Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

"Μια μαγική ιστορία" της Μαίρης Μαυρογιαννάκη, Μέρος β


Συνέχεια από το προηγούμενο.

Ο Ταάρεν την κοίταξε και της ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ο βασιλιάς των Ξωτικών ήταν καλόκαρδος, πρόσχαρος και χωρατατζής. Διοικούσε με σιδερένια πυγμή τα ξωτικά του, πράγμα καθόλου εύκολο. Ο λαός του, απόλυτα αφοσιωμένος σε κείνον, στήριζε πάντα τις αποφάσεις του.
Ήταν ο ιδρυτής της Ανώτερης Σχολής Εκπαίδευσης Ξωτικών, μιας σχολής εκμάθησης μαγικών, εκπαίδευσης, εξάσκησης και βελτίωσης των ικανοτήτων των ξωτικών.
Ήταν επίσης εμπνευστής της δημιουργίας των Κυνηγών, μιας επίλεκτης ομάδας στελεχωμένης από Μάγους, Ξωτικά, Κουάκου, Ουρούκ και Κρότους, με επόπτη το μάγο Λουθάρ, η οποία φρόντιζε για την τήρηση των νόμων. Η σκληρότερη τιμωρία για τους παραβάτες ήταν η μεταφορά τους στο νησί της Λήθης· η επιεικέστερη η εργασία στα λατομεία της Καλόρ. Οι πιο στενοί συνεργάτες του Ταάρεν ήταν τρία αδέρφια, ο Τίκο, ο Ζίκο και ο Μίκο, γιοι της αδερφής του, ξωτικιάς Τίκα.
Ο Τίκο –ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας– ήταν το δεξί του χέρι, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου των Ξωτικών και πρόεδρος του Συμβουλίου Πλαϊνής Ευθύνης. Όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του στη μάχη με τους Αλιβάτορες του Μάρλου, ανέλαβε με τη μητέρα του τη φροντίδα του Ζίκο και του Μίκο. Ήταν μικρόσωμος μαυριδερός και κακομούτσουνος, αλλά καλοσυνάτος και έξυπνος. Η αγαπημένη του Ντίκεν ήταν η πιο όμορφη ξωτικιά της χώρας κι ένοιωθε ιδιαίτερα περήφανος που τον διάλεξε παρότι άσχημος. Όμως, όπως του έλεγε, εκείνη τον έβρισκε γοητευτικό!
Η Ντίκεν, λυγερή, με κατάλευκο δέρμα, είχε μακριά πυρόξανθα μαλλιά, πράσινα μάτια και δυο χαριτωμένα όρθια αυτιά. Πάντα γλυκομίλητη κι ευγενική με όλους, αγαπούσε με πάθος τον Τίκο. Όταν έβγαινε βόλτα με τον αγαπημένο της στην πλατεία της χώρας, όλα τα ξωτικά την κοιτούσαν με θαυμασμό. Ο Τίκο ζήλευε και έβγαζε τόσους καπνούς από τα τεράστια αυτιά του, που ντουμάνιαζε η πλατεία.
Η Ντίκεν καταγόταν από την αρχαιότερη οικογένεια ξωτικών του Πλαϊνού Κόσμου. Μάλιστα ο πατέρας της ήταν ο προηγούμενος βασιλιάς της χώρας των Ξωτικών. Δυστυχώς σκοτώθηκε κι εκείνος, μαζί με τη μητέρα της και τους δύο μεγαλύτερους αδερφούς της, στη μάχη με τους Αλιβάτορες του Μάρλου. Από τότε έμενε με τη γιαγιά της, μια γηραιά, ξωτικιά, τη Σερένα. Κατοικούσαν στα περίχωρα της χώρας των Ξωτικών, σε μια όμορφη και περιποιημένη σπηλιά.
Ο Ζίκο ήταν ο δευτερότοκος γιος της οικογένειας και τον υπολόγιζαν όλοι ως το εξυπνότερο ξωτικό του Πλαϊνού Κόσμου. Συναισθηματικός, καλόκαρδος με αστείρευτο χιούμορ αλλά μεγάλο πειραχτήρι και πεισματάρης. Είχε τελειώσει την Ανώτερη Σχολή Εκπαίδευσης Ξωτικών, όπου άφησε εποχή. Του άρεσαν οι περιπέτειες και οι προκλήσεις κι είχε μελετήσει επισταμένως το πιο ισχυρό όπλο που έχουν τα ξωτικά: να βγάζουν καπνούς από τ’ αυτιά τους.
Πριν μερικά χρόνια κλεισμένος για αρκετές εβδομάδες στο εργαστήριο του, ανακάλυψε εν τέλει τον τρόπο να ελέγχει την ποσότητα καπνού που εκτοξεύουν τα ξωτικά απ’ τ’ αυτιά τους, ώστε να την κατευθύνουν με ακρίβεια όπου επιθυμούν. Έτσι τα ξωτικά απέκτησαν ένα επιπλέον πλεονέκτημα εναντίον των εχθρών τους εκτός από τα ξόρκια και φυσικά την τόλμη και τη γενναιότητά τους.
Ο Μίκο ήταν όμορφος, έξυπνος, αυτάρεσκος, επιπόλαιος και καταφερτζής, ο Δον Ζουάν της οικογένειας. Η Τίκα, η μητέρα του, τού είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Τής θύμιζε τον αγαπημένο της σύζυγο, ο οποίος σκοτώθηκε πολεμώντας με περισσή ανδρεία τους Αλιβάτορες του Μάρλου.
Πίσω από τα ξωτικά καθόταν η αδερφή της, μάγισσα Ρούρκα με το γιο της μάγο Μέρνα,. Ο Μέρνα ήταν ευγενής αλλά ευέξαπτος, πιστός στη μητέρα του, είχε την εξυπνάδα και την τόλμη της. Ήταν ψηλός και τα μαύρα μακριά του μαλλιά τα είχε πάντα πιασμένα αλογοουρά, που τη συγκρατούσε μ᾿ ένα φτερό Σαλτιδόπτερου. Όλες οι νεαρές μάγισσες της χώρας ήταν ερωτευμένες μαζί του. Εκείνος όμως δεν ήθελε δεσμεύσεις.
Όταν ήταν μικρός, η Φάνα τον ανέβαζε πάνω στη σκούπα της και τον πήγαινε στην κορυφή του Ασημένιου βουνού, στο κέντρο του Πλαϊνού Κόσμου. Εκεί τον τάιζε ελλέβορο και του έλεγε ιστορίες από άλλους κόσμους με πλάσματα αλλόκοτα, όμορφα κι επικίνδυνα. Το ελλέβορο ήταν το αγαπημένο του φαγητό: ένα βοτάνι με υπέροχη γεύση και μεθυστικό άρωμα. Φύτρωνε παντού στον Πλαϊνό Κόσμο. Οι κάτοικοί του το χρησιμοποιούσαν στα φαγητά και στα γλυκίσματά τους. Ήταν επίσης συστατικό για μαγικές συνταγές και η καλύτερη τροφή για τα Σαλτιδόπτερα. Άνθιζε τρεις φορές το χρόνο και τα λουλούδια του είχαν έντονο κόκκινο χρώμα. Όταν το ελλέβορο άνθιζε ολόκληρος ο Πλαϊνός Κόσμος γινόταν κατακόκκινος και μοσχοβολούσε. Οι κάτοικοί του το θεωρούσαν μεγάλη ευλογία.
Ο Μέρνα από μικρός χανόταν στο δάσος της Αράγια για να μαζέψει φρέσκο ελλέβορο. Το όνειρο του όμορφου μάγου ήταν να ταξιδέψει στους τόπους που του είχε περιγράψει η μητέρα του.
Η Φάνα τον κοίταζε καθώς μιλούσε με την αδερφή της. Οι κινήσεις του της θύμιζαν τον αγαπημένο της σύζυγο, μάγο Οξ. Στη σκέψη του αναστέναξε λυπημένα. Η Ρούρκα ακουμπούσε τρυφερά στον ώμο του ανιψιού της, όσο εκείνος μιλούσε και χειρονομούσε με πάθος. Του είχε ιδιαίτερη αδυναμία και πολλές φορές τον κακομάθαινε.
Η μάγισσα Ρούρκα ήταν καλόκαρδη και διέθετε σημαντικές μαγικές ικανότητες. Είχε πολεμήσει στο πλευρό της αδερφής της πολλές φορές και είχε διακριθεί για το θάρρος και την αυτοθυσία της. Ζούσε με τη Φάνα και τ’ ανίψια της, τον Μέρνα και τη μικρότερη αδερφή του τη Σάλμα γιατί δεν είχε δική της οικογένεια.
Όταν ήταν νεαρή μάγισσα, είχε ερωτευτεί με πάθος ένα όμορφο και γενναίο μάγο, ο οποίος σκοτώθηκε κι αυτός στη μάχη με τους Αλιβάτορες του Μάρλου. Στην ίδια μάχη εκείνη έχασε το δεξί της μάτι. Η Ρούρκα για πολλά χρόνια ήταν απαρηγόρητη. Όταν επιτέλους συνήλθε, αποφάσισε να μην μπλεχτεί ποτέ ξανά συναισθηματικά με κανέναν άλλον. Μαζί με τη μητέρα της μάγισσα Σαρίφα, προσπαθούσαν να φτιάξουν το φίλτρο της ανάστασης βασιζόμενες στις σημειώσεις που είχε αφήσει για το θρυλικό φίλτρο η αρχαία μάγισσα Διοτίμα. Δυστυχώς δεν τα κατάφεραν. Η Ρούρκα ακόμα προσπαθεί, ελπίζοντας ότι κάποτε θα κατορθώσει ν’ αναστήσει τον αγαπημένο της, που βρίσκεται στην Έρημη Πόλη μαζί με τα φαντάσματα των υπόλοιπων πεθαμένων μάγων.
Η Φάνα είχε διορίσει τη Ρούρκα αντιπρόεδρο του Συμβουλίου των Μαγισσών. Εκείνη, πιστή στην αδερφή της, εκπλήρωνε κάθε της επιθυμία και διαταγή.
Η Φάνα τη θεωρούσε χαριτωμένη, παρότι είχε χάσει το μάτι της. Την ανοιχτή τρύπα κάλυπτε μ᾿ ένα φτερό Σαλτιδόπτερου, πάνω στο οποίο η μητέρα της είχε κεντήσει με χρυσές ίνες το ρουνικό σύμβολο Θορν, σύμβολο της προστασίας. 



Συγγραφέας: Μαίρη Μαυρογιαννάκη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου