δέκα πέντε λεπτά; Θα ανατιναχθεί; Θα πλημυρίσει; Θα γεμίσει καπνό ή θα αρχίσει να ακούγετε δυνατή μουσική και θα σπάσουν τα τύμπανά μου; Αν εμφανιστεί ο Μινώταυρος; Θεέ μου. Δεν ήρθε η ώρα να πεθάνω. “Ποιος το λέει αυτό;” μια φωνή. Μήπως πέθανα και μου κάνει πλάκα κάποιος άγγελος; Κι αν πέθανα, που πήγα; Λες να πήγα στον Παράδεισο; "Αποκλείεται, μόνο για τον Παράδεισο δεν είσαι κοριτσάκι", μου ψιθύρισε η φωνή στο αυτί μου. "Βρέ άι από δω που δεν είμαι για Παράδεισο". Να είμαι στην Κόλαση; Έχει λαβύρινθο η Κόλαση; Έχε γούστο. “Δεν έχω πάει" απαντάει η ίδια εκνευριστική φωνή στο αυτί μου "Θα έχεις μεγάλη παρέα εκεί συνεχίζει".

"Δεν ξέρω και που να χτυπήσω για να σε πετύχω", μονολογώ.
Και από πότε ξεκινάνε τα δέκα πέντε λεπτά; Παναγιά μου πρέπει να βγω έξω. "Να σε δω τώρα". "Σταμάτα να σε πάρει" φωνάζω, "Πρέπει να συγκεντρωθώ". "Έλα, έχεις και μυαλό; Τι θα συγκεντρώσεις;" Θα τρελαθώ θεέ μου. Βηματίζω στο δωμάτιο, θέλω να αγγίξω τους τοίχους και δεν μπορώ. Φοβάμαι, κρυώνω, πεινάω κιόλας. 
Κοιτάζω, μια πόρτα ανοιχτή. Την περνάς ή δεν την περνάς αναρωτιέμαι. "Αν δεν την περάσεις πως θα βγεις έξω αλήθεια;" λέει ειρωνικά η φωνή. Δεν έχει κι άδικο."Στα λόγια μου έρχεσαι". "Σε μισώ" Άρχισα να παραμιλώ, τέλεια. Είμαι ξυπόλυτη. Φοράω την εσάρπα και αρπάζω την κουβέρτα. "Θα δεις αν θα βγω" φωνάζω στην φωνή. Βρίσκω την άκρη της κουβέρτας, ευτυχώς είναι πλεκτή. Την δαγκώνω και την τραβάω. Λάθος πλευρά, δεν ξηλώνει από εδώ. "Από αυτήν όμως ξηλώνει" λέω θριαμβευτικά. Που να την μαγκώσω; Δεν μπορώ να αγγίξω τους τοίχους. Το κρεβάτι, τρέχω δένω ένα κόμπο στο κρεβάτι με την κλωστή, και αρχίζω να τρέχω, περνάω την πόρτα, δεν με ακολουθεί κανείς, μόνο η φωνή, "Τρέχα" μου λέει "Τρέχα" και εγώ τρέχω, τρέχω όλο και πιο δυνατά και λιγοστεύει η κουβέρτα, κι εγώ τρέχω και  βλέπω δυο πόρτες, ανοιχτές. Να πάρει η ευχή λέω που να πάω; Βάζω το κεφάλι μου στη μια δεν βλέπω τίποτε, παίρνω μια δυνατή ρουφηξιά από τον αέρα, μυρίζω σκόρδο και μπαχαρικά. Χώνω το κεφάλι μου στην άλλη πόρτα μυρίζει οινόπνευμα, αλκοόλ, καπνός, την σιχαίνομαι αυτή την μυρωδιά. Γυρίζω και τρέχοντας μπαίνω στην πόρτα με τα μυρωδικά και το σκόρδο, μανούλα μου, τελειώνει και η κουβέρτα. Κάνε να βρω μια άκρη θεούλη μου, και ξαφνικά... Τέλειωσε η κουβέρτα. Αναπνέω βαριά. 
Βρίσκομαι σε μια λίμνη μπροστά και πρέπει να κολυμπήσω. "Μα την ατυχία μου" λέω, η φωνή μου λέει "Κάνε βουτιά". Θέλω να κλαίω.
Πως στο διάβολο να κολυμπήσω σε μια λίμνη που δεν ξέρω, και το χρώμα της είναι πορτοκαλοκίτρινο, "Κολύμπα" φωνάζει η φωνή και τότε βλέπω και ατμούς στην λίμνη. Και το παίρνω απόφαση, θα βουτήξω, τουλάχιστον δεν είναι παγωμένη. Παίρνω δύναμη και πέφτω στην λίμνη, κολυμπώ γρήγορα να φτάσω στην απέναντι στεριά. Εκεί τελειώνει ο λαβύρινθος.
Και καθώς κάνω τις απλωτές και τις βουτιές μου δοκιμάζω το υγρό της λίμνης. Κλαίω από την χαρά μου, μα  δεν έχω δοκιμάσει καλύτερη κολοκυθόσουπα σας λέω! "Σταμάτα να τρως" μου λέει η φωνή, "θα σκάσεις λιχούδα δεν θα μπορείς να βγεις έξω". Κι εγώ κάνω τις βουτιές μου στην κολοκυθόσουπα με το σκορδάκι και το τζίντζερ και ξεχνώ και την αγωνία που πέρασα με τον άτιμο τον λαβύρινθο. Γελάω. Μου λέει η φωνή στο αυτί μου συνωμοτικά "Nα προχωράς και αν κανείς δεν σε σταματήσει κράτα το βήμα σου γοργό και συνέχισε μέχρι να βρεις αυτό που σε γεμίζει. Και αν κάποιος πάει να σε σταματήσει, τότε πήδα το εμπόδιο και αν χρειαστεί κι όποιον το βάζει..."

Τα κράτησα τα λόγια της φωνής, τα σκέφτομαι συχνά. Και όταν την ακούω, αντιλαμβάνομαι ότι από κάποιον λαβύρινθο έχω βγει ή κάτι όμορφο έχω βρει...

Συγγραφέας: Αργυρώ Ζαφείρη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου