Πηγαίνω με το λεωφορείο Αιγάλεω. Δίπλα μου κάθεται μια γιαγιά με μαύρο μαντίλι και χρυσά σκουλαρίκια. Ξεθωριασμένο προικοσύμφωνο. Η τυπική Ελληνίδα γιαγιά. Η όρασή μου ξαφνικά γίνεται ασπρόμαυρη.
Η εικόνα του δρόμου απλώνεται καλλιτεχνικά μπροστά μου. Η βροχή μόλις πότισε το πεζοδρόμιο. Το σιδερένιο τραπεζάκι του καφενέ στάζει. Ο μανάβης βάζει τα λεμόνια στα καφάσια. Ένα αδέσποτο...
τινάζει το μουσκεμένο κορμί του. Τα σύννεφα αφήνουν διστακτικά το φως να τα διαπεράσει. Τα παράθυρα ξεχειλίζουν από όνειρα. Μερικά εξατμίζονται στα ουράνια. Άλλα χάνονται στον υπόνομο. Τα δέντρα μαζεύουν περήφανα την ενέργεια της φύσης. Τη γλυκιά οσμή της βροχής. Τη δροσιά στον εύθραυστο φλοιό τους. Το παγωμένο αεράκι στα βελονοειδή φυλλώματά τους. Η σκούπα της κυρά Λένης διώχνει τα μολυσμένα νερά από την άσφαλτο. Διώχνει τον αρχέγονο φόβο της.
τινάζει το μουσκεμένο κορμί του. Τα σύννεφα αφήνουν διστακτικά το φως να τα διαπεράσει. Τα παράθυρα ξεχειλίζουν από όνειρα. Μερικά εξατμίζονται στα ουράνια. Άλλα χάνονται στον υπόνομο. Τα δέντρα μαζεύουν περήφανα την ενέργεια της φύσης. Τη γλυκιά οσμή της βροχής. Τη δροσιά στον εύθραυστο φλοιό τους. Το παγωμένο αεράκι στα βελονοειδή φυλλώματά τους. Η σκούπα της κυρά Λένης διώχνει τα μολυσμένα νερά από την άσφαλτο. Διώχνει τον αρχέγονο φόβο της.
Τα νερά φεύγουν κυνηγημένα. Τρέχουν ιλιγγιωδώς προς το χάος. Φευγαλέοι ταξιδιώτες ήταν άλλωστε. Τρέχουν. Καταλήγουν σε μια σιδερένια πόρτα. Την ανοίγω και μπαίνω μέσα. Ένα σπίτι κρύβεται από πίσω. Πλησιάζω το παράθυρο. Οι άσπρες κουρτίνες με τα κεντημένα τριαντάφυλλα είναι ατσαλάκωτες. Το τζάκι είναι αναμμένο. Η φωτιά καταπίνει αδηφάγα τα μισοβρεγμένα ξύλα. Μυρίζει καψαλισμένο κάστανο.
Η λατρεμένη μου γιαγιά με ένα φρεσκοπλυμένο καρώ μαντήλι ζυμώνει. Η ασπρόμαυρη τηλεόραση παίζει μονάχη. Η γιαγιά παλεύει με το ζυμάρι. Μην ξεχάσει να ταΐσει τις κότες το πρωί. Να ποτίσει το περιβόλι. Να φτιάξει φρεσκοκομμένα φασολάκια. Να βάλει μπουγάδα. Να σιδερώσει τα παντελόνια. Ο παππούς είναι στʼ αμπέλια. Σε λίγο θα ρθει μαζί με τα κοφίνια γεμισμένα με σταφύλια. Πυροκόκκινο νέκταρ για να ζεστάνει τις κρύες νύχτες του χωριού. Σε λίγο χαράζει. Μυρίζει κάπνα ενώ η δροσιά ποτίζει κάθε μου πόρο. Σχεδόν νιώθω τις κρυστάλλινες δροσοσταλίδες πάνω στα τριαντάφυλλα της αυλής. Το ξύλο γίνεται θράκα.
Το δωμάτιο αρχίζει να κρυώνει. Η κουρελού φεγγίζει κάτω απʼ το ημίφως του καμένου ξύλου. Η ανάμνηση σβήνει. Στην καρδιά μου όμως μένει για πάντα φουντωμένη. Στάση Φούρνος. Η γιαγιά κατεβαίνει. Αντίο.
Συγγραφέας: Αφροδίτη Μαυρογονάτου - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου