Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

«Οι δώδεκα μήνες του χρόνου και η Πέρσα» της Γεωργίας Βασιλείου Μέρος ‘Α

Ήταν ένας παγωμένος Φλεβάρης όπου ολόκληρη η Ελλάδα αλλά και η υπόλοιπη Ευρώπη είχε σφοδρότατη κακοκαιρία. Χιόνια παντού κι όχι μόνο σε ορεινές περιοχές, οι οποίες είχαν βυθιστεί στο απέραντο άσπρο. Μία από αυτές τις περιοχές ήταν και η Αράχοβα όπου οι χιονοστιβάδες δεν είχαν αφήσει σπίτι ή άλλο κτήριο αξεσκέπαστο. Δύσκολη περίπτωση για τους κατοίκους ακόμα και τους τουρίστες που είχαν εγκλωβιστεί γιατί δεν μπορούσαν να βγουν καθόλου έξω. Αυτό ίσχυε και για την Πέρσα που είχε πάρει την άδεια των Χριστουγέννων καθυστερημένα τον Φλεβάρη και αποφάσισε να περάσει τις ημέρες αυτές στο πατρικό σπίτι της γιαγιάς της, σ’ ένα σημείο πίσω από το κέντρο της Αράχοβας.

Η Πέρσα ήταν μία τριανταεφτάχρονη δημόσια υπάλληλος που αισθανόταν τόσο απογοητευμένη με την καθημερινότητά της και γενικά με την ζωή της. Επίσης ένιωθε τόσο μόνη! Πολλές φορές ρωτούσε τον εαυτό της που είχε πραγματικά φταίξει κι αν το κενό που ένιωθε μέσα της ήταν από λάθος επιλογές ή λόγω ατυχών συγκυριών. Καθόταν μέσα στα μεσάνυχτα μπροστά από το τζάκι στο πατρικό της γιαγιάς της και πίνοντας τον ζεστό καφέ της σκεφτόταν. Σκέψεις και αναμνήσεις περνούσαν από το μυαλό της. Από τα φοιτητικά της χρόνια στο οικονομικό πανεπιστήμιο, από το μεγάλο ειδύλλιο που αργότερα κατέληξε σε γάμο και διαζύγιο με τον Λεωνίδα μέχρι και σκέψεις και εικόνες από τις σπουδές της στην καλών τεχνών εμφανίζονταν στο επίκεντρό της. Αχ, αυτά τα χρόνια που σπούδαζε στην καλών τεχνών. Τα νοσταλγούσε τόσο πολύ κι ας ήταν δυστυχισμένη τότε που είχε ξεκινήσει την φοίτηση γιατί μόλις είχε χωρίσει. Η λέξη «καλλιτέχνης» πάντα ήταν μία λέξη ιερή για την Πέρσα κι ένα όνειρο από τα παιδικά της χρόνια. Για μία στιγμή κοίταξε τους πίνακες πάνω από το τζάκι και αναπολούσε εκείνες τις στιγμές που είχε το ταλέντο και την έμπνευση να δημιουργήσει. Είχε χρόνια να πιάσει πινέλο στα χέρια της. Την είχε καταβροχθίσει η απαίσια ρουτίνα του δημοσίου. Δεν της ταίριαζαν τα οικονομικά κι αυτό πάντα το ήξερε! Όμως ήταν μεγάλη επιθυμία των γονιών της οι οποίοι είχαν την δικιά τους μεγάλη επιχείρηση πριν από την οικονομική κρίση και γι’ αυτό ήταν πάντα απόλυτοι πάνω σ’ αυτό το θέμα. Μέχρι που ήρθε η ολέθρια οικονομική καταστροφή και η Πέρσα αναγκάστηκε να διεκδικήσει μία θέση στο δημόσιο. Όμως αυτή η θέση εμφανίστηκε μετά από πολλά χρόνια στην ζωή της καθώς ήταν άνεργη για μία δεκαετία περίπου. Όλη αυτή η δυστυχία υπήρξε μία περίοδος σταθμός στην ζωή της για να διεκδικήσει τα όνειρά της έστω και για λίγο. Για την  Πέρσα η απογοήτευση και η μελαγχολία πάντα αποτελούσε τροφή έμπνευσης. Κι εκείνη την περίοδο ξεκίνησε να φτιάχνει κάτι τοιχογραφίες σε μερικά ταβερνάκια στην Αράχοβα και με το ταλέντο που είχε, αλλά και με την παρέμβαση της γιαγιάς της που επέμενε σ’ αυτό, πέρασε πρώτη στην καλών τεχνών. Η ελληνο-ιταλικής καταγωγής γιαγιά της ήταν κι αυτή ζωγράφος και μάλιστα διάσημη ζωγράφος στην Φλωρεντία. Για μία στιγμή κοίταξε δίπλα από το παράθυρο έναν μεγάλο πίνακα κι όπως πάντα προσπαθούσε να ταξιδέψει μέσα σ’ αυτόν. Στο κάτω μέρος είχε την επιγραφή «Μία φλόγα πάνω στο χιόνι – έτος 1965 – Βαλεντίνα Φιόρι». “Κοίτα να δεις που ταιριάζει με την σημερινή ατμόσφαιρα!” σκέφτηκε κι αμέσως θυμήθηκε το παραμύθι που της έλεγε από όταν ήταν μικρή η γιαγιά της. Μία αναλαμπή εμφανίστηκε πάνω στο παράθυρο από μία πολύ παχιά χιονοστιβάδα. Η Πέρσα παρατηρούσε τον πίνακα πιο προσεχτικά και για πρώτη φορά παραδέχτηκε ότι ταίριαζε με το παραμύθι της γιαγιάς της. Ήταν οι δώδεκα μήνες του χρόνου σ’ ένα χιονισμένο δάσος γύρω από μία φωτιά που είχαν ανάψει για να ζεσταθούν. “Έχε πίστη στα παραμύθια γιατί πολλές φορές βγάζουν αληθινά νοήματα!” της τόνιζε πάντα η γιαγιά της. Και η Πέρσα πίστευε μέχρι που μεγάλωσε και τότε κατάλαβε ότι δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Και η ροή των πραγμάτων το επιβεβαίωσε αυτό μετά το θάνατο της γιαγιάς της πριν από τέσσερα χρόνια όπου η Πέρσα σταμάτησε να ζωγραφίζει γιατί έχασε κάθε ενδιαφέρον της για οτιδήποτε. Αυτά σκεφτόταν και το βλέμμα της ξαναγύρισε στον πίνακα. “Τελικά τί ωραίο μπορεί να είναι το χιόνι!” μίλησε από μέσα της κι εντελώς αυθόρμητα ντύθηκε γρήγορα, φόρεσε το χοντρό πανωφόρι της και κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη χτένισε τα μακριά μαύρα μαλλιά της όσο πιο φευγαλέα μπορούσε για να βγει έξω.

Μόλις έφτασε μπροστά από το κατώφλι της αποθήκης του σπιτιού μία λάμψη έφτασε στο πρόσωπό της από τις ακτίνες της έντονης της πανσελήνου. Όμως, έξω επικρατούσε ερημιά. Έκανε ένα βήμα να κατέβει στο στενό δρομάκι και το χιόνι έφτανε μέχρι τα γόνατά της και σκέφτηκε ευτυχώς που φόρεσε χοντρές μπότες. Το στενό δρομάκι την οδήγησε σ’ έναν κεντρικότερο δρόμο λιγότερο χιονισμένο από τα λίγα αυτοκίνητα που είχαν περάσει νωρίτερα με αλυσίδες. Επικρατούσε τόση ερημιά και ησυχία! Μία κυρία μεγάλης ηλικίας βγήκε για λίγο στην εξώπορτα του σπιτιού της για να τινάξει το χιόνι από το εξωτερικό τζάμι κι όταν είδε την Πέρσα ξεστόμισε “Πού πας κοπελιά με τόσο χάλι; Είναι επικίνδυνα έξω! Αχ, αυτός ο Φλεβάρης! Κουτσός και τρελός είναι! Την προηγούμενη εβδομάδα έκανε ζέστη και τώρα τσουτσουρίζουμε!”. Και για μία στιγμή σκέφτηκε η Πέρσα ότι ίσως να έχει δίκαιο και χαμογέλασε διακριτικά στο άκουσμα των λόγιών της. Όμως δεν γύρισε πίσω. Συνέχισε να περπατάει μέχρι που κατέβηκε στο κέντρο της Αράχοβας η οποία παρόλο που τον χειμώνα είχε έντονη κίνηση και νυχτερινή ζωή εκείνη την νύχτα παρέμενε ήσυχη. Μετά συνέχισε ένα μονοπάτι προς τα πίσω το οποίο οδηγούσε σ’ ένα δασάκι. Όταν ήταν μικρή η γιαγιά της την πήγαινε πολλές φορές σ’ αυτό το δάσος για να μαζέψουν λουλούδια την άνοιξη ή να φτιάξουν χιονάνθρωπο τον χειμώνα. Παράλληλα της διηγούταν και μία ιταλική εκδοχή για τον Φλεβάρη, για έναν νέο, τον Φέμπρο που κυριαρχούσε στον κόσμο των νεκρών γιατί η οικογένειά του τον είχε απαξιώσει λόγω της αναπηρίας του να έχει θέση στον κόσμο των ζωντανών. Πλησίασε πιο πολύ στο δάσος κι ένιωθε να παγώνει. Το χιόνι γινόταν αρκετά πυκνό και πολλά δέντρα άρχιζαν να τρίζουν. Η Πέρσα βυθίστηκε σ’ απόλυτο σκοτάδι μέχρι που προχώρησε λίγο ακόμα και ανακάλυψε στο βάθος μία φλόγα. Πέρασε κάτω από δέντρα για να διασχίσει αυτή την διαδρομή προς την φλόγα πιο γρήγορα κι όταν πλησίασε αυτό που είδε την άφησε άφωνη. Ήταν δώδεκα άντρες γύρω από μία φωτιά με ντύσιμο και εμφάνιση που παρέπεμπαν σε μία άλλη εποχή. “Δεν είναι δυνατόν!” σκέφτηκε κι αμέσως λιποθύμησε.

Έπειτα από λίγο άνοιξε τα μάτια της και βρισκόταν πάνω σε μία ζεστή κουβέρτα απλωμένη στο χιόνι και ένα ποτήρι νερό της προσφέρθηκε ευγενικά. “Ευχαριστώ!” απάντησε και έχοντας κάποια επίγνωση για το ποιοι ήταν αυτοί ρώτησε τον κύριο που της το προσέφερε ποιος ήταν. “Εγώ είμαι ο Νοέμβριος!”. Και αντιδρώντας τους είπε “Λοιπόν, τρία ενδεχόμενα υπάρχουν σ’ αυτή την γνωριμία. Να ονειρεύομαι, να έχω πεθάνει ή να έχω τρελαθεί; Ποιο από τα τρία ισχύει;”. “Κανένα!” της απάντησε δυνατά ένας μελαχρινός νεαρός που φάνηκε να αποκαλύπτεται πίσω από τους άλλους καθισμένος και κρατώντας την πατερίτσα του για να σηκωθεί. Και τότε προσπαθούσε να καταλάβει τί στο καλό συνέβαινε…

 

Η συνέχεια στο Μέρος ‘Β

 

Συγγραφέας: Βασιλεία Γεωργίου – Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου