«Μην είσαι
ανυπόμονη. Θα δεις σε λίγο.»
«Γιώργο, ξέρεις
καλά πως δεν μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Και τώρα που το καλοσκέφτομαι από πότε
μου κάνεις εσύ εκπλήξεις;»
«Μάρω μου κάνε
λίγο υπομονή σου είπα. Σε πέντε λεπτά φτάνουμε.»
«Για να δούμε..
Μου έβγαλες τη ψυχή. Κι αυτός ο δρόμος βρε παιδί μου. Μου έχει γυρίσει το
στομάχι ανάποδα. Χάθηκε να ερχόμασταν από δρόμο στρωμένο με άσφαλτο παρά με
πέτρες;»
«Να. Τελευταία
στροφή και φτάσαμε.» Της είπε ο Γιώργος
και φρενάρισε απότομα το αυτοκίνητο.
Η θέα που απλώθηκε μπροστά τους έκανε την Μάρω
να σταματήσει το μουρμουρητό. Ένα απέραντο γαλάζιο γέμισε το μάτι τους και τους
εξαφάνισε όλο το κενό που είχε αφήσει η αγριότητα της βλάστησης που συνάντησαν στον δρόμο. Τα
κύματα έσπαγαν στα πελώρια βράχια που κοσμούσαν δεσποτικά ένα μεγάλο μέρος της
παραλίας και γύριζαν πάλι προς τα πίσω, αφήνοντας ένα συνεχές γλυκό χάιδεμα στο
αυτί. Μια υπέροχη βαθιά κυανή θάλασσα με τοπικές τιρκουάζ αποχρώσεις και άσπρες
στα σημεία που άφριζε το κύμα στα γκρίζα βράχια. Μία αρμονική πανδαισία
χρωμάτων. Η ατμόσφαιρα είχε μία έντονη μυρωδιά ιωδίου και θάλασσας η οποία
συνοδευόταν από την έντονη μυρωδιά αντηλιακού που περιπλανιόταν στον αέρα. Ένα
λεωφορείο είχε αραδιάσει ένα τσούρμο Βρετανούς τουρίστες στην περιοχή και ως
γνωστόν οι Βρετανοί είναι πολύ ευαίσθητοι στον ήλιο. Για αυτό και δεν ξεχώριζες
τις φάτσες τους αφού ήταν όλες ολόασπρες από το πολύ αντηλιακό λες και είχαν
βαφτεί κινέζοι για τις Απόκριες. Ευτυχώς δεν έκαναν φασαρία και έτσι δεν
κατάφεραν να χαλάσουν την μαγεία της στιγμής. Δύο γλάροι πέταξαν από πάνω τους
και άνοιξαν τα βασιλικά φτερά τους μπροστά από τις πελώριες ακτίνες του ήλιου
οι οποίες τους φώτιζαν με ένα χρυσό χρώμα και τους έκαναν να φαίνονται σαν
πραγματικούς βασιλιάδες. Ο Γιώργος γέμισε τα πνευμόνια του με θαλασσινό αέρα
και είπε περήφανα στην γυναίκα του.
«Λοιπόν τι
έχεις να πεις;»
«Τριάντα χρόνια
παντρεμένοι, πρώτη φορά κατόρθωσες να με εντυπωσιάσεις. Αυτό οφείλω να το
παραδεχτώ.» Απάντησε εκείνη.
«Ε όχι και
πρώτη μην τα ισοπεδώνεις όλα.»
«Δεν ισοπεδώνω
τίποτα. Ξέρω πολύ καλά τι λέω. Είσαι συνέχεια μέσα στη μιζέρια και στην
γκρίνια. Άσε που αν δεν ήταν ο πατέρας μου να σου ανοίξει το εργοστάσιο, το
οποίο φυσικά ανήκει σε μένα, θα ήσουνα ακόμη ένας απλός τσαγκάρης.» Είπε και
προχώρησε στην λευκή αμμουδιά χαράζοντας πάνω της τα αποτυπώματα από τα
παπούτσια της. Ο Γιώργος περπάτησε πίσω της χαράζοντας και εκείνος τα δικά του.
«Δεν θα το
συνεχίσω γιατί δεν θέλω να τσακωθούμε.» της είπε εκείνος και έβγαλε τα
παπούτσια του. Η Μάρω ακολούθησε το παράδειγμα του. Έβαλαν τα πόδια τους στην
ακτή για να τους τα μουσκέψει το κύμα. To λεωφορείο με τους τουρίστες έβαλε
μπρος και η παραλία είχε πλέον αδειάσει. Έμεινα οι δυο τους, δύο ανθρώπινες
κουκκίδες μέσα στην τόση ομορφιά που χάρισε απλόχερα η φύση σε εκείνο τον τόπο
που σου έκοβε την ανάσα.
«Έλα πάμε πάνω
στα βράχια να βγάλουμε φωτογραφία, να στείλουμε μία στα παιδιά να χαρούν.»
«Άσε μας ρε
Γιώργο, που μου θέλεις και φωτογραφία. Παιδιά είμαστε; Να πάμε στα βράχια να
βγάζουμε σέλφυ σαν δεκατετράχρονα;»
«Κι όμως καλό
είναι να γίνεσαι και πάλι παιδί που και που.» Της είπε και την τράβηξε από το
χέρι σέρνοντας την σχεδόν πάνω στον βράχο. Ανέβηκαν με δυσκολία πάνω έχοντας
στήριγμα ο ένας τον άλλον. Ο Γιώργος έβγαλε το κινητό του και ετοιμάστηκε να
αποθανατίσει την στιγμή. Αλλά δεν πρόλαβε... Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα...
Σε δέκα λεπτά η
ερημική παραλία είχε μαζέψει πλήθος κόσμου. Αστυνομία, ασθενοφόρα, περίεργοι
περαστικοί. Ο Γιώργος ήταν απαρηγόρητος και έκλαιγε με αναφιλητά καθώς έδινε
κατάθεση στον αστυνομικό. Σε ένα φορείο
ένα άσπρο «παγωμένο» σεντόνι κάλυπτε το σώμα της Μάρως.
«Μία φωτογραφία
θέλαμε να βγάλουμε αστυνόμε. Μία φωτογραφία που της στοίχισε την ζωή. Που να το
φανταζόμουν; Κλάσματα δευτερολέπτου.
Γλίστρησε και κτύπησε το κεφάλι της πάνω στα βράχια. Ήταν τόσο χαρούμενη σήμερα
που την έφερα εδώ. Που να φανταζόμουν την πλοκή που θα έπαιρναν τα πράγματα; Γιατί
θεέ μου;»
«Ηρεμήστε κύριε
μου. Ένας ψυχολόγος θα σας περιμένει στο νοσοκομείο. Τι να σας πω. Ότι και να
πω είναι λίγο μπροστά στην απώλεια σας. Τα θερμά μου συλλυπητήρια.»
Το σκηνικό είχε
αρχίσει ήδη να αδειάζει αμέσως μετά από ην αναχώρηση του ασθενοφόρου. Ο Γιώργος
μπήκε στο αυτοκίνητο του, έπιασε στα χέρια το κινητό του και σχημάτισε τον
αριθμό.
«Έλα. Όλα πήγαν
καλά. Όπως τα σχεδιάσαμε. Πάω τώρα στο νοσοκομείο για τα διαδικαστικά. Απόψε
φόρεσε το καλύτερο σου φόρεμα και έλα από το σπίτι. Θα ζήσουμε την πιο
ρομαντική βραδιά της ζωής μας. Επιτέλους η σκρόφα η αδελφή σου έχει σωπάσει για
πάντα. Σ αγαπώ.»
Συγγραφέας: Χαριτίνη Παπαδοπούλου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου