Μια φορά και έναν καιρό στην όχθη ενός ποταμού ζούσε μια πάπια. Μα τι πάπια! Το όνομα της ήταν Πρασίνω για το πράσινο γυαλιστερό της κεφάλι με λεπτό, λευκό περιλαίμιο στο κάτω μέρος του λαιμού. Ήταν μια πανέμορφη χαριτωμένη πάπια, που ενθουσιαζόταν εύκολα και ό,τι έβαζε με το μυαλό της θα το πετύχαινε ο κόσμος να χαλάσει.
Ο αέρας μύρισε άνοιξη και όλη η πλάση ξαναγεννιόταν. Η Πρασίνω δεν μπορούσε να κάτσει στα αυγά της και όχι γιατί μπήκε η άνοιξη αλλά γιατί δεν είχε κάνει ούτε ένα αυγό. Δεν είχε κάνει εδώ και χρόνια και οι άλλες πάπιες την έδιωχναν. Ένιωθε τόσο άσχημα που δεν είχε αβγά. Δεν μπορούσε να φανταστεί με τίποτα τη ζωή της χωρίς παπάκια.
Ωστόσο ανακάλυψε ότι κοντά στο ποτάμι που ζούσε υπήρχε ένα κοτέτσι διάσημο για τη χρυσή κλώσα που έκανε πολλά αυγά. Ιδέες τρελές αναστατώσαν το μυαλό της. Η Πρασίνω γυρόφερνε λοιπόν εκεί γύρω μουρμουρίζοντας «Της Πρασίνως τα αυγά είναι όλα τα αυγά του κόσμου, τι πειράζει και αν δεν είναι από παπιά;»
Η χρυσή κλώσα την άκουσε «Εεε... πάπια, τι μουρμουράς εσύ εδώ στα μέρη μας;» απόρησε.
«Είσαι στα αλήθεια η κλώσα η χρυσή;» απάντησε.
Εκείνη αποκρίθηκε τραγουδώντας με την λεπτή τσιριχτή φωνή της :«Εγώ είμαι η κλώσα η χρυσή, η κότα η διαλεχτή
κρατάω το κοτέτσι λαμπερό, φαγητό και νερό πάντα καθαρό!
ξέρω να κλωσάω όπως καμία άλλη,
και τα πουλάκια μου βγαίνουνε με χάρη και με κάλλη!»
«Μεγάλη μου τιμή που σας γνωρίζω. Εγώ είμαι η πάπια η Πρασίνω και στα μέρη μου όλοι έχουν να πουν για μένα έναν καλό λόγο. Σίγουρα θα χρειάζεστε χέρια για ένα τόσο όμορφο κοτέτσι. Μπορώ να έρχομαι να σας βοηθάω, αν θέλετε φυσικά!» Τα μάτια της έλαμπαν.
«Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια, μα πείτε μου του λόγου σας και τι αντάλλαγμα ζητάτε; Δεν έχω γνωρίσει κανέναν μέχρι τώρα που να κάνει κάτι μόνο από την καλή του την καρδιά».
«Μα σαν την δική μου την καρδιά δεν έχετε γνωρίσει και για αντάλλαγμα αργότερα το συζητάμε».
«Σε συμπάθησα πολύ καλή μου πάπια. Πέρασε όμως αύριο γιατί πρέπει να το συζητήσω και με τον κόκορα».
«Να με φωνάζετε Πρασίνω και αύριο με το πρώτο φως της ημέρας θα έρθω πάλι από εδώ».
Προτού ο κόκορας με το σφιχτό κορμί και το κόκκινο λειρί λαλήσει τρεις φορές, εμφανίστηκε η Πρασίνω χοροπηδώντας.
Η κλώσα η χρυσή φορώντας την ολόχρυση ποδιά της, την καλωσόρισε: «Πρασίνω ο κόκορας δεν συμφωνεί αλλά εγώ θέλω να με βοηθήσεις σαν τρελή. Χρειάζομαι ξεκούραση» και ο κόκορας έκραξε δυνατά από τα νεύρα του.
Ύστερα αδιαφορώντας για τον κόκορα τής έδωσε να φορέσει χρυσή ποδιά, σκούπα και φαράσι και η Πρασίνω ξεκίνησε να καθαρίζει. Ένιωσε ευχαρίστηση μέσα της που κατάφερε να πείσει την χρυσή κλώσα και να μπει επιτέλους στο κοτέτσι. Έβλεπε τα ολοστρόγγυλα λευκά αυγουλάκια και συγκρατούσε το κλάμα από τη χαρά της.
Η χρυσή κλώσα ήταν πολύ καλή μαζί της. Το πρόβλημα της τώρα ήτανε ο κόκορας που τον φοβόταν λίγο, γιατί κάθε τόσο της έριχνε απειλητικές ματιές. Μουρμούριζε «Αχ να πάρω κάνα δυο αυγουλάκια και να κάνω δυο καλά παπάκια, αλλά δεν μου πάει η καρδιά να τα κλέψω τελικά, τι να κάνω για να ξεμπερδέψω από όλα αυτά;»
«Τι μουρμουράς εσύ εκεί;» κραύγαζε ο κόκορας και συνέχισε «Τι τα κοιτάς τα αυγά; Δεν είναι για τα μούτρα σου!»
«Εγώ το κοτέτσι καθαρίζω και όλη την ώρα συγυρίζω» απάντησε η Πρασίνω.
Μα τους διέκοψε ευτυχώς η κλώσα η χρυσή «Πάντα φωνακλάς είσαι εσύ. Τέτοια βοήθεια ποτέ δεν ξαναείχα. Όλα λαμποκοπούν και την Πρασίνω κάποιοι να μην κακολογούν.»
«Εγώ ο φωνακλάς σου λέω πως την έπιασα επ’ αυτοφώρω να ζαχαρώνει τα αυγά σου.»
«Μα και να τα κλωσήσει χρυσέ μου, κοτοπουλάκια θα βγούνε πάλι!»
«Σωστά έχετε δίκιο!» αναφώνησε η Πρασίνω και άρπαξε την ευκαιρία αμέσως «Γι’ αυτό τι πειράζει να σας βοηθάω και καμιά φορά όταν κλωσάτε;»
Ο Κόκορας εξαγριώθηκε «το πολύ-πολύ να σου δώσουμε εκείνα εκεί που μου φαίνονται χαλασμένα, αν καταφέρεις να τα κλωσήσεις, που δεν υπάρχει περίπτωση να το καταφέρεις, τότε το συζητάμε».
«Σταματήστε επιτέλους τις φωνές, με κουράσατε!» φώναξε η κότα η χρυσή. «Εντάξει λοιπόν Πρασίνω! Αν το θες πολύ πάρε εκείνα τα αυγά και κράτα τα. Δεν νομίζω βέβαια πως θα έχεις πολλή τύχη».
Η Πρασίνω τα πήρε και άρχισε να τα μετράει. Η καρδιά της σπαρταρούσε. Ήταν τρία άσπρα
αυγουλάκια, κάπως τζούφια τής φαίνονταν είναι η αλήθεια, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Έστρωσε μπόλικα ζεστά άχυρα στην φωλιά της και στρογγυλοκάθισε από πάνω τους. Πόσο καιρό το ονειρευόταν, επιτέλους τα είχε καταφέρει! Ο κόκορας βέβαια όλη την ώρα την περιγελούσε «Δεν έχω δει πιο αστείο παπί που θέλει να κλωσάει αυγά κότας».
Η χρυσή κλώσα που την περίμενε πώς και πώς να γυρίσει και πάλι πίσω στις δουλειές, τη δασκάλευε «Θα σου δώσω κάνα δύο συμβουλές για να τελειώνουμε αν και σου ξαναλέω δεν έχεις πολλή τύχη. Λοιπόν… κράτα τα πόδια σου σφιχτά και τη μέση χαμηλά».
Ένα βράδυ δύο πουλάκια κατάφεραν να γεννηθούν από την Πρασίνω. Το τρίτο δεν τα κατάφερε...
Οι μέρες περνούσαν και ο κόκορας με το σφιχτό κορμί και το κόκκινο λειρί λάλησε τελείως: «Μα τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί! Να ακολουθούν το παπί σαν να ‘ναι παπιά».
Η χρυσή κλώσα τραγουδούσε «Με τις συμβουλές της κλώσας της χρυσής, θαύματα γίνονται στη στιγμή» και ο κόκορας συνέχιζε το παραμιλητό « Μα τι θαύμα είναι και αυτό. Όπως και να το δεις είναι συγκινητικό!»
Η Πρασίνω σαν να πίστεψε πως είναι παπιά και με όλη την αγάπη που είχε μέσα της μάθαινε κάθε μέρα στα κοτοπουλάκια της πώς να πετάνε και να κολυμπάνε και εκείνα πολύ το διασκέδαζαν και ακολουθούσαν καμαρωτά την Πρασίνω τη μαμά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου