Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

"Η αγκαλιά" της Μαριλένας Κλουβιδάκη

Αγκαλιά. Η προέκταση ενός ζεύγους χεριών, τοποθετημένα πάνω ή κάτω από ένα άλλο ζεύγος. Μία ανταλλαγή ενέργειας που δημιουργείται από την άσκηση δύο αντίρροπων δυνάμεων και σημείο εφαρμογής το κέντρο της περιοχής του στέρνου. Η ένταση και η ποιότητα είναι ανάλογη της σχέσης που συνδέει τους εναγκαλεισθέντες, αλλά και της ψυχικής τους διαθεσιμότητας προς μία ενεργή συμμετοχή. Οι επιθετικοί προσδιορισμοί της αγκαλιάς είναι τόσοι, όσες και οι πιθανές σχέσεις των συμμετεχόντων και μπορούν να αρθρωθούν μονάχα εκ των έσω, γιατί ό,τι φαίνεται απ’ έξω ως τρυφερό, ερωτικό και φιλικό, μπορεί να μην είναι τίποτα παραπάνω από μια άρτια συγκάλυψη ενός απέραντου κενού, ενός ενεργειακού χαμηλού, που μονάχα σε δύο ξένους θα άρμοζε ή σε ανθρώπους που ελλείψει πάθους ή πλεονασμό φόβου γι’ αυτό που ονομάζεται ζωή, αδυνατούν ελεύθεροι να ζουν ανάμεσα σε δύο χέρια.

Κάποτε υπήρχε μία δασκάλα αγκαλιάς, που σαν ενοχλητικό κουνούπι στις τρεις τα χαράματα, επέμενε να εναγκαλίζει άπαντα παρευρισκόμενο γύρω της - δίχως την συναίνεσή του - προκαλώντας έτσι μια αντανακλαστική οπισθοχώρηση του παρ’ ολίγον εναγκαλιζόμενου, λες και το χέρι του ακούμπησε ακούσια πάνω σε αναμμένη εστία. Τόσο επικίνδυνη θεωρούν οι άνθρωποι μια απλή ένδειξη τρυφερότητας, καθώς η ψυχική τους γύμνια αποτελεί το χειρότερό τους εφιάλτη. Η δασκάλα επίμονη και υπομονετική κατάφερε με τον καιρό να κερδίσει την εμπιστοσύνη - και κατ΄επέκταση την αγκαλιά - κάποιων μαθητών της. Τους δίδαξε την ηρεμία, τη γαλήνη και την αίσθηση της ειλικρίνειας που περικλείεται στο άγγιγμα και την εναπόθεση ενός σώματος πάνω σε ένα άλλο. Ένα οικειοθελές μοίρασμα της ευθραυστότητας της ψυχής σαν ηλιοβασίλεμα που αγναντεύει ένα ερωτευμένο ζευγάρι στην ακροθαλασσιά. Βέβαια, ο ενθουσιασμός και ο αυθορμητισμός της κατάκτησης μιας νέας γνώσης, οδήγησε μία μαθήτριά της να την αγκαλιάσει άξαφνα κι αυτά τα δευτερόλεπτα ήταν αρκετά, για να καταλάβει ότι κανείς δεν είναι ποτέ έτοιμος να παραδώσει την εξουσία της ψυχής του σε κάποιον άλλον άνθρωπο, όσο εξοικειωμένος κι αν είναι με την ιδέα αυτή. Τόσο μουδιασμένη ήταν η δασκάλα απέναντι σε αυτήν την αυθόρμητη ζεστασιά..

Οι άνθρωποι που πιθανώς έχουν την παιδεία αλλά και την ευχέρεια της εξοικείωσης μ’ ένα
άγνωστο ως χθες σώμα, είναι αυτοί που κάποτε απέκτησαν ως χόμπι κι αργότερα ως πάθος τον αργεντίνικο χορό του τάνγκο. Εκεί και μόνο εκεί, μπορεί να έρθει κανείς αντιμέτωπος με τον εαυτό του, παλεύοντας να κινηθεί ελεύθερος σαν ένα, μέσα σε μια πρωτοειδωμένη αγκαλιά, που διαρκεί μόλις τρία λεπτά, πριν γίνει η εναλλαγή παρτενέρ και πάλι από την αρχή να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι της κατάκτησης. Κι ενώ ο χρόνος φαινομενικά είναι λίγος για να αφεθεί κανείς, πόσο δυνατό μπορεί να είναι το δέσιμο - ίσως να ‘ ναι και η χημεία - δύο σωμάτων αγκαλιασμένων, που πατούν πάνω στις νότες ενός παλιού παντονεόν. Και τότε αυτός ο χρόνος φαντάζει αρκετός, ώστε να ενωθούν δύο ψυχές και να βιώσουν το ανεξήγητο που ξεδιπλώνεται στα πέλματά τους, διαγράφοντας σε ένα σκονισμένο, ξύλινο παρκέ την πορεία των ανείπωτων ερώτων. Η ένωση αυτή ως εμπειρία αποτυπώνεται σαν σωματική ανάμνηση μίας αισθησιακής ερωτικής πράξης, γεμάτης ρυθμού, αέρινης κίνησης και ποικίλων εξάρσεων, όπου το πέρας του μουσικού κομματιού σηματοδοτεί την ηρεμία μετά την κορύφωση όλων των αισθήσεων. Εκείνη τη στιγμή ο καβαλιέρος γεμάτος γενναιοδωρία ακουμπά το δεξί χέρι της ντάμας του πάνω στο στέρνο του - στο σημείο της καρδιάς - κι εκείνη αν και φαινομενικά δείχνει να τον αγγίζει μ’ ολόκληρη την επιφάνεια της παλάμης της, στην πραγματικότητα μόνο τα ακροδάχτυλά της εφάπτονται ελαφρά στο άσπρο ύφασμα του πουκαμίσου του. Είναι μεγάλη ευθύνη να αισθάνεται κανείς το χτύπο της καρδιάς κάποιου άλλου ανθρώπου κι ακόμα μεγαλύτερη, όταν του παραχωρείται αυτό το δικαίωμα.

Μία μοναδική αγκαλιά έχει να θυμάται από εκείνη. Ήταν η πρώτη τους και η τελευταία. Δεν μπορεί να φέρει στη μνήμη του την αίσθησή της. Βασικά μπορεί, αλλά αυτό που του έμεινε περισσότερο ήταν η μυρωδιά της. Ένα απαλό, κρεμώδες αφρόλουτρο ανέβλυζε από το σώμα της όλα αυτά τα δευτερόλεπτα - ίσως να ‘ταν και λεπτό - που ήταν ενωμένοι, ερέθισμα ικανό να κάνει το βλέμμα του να γυρίσει, όταν τυχαία ξαναμύρισε αυτό το άρωμα. Και πόσο μεγάλη ήταν η απογοήτευσή του τη στιγμή που αντίκρυσε ένα άλλο πρόσωπο να αντιστοιχεί σε αυτήν τη μυρωδιά. Μπορεί η αγκαλιά τους να ήταν ενεργειακά ουδέτερη, να μην είχε μεστότητα, αλλά ήταν απαλή και οικεία, ελαφρώς αδέξια λόγω αυθορμητισμού και ανυπομονησίας, εντόνως γλυκιά σαν ξεχείλισμα παιδικής αθωότητας. Μία ειλικρινή ένωση ψυχών που βρισκόντουσαν τη σωστή ώρα στο σωστό μέρος, μονάχα για μία φορά, καθώς οι υπόλοιπες που ακολούθησαν με έντονη τη σκέψη να την πάρει μία αγκαλιά, δεν εκφράστηκαν ποτέ. Όχι, λόγω φόβου. Λόγω ότι το αύριο θα ήταν καλύτερο γι’ αυτό που σκεφτόταν να κάνει σήμερα, να την ξανααισθανθεί ανάμεσα στα χέρια του. Όμως, η ζωή δεν εγγυήθηκε ποτέ σε κανέναν ότι το αύριο θα υπάρξει, πόσο μάλλον ότι εκείνη θα υπάρχει στο δικό του αύριο.

Ας μη λέμε, Θα το κάνω αύριο, γιατί το πιθανότερο είναι αύριο να είμαστε κουρασμένοι, ας πούμε καλύτερα, Μεθαύριο, θα έχουμε πάντα μια μέρα καιρό για ν’ αλλάξουμε γνώμη και σχέδιο, ωστόσο ακόμα πιο συνετό θα ήταν να πούμε, Μια μέρα θ’ αποφασίσω πότε θα είναι η μέρα που θα μπορώ να πω μεθαύριο κι ίσως να μην χρειαστεί καν, αν ο θάνατος που τα πάντα ορίζει έρθει νωρίτερα και με απαλλάξει από τη δέσμευση, η οποία είναι όντως ό,τι χειρότερο στον κόσμο, η δέσμευση, ελευθερία που αρνούμαστε στον εαυτό μας1. Δεν πρόλαβε να πει ότι θα την πάρει αγκαλιά μεθαύριο, καθώς ο άξαφνος αποχωρισμός - σαν να ‘ταν θάνατος - τον “ανακούφισε” από αυτήν την ελευθερία. Κι έτσι παρέμεινε με τα χέρια αδειανά - Χριστέ - σκεπτόμενος την άδεια του αγκαλιά. Χριστέ μου.

Ο καιρός κατάφερε να βυθίσει το νου του στη λίμνη της λήθης κι έτσι πορεύτηκε αδιάφορος προς όλα αυτά που πρότινος ζωντάνευαν τις εφησυχασμένες του αισθήσεις. Βεβαίως, η απειρία - ίσως να ήταν και άγνοια - του γνώθι σαυτόν έφερε εμπρός του τη συνειδητοποίηση ότι ο νους μπορεί να λησμονεί, οι αισθήσεις πάλι όχι. Οι αισθησιακές μνήμες που καταγράφονται μέσω των αισθητηριακών συστημάτων του ανθρώπου αφήνουν ένα τόσο ισχυρό αποτύπωμα μέσα του - ανεξαρτήτως χρονικής περιόδου αποθήκευσης - όπου είναι εντελώς άγνωστη η αιτία, που άξαφνα θα κάνει αυτές τις μνήμες να επιστρέψουν έντονα στο νου. Και τότε το βλέμμα παραμένει απλανές με τα μάτια υγρά, προσπαθώντας να διακρίνει τη θάλασσα πίσω από το θολό τοπίο της όρασης.

Ίσως, να μην του άρεσε απλά, όσο μη απλή κι αν είναι αυτή η δήλωση. Ίσως, να ήταν ερωτευμένος ή ακόμα ορθότερα να βίωνε την υπόνοια του έρωτα. Ένα τραγούδι επιλεγμένο τυχαία από ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής μουσικής, κοκκάλωσε το χέρι του την ώρα που διεκπεραίωνε την πιο τυπική του διαδικασία. Ο ήχος του κομματιού την έφερε στο νου του μαζί με όλα αυτά που ένιωθε για εκείνη. Τα μάτια του θόλωσαν - όχι από στεναχώρια αλλά από συγκίνηση - στην αναγνώριση μιας νεότερης εκδοχής του εαυτού του, τότε που πίστευε ακράδαντα ότι είχε βρει τον έρωτα της ζωής του. Μπορεί η ζωή του να προχώρησε δίχως τον έρωτα αυτόν, όμως κατέκτησε την γνώση των αποκρίσεών του απέναντι σε τούτο το υπέρτατο συναίσθημα. Και η ταύτιση συμπεριφορών τον οδήγησε στην υπόνοια. Δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιραστεί μαζί της αυτή του τη σκέψη. Όχι, επειδή δεν ήθελε, αλλά γιατί οι δρόμοι τους ήταν πλέον παράλληλοι και τι νόημα είχε να προσπαθήσει να τους τμήσει; Κανένας μαθηματικός άλλωστε δεν τα κατάφερε ποτέ. Και αν είναι τρομακτική η ενέργεια που απελευθερώνεται όταν διακόπτεις βίαια έναν έρωτα, άλλο τόσο τρομακτική είναι η διακοπή της υπόνοιάς του. Ο έρωτας είναι σαν το σεισμό. Μέσα σε μια στιγμή μπορεί να συνθλίψει τα πάντα. Η υπόνοιά του είναι σαν το τσουνάμι. Συμβαίνει τώρα, δίχως ο ενδιαφερόμενος να έχει καμμία επίγνωση του γεγονότος. Αφού περάσουν ώρες ολόκληρες θα προσλάβει τα πρώτα σημάδια της επικείμενης καταστροφής, όμως ο χρόνος αντίδρασης είναι τόσο λίγος κι έτσι έρμαιο των λυσσασμένων κυμάτων, θα σκορπιστεί σαν κομήτης μέσα στα λασπωμένα χώματα. Κρανίου τόπος με ένα κόκκινο τόπι να ξεχωρίζει ανάμεσα στα συντρίμμια. Εκεί από κάτω βρίσκεται θαμμένη η δειλία και των δυο τους..

1.Ζοζέ Σαραμάγκου(2020), Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις, εκδ. Καστανιώτη,  σελ. 66

 

 Συγγραφέας:  Μαριλένα Κλουβιδάκη - Σπουδαστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου