Η Μαίρη ζούσε σε μια μονοκατοικία με μεγάλη αυλή στο Περιστέρι. Χωρισμένη με δύο παιδιά
και δασκάλα στο επάγγελμα. Τα απογεύματα παρέδιδε και ιδιαίτερα μαθήματα για να βγάζει τα προς το ζην και να μην λείπουν τίποτα στα παιδιά της. Ήταν αυστηρή και πειθαρχημένη και το σπίτι της έλαμπε από καθαριότητα. Λάτρευε την τάξη και τους κανόνες. Τα σαββατοκύριακα ασχολούνταν με τη μεγάλη της αγάπη την κηπουρική.
Ο μικρός κήπος στην αυλή της ήταν εκπληκτικός. Οι απόλυτα ευθυγραμμισμένες γλάστρες γύρω από το τέλειο στρωμένο χώμα γεμάτο από μικρά χρωματιστά λουλουδάκια σε πλήρη στοίχιση, σε προετοίμαζαν για την είσοδο σε ένα παντελώς αποστειρωμένο περιβάλλον. Κανένα χορταράκι δεν τολμούσε να φυτρώσει από μόνο του. Όλα ήταν στην εντέλεια. Είχε περιλάβει μάλιστα και τα εξωτερικά. Αυτά που βρίσκονται στο πεζοδρόμιο του Δήμου.
Κάθε λίγο και λιγάκι μάλωνε με τους ασυνείδητους, όπως συνήθιζε να λέει, που περνούσαν με τα σκυλιά τους και χαλούσαν τα φυτά της. Είχε αποκτήσει τέτοια φήμη στη γειτονιά που σχεδόν όλοι δυσανασχετούσαν να περάσουν από το δρόμο της για να μην ακούσουν τη γκρίνια της και τα παράπονα της για τον κόπο που έκανε να τα διατηρεί όλα άψογα.
Είχε καταφέρει ακόμη να τρομοκρατήσει κάθε ζωντανό πλάσμα που περνούσε από το μέρος της με διάφορα τεχνάσματα που είχε ανακαλύψει. Είχε σκεφτεί μέχρι και να ψεκάζει το αφράτο παχουλό εξωτερικό πατάκι της αυλής της συχνά πυκνά με αντισηπτικό και μπόλικο οινόπνευμα μη τυχόν καμιά αδέσποτη φουκαριάρα γατούλα σκεφτεί να κουρνιάσει.
Καθώς η Άνοιξη έμπαινε δυναμικά είχε προγραμματίσει εκείνο το απόγευμα του Σαββάτου να αλλάξει χώμα σε όλες τις γλάστρες. Ωστόσο καθώς προτιμούσε όλα να τα κάνει μόνη της γιατί μόνο έτσι γινόταν σωστά, την είχε πάρει το βράδυ για τα καλά. Την είχε πιάσει μανία να τα τελειώσει ακόμα και αν ξημέρωνε και κατηγορούσε τον εαυτό της γιατί δεν είχε ξεκινήσει νωρίτερα.
Μια στιγμή ένας ήχος σαν κλαψούρισμα που ακούστηκε ακριβώς απέξω την διέκοψε από το σταθερό ρυθμό της εργασίας της. Στη αρχή τίποτα δεν ήτανε δυνατό να τη συγκινήσει. Αλλά το κλάμα γινόταν δυνατότερο και κατάφερε να της φέρει ανατριχίλα. Το μούδιασμα που αισθάνθηκε τρύπωσε ακόμα και στην κάρδια της και σφίχτηκε. Τινάχτηκε αναστατωμένη και όρμησε προς τον ενοχλητικό επαναλαμβανόμενο ήχο.
Η Μαίρη πέρασε το δρόμο και κατευθύνθηκε στο κάδο απορριμμάτων. Το βλέμμα της πάγωσε και σάλεψε στη θέα του σκελετωμένου σκυλίσιου κορμιού με τα δύο σπασμένα πόδια και τα δύο μάτια που εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Δύο μάτια που έσυραν από τη λήθη εικόνες και λέξεις που της ράγισαν το γυάλινο κόσμο που με τόσο μαεστρία είχε φροντίσει να χτίσει.
Μπροστά της ζωντάνεψε το μικρό κοριτσάκι που έπαιζε στα χώματα και το γουργουρητό του Λέλου, του αδέσποτου γάτου που σύχναζε στο πατρικό της. Θυμήθηκε τις φωνές και τις άπειρες παρατηρήσεις για το πόσο κακό είναι αυτό που κάνει. «Δεν κάνουν έτσι τα καλά κορίτσια», «Τα ζώα είναι για έξω από το σπίτι, μην τα πλησιάζεις και σου κολλήσουν καμιά αρρώστια», «Τι είσαι; Καμιά γεροντοκόρη και σου αρέσουν τα γατιά;» Φράσεις που τώρα της έσκιζαν τη ψυχή της στα δύο.
Τα χέρια της έτρεμαν. Πλησίασε και χάιδεψε το σώμα του που σφάδαζε από τον πόνο. Έβγαλε σιγά-σιγά την βαμβακερή μαύρη ζακέτα της σαν μια ιεροτελεστία που θα σήμανε την αρχή μιας καινούργιας ζωής. Τύλιξε την άμοιρη ψυχούλα και έτρεξε στο πρώτο διανυκτερεύον κτηνιατρείο.
Το ξημέρωμα τη βρήκε να έχει αποκοιμηθεί στις μπλε πλαστικές καρέκλες εισόδου του κτηνιατρείου. Η βοηθός του γιατρού τη σκούντηξε μαλακά και εκείνη άνοιξε τα μάτια της και αντίκρυσε το χαμόγελο της. «Το χειρουργείο πήγε περίφημα. Το αγόρι αυτό είναι πολύ δυνατό. Θα χρειαστεί όμως φροντίδα. Θα τον πάρετε μαζί σας;» τη ρώτησε διστακτικά.
Δεν υπήρχαν δεύτερες
σκέψεις. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και φύγανε. Μια αγκαλιά που θα της έδινε
πολλά μαθήματα ζωής από δω και πέρα σε ένα κόσμο που δεν γνώριζε αλλά σίγουρα
της ταίριαζε καλύτερα.
Συγγραφέας: Μαρία Τίγκα - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου